Αντιγόνη Καρύτσα

Της Αντιγόνης Καρύτσα

Ένα από τα πιο γνωστά επεισόδια του Ψυχρού πολέμου αποτελεί ο πόλεμος της Κορέας, ο οποίος ξεκίνησε στις 25 Ιουνίου 1950 και τερματίστηκε στις 27 Ιουλίου 1953, μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Κορέας.

Η Κορέα είχε ανεξαρτητοποιηθεί από την Κίνα στα τέλη του 19ου αιώνα, το1895. Μετά τον ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904-1905, η Κορέα βρέθηκε υπό ιαπωνική κυριαρχία. Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, στη Συνδιάσκεψη της Γιάλτας (1945), από το στρατόπεδο των νικητών, η Σοβιετική Ένωση και οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αναλάβουν την τύχη της Κορέας. Η χερσόνησος χωρίστηκε τεχνητά στον 38ο παράλληλο και δημιουργήθηκαν δύο κράτη: η Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας ή Βόρεια Κορέα με ηγέτη τον Κιμ Ιλ Σουνγκ και η Δημοκρατία της Κορέας ή Νότια Κορέα με επικεφαλής τον φιλοαμερικανό Σίνγκμαν Ρι. Έτσι, η Βόρεια Κορέα ανήκε στο κομμουνιστικό στρατόπεδο ενώ η Νότια στο δυτικό.

 Η σύρραξη ξεκίνησε στις 25 Ιουνίου 1950, όταν ο στρατός της Βόρειας Κορέας πέρασε δυναμικά τον 38ο παράλληλο με στόχο τη συνένωση των δυο τμημάτων της Κορέας σε ενιαίο κράτος και την εκτέλεση του Σίνγκμαν Ρι και των οπαδών του. Πολύ γρήγορα, μόλις σε τρεις μέρες, τα βορειοκορεατικά στρατεύματα είχαν καταλάβει τη Σεούλ και σχεδόν όλο το νοτιοκορεατικό έδαφος, εκτός της περιοχής γύρω από το λιμάνι του Πουσάν στα ανατολικά.

Ο τότε αμερικανός πρόεδρος Χάρι Τρούμαν, μη θέλοντας να εμπλακεί σ’ έναν νέο πόλεμο, απευθύνθηκε μέσω της διπλωματικής οδού στον Ο.Η.Ε. και πέτυχε την καταδίκη της εισβολής της Βόρειας Κορέας. Ο Ο.Η.Ε. διέταξε την άμεση κατάπαυση του πυρός και ζήτησε από τα κράτη-μέλη να στείλουν στρατιωτική βοήθεια. Οι χώρες που έστειλαν δυνάμεις τους στη Νότιο Κορέα για την απόκρουση του κομμουνιστικού κινδύνου ήταν οι: Ελλάδα, Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδάς, Κολομβία, Αιθιοπία, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Νέα Ζηλανδία, Φιλιππίνες, Νότιος Αφρική, Ταϊλάνδη, Τουρκία, Μεγάλη Βρετανία και ΗΠΑ.

Ο πόλεμος της Κορέας

Η ελληνική κυβέρνηση Νικολάου Πλαστήρα και Σοφοκλή Βενιζέλου είχε ήδη ζητήσει την ένταξη της Ελλάδας στο Ν.Α.Τ.Ο., αλλά το αίτημα είχε αρχικά απορριφθεί από τους Αμερικανούς, με την αιτιολογία ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο για την άμυνα του δυτικού κόσμου. Θέλοντας λοιπόν να καταρρίψουν τους δισταγμούς των Δυτικών και να υποστηρίξουν μια στρατιωτική επιχείρηση του Ο.Η.Ε. που αποσκοπούσε στην κατοχύρωση της συλλογικής ασφάλειας και της ακεραιότητας ενός κράτους-μέλους (της Νότιας Κορέας), απέστειλαν τη στρατιωτική βοήθεια. Έτσι, η συμμετοχή ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων θα αποτελούσε απόδειξη της αναγκαιότητας να ενταχθεί η Ελλάδα στο Ν.Α.Τ.Ο. και γενικότερα στον δυτικό κόσμο. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα αποτελούνταν από ένα τάγμα πεζικού, ένα σμήνος μεταγωγικών αεροπλάνων, συνολικής δύναμης 1263 ανδρών, το οποίο στάλθηκε στην Κορέα τον Δεκέμβριο του 1950.

Παράλληλα, ο αμερικανικός στόλος κινήθηκε αμέσως προς την Ιαπωνία και την Κορεατική θάλασσα για να υποστηρίξει με αεροπλανοφόρα τις δυνάμεις τους στην Κορέα, ενώ ετοιμάστηκαν ενισχύσεις από τις αμερικανικές δυνάμεις που είχαν βάση στην Ιαπωνία. Ταυτόχρονα, η Κίνα δήλωσε ότι θεωρεί τις ΗΠΑ δύναμη απειλής στην περιοχή της. Ο Τρούμαν ανέθεσε την αρχιστρατηγία στον στρατηγό Ντάγκλας Μακάρθουρ, ο οποίος πέτυχε την απόβαση στο λιμάνι του Ίντσον και τον Οκτώβρη του 1950 κατέκτησε ουσιαστικά όλη τη Β. Κορέα. Όμως, την 1η Νοεμβρίου 1950, η Κίνα επιτέθηκε στα εδάφη της Β. Κορέας με πρόσχημα τη δική της προστασία και ανέτρεψε την υπάρχουσα κατάσταση. Πολύ γρήγορα οι αμερικανικές δυνάμεις υπέστησαν σημαντικά πλήγματα, ενώ η Κίνα κατέκτησε ακόμη και τη Σεούλ, την πρωτεύουσα της Ν. Κορέας. Οι Αμερικανοί με αντεπίθεση, ανακαταλαμβάνουν τη Σεούλ τον Μάρτιο του 1951. Ο Τρούμαν, αναγκάζεται να αποστρατεύσει τον Μακάρθουρ, αντικαθιστώντας τον με τον στρατηγό Ρίτζγουεϊ, προκαλώντας την κατακραυγή της κοινής γνώμης για την ανικανότητα τερματισμού του πολέμου. Γι’ έναν ακόμη χρόνο η κατάσταση παραμένει τεταμένη, ενώ το 1952, ο νέος πρόεδρος Ντουάιτ Αϊζενχάουερ θα επιζητήσει τον τερματισμό του πολέμου. Από το 1952, την αρχηγία των αμερικανικών δυνάμεων είχε αναλάβει ο στρατηγός Μαρκ Γουέιν Κλαρκ. Τελικά, η λήξη των επιχειρήσεων συμφωνήθηκε στις 27 Ιουλίου 1953 με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Τον Σεπτέμβριο του 1953 οι Η.Π.Α. και η Ε.Σ.Σ.Δ. υπέγραψαν συνθήκη Ειρήνης για λογαριασμό της Νότιας και της Βόρειας Κορέας αντίστοιχα, ενώ τα κινεζικά στρατεύματα αποσύρθηκαν το 1958.

Ο πόλεμος της Κορέας2

Ο πόλεμος αυτός έχει μείνει γνωστός ως «ο ξεχασμένος πόλεμος», καθώς υπήρξε υποδεέστερος σε σχέση με τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τον πολέμου του Βιετνάμ αλλά κι επειδή κατέληξε μια τραγωδία με πολλά θύματα χωρίς κανένα εμφανές όφελος και για τα δύο στρατόπεδα. «Με την έναρξη του πολέμου», αναφέρει αργότερα ο ανώτερος διοικητής των αμερικανικών βομβαρδιστικών, στρατηγός Κέρτις Λε Μέι, «έσπρωξα ανεπίσημα ένα μήνυμα στο Πεντάγωνο, ότι πρέπει ν’ αμολήσουμε τη Στρατηγική Αεροπορική Διοίκηση μ’ εμπρηστικά σε κάμποσες βορειοκορεατικές πόλεις. Η απάντηση ήρθε πάλι ανεπίσημα, ότι θα υπήρχαν υπερβολικά μεγάλες απώλειες πολιτών· δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι τέτοιο. Τελικά κάψαμε έτσι κι αλλιώς κάθε πόλη της Βόρειας Κορέας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και κάμποσες στη Νότια Κορέα, επίσης. Κάψαμε ακόμη και το Πουσάν – από ατύχημα, αλλά εν πάση περιπτώσει το κάψαμε. Στη διάρκεια τριών περίπου χρόνων εξοντώσαμε ένα 20% του πληθυσμού της Κορέας, ως άμεσες απώλειες πολέμου ή από την πείνα και την έκθεση. Μέσα σε μια τριετία αυτό φάνηκε αποδεκτό στους πάντες, αλλά να σκοτώσουμε λίγους ανθρώπους ευθύς εξαρχής, δεν είχαμε το στομάχι για κάτι τέτοιο» (Office of Air Force History, «Strategic Warfare», Ουάσινγκτον, 1988, σ. 88).

Στις 27 Απριλίου 2018, με την υπογραφή κοινής δήλωσης ανάμεσα στους ηγέτες της Βορείου και Νοτίου Κορέας, μετά από 65 χρόνια έληξε ο Πόλεμος της Κορέας.

Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος

Ακολουθήστε την επίσημη σελίδα μας στο facebook schooltime για να βλέπετε τις σημαντικότερες ειδήσεις στη ροή του schooltime.gr

Ακολουθήστε μας στο facebook