«440 λέξεις για τις Νέες Τεχνολογίες και διδασκαλία» του Βασίλη Συμεωνίδη440 λέξεις για τις Νέες Τεχνολογίες και διδασκαλία

horizontal-bar-posts-small
Βασίλης Συμεωνίδης
Γράφει o Βασίλης Συμεωνίδης
horizontal-bar-posts-small

Μετά από την πολυετή συζήτηση για την εκπαιδευτική αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ), νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε σε δυο-τρία πράγματα.

Η ένταξη των ΤΠΕ στην εκπαίδευση δεν είναι πανάκεια – λύση για όλα τα προβλήματα της διδασκαλίας. Έτσι όπως έχουν τα πράγματα οι ΤΠΕ για το δάσκαλο γίνονται ένα ακόμα εργαλείο, ως εργαλείο δεν οδηγούν αυτόματα στην αλλαγή του τρόπου διδασκαλίας και όσων συνακόλουθα χαρακτηρίζουν τις διδασκαλίες μάθησης. Αντίθετα μπορεί να οδηγηθούν σε ακόμα πιο παραδοσιακές και δασκαλοκεντρικές πρακτικές.

Το σίγουρο είναι ότι η εργαλειακή λογική οδηγεί στην κατανάλωση τεχνολογικών προϊόντων χωρίς να καλύπτεται καμία ανάγκη, χωρίς να υπηρετείται κανένας εκπαιδευτικός στόχος. Για να χρησιμοποιήσουμε και μία αναλογία μπορούμε να πούμε  ότι μας είναι άχρηστο ένα γρήγορο αυτοκίνητο όταν θέλουμε να μετακινηθούμε σε μικρές αποστάσεις με έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα. Κατά τον ίδιο τρόπο πολλοί αντιμετωπίζουν και χρησιμοποιούν τον Η/Υ ως γραφομηχανή…Οι δυνατότητες, λοιπόν των ΤΠΕ αδρανοποιούνται. Με τις ΤΠΕ έχουμε τη δυνατότητα πολλαπλής προσέγγισης του γνωστικού αντικειμένου, χρήσης πλούσιου υλικού οπτικού και ηχητικού, εύκολης επέμβασης και αποθήκευσης, ευκολίας στην πρόσβαση που δίνει δυνατότητα συχνής επανάληψης και πολλές άλλες. Όλα αυτά μπορεί να είναι χρηστικά στη διδασκαλία ή να παραμείνουν αναξιοποίητες δυνατότητες. Άρα, αυτό που τίθεται ως ζήτημα είναι η σχέση τους με την αποτελεσματικότητα της διδασκαλίας και η διερεύνηση αυτής της σχέσης.

Επίσης τίθεται το ζήτημα του ρόλου που έχει ο δάσκαλος. Αν αντιμετωπίζει τις ΤΠΕ ως κάτι στατικό όπως ο πίνακας, η φωτοτυπία, το επιδιασκόπιο, το βίντεο, δηλαδή σαν ένα ακόμα εργαλείο ή καλύτερα όπλο απέναντι στους μαθητές, τότε δεν επηρεάζεται σε τίποτα ο ρόλος του. Συνεχίζει κατ’ ουσία να διδάσκει με τον ίδιο τρόπο, όπως και πριν από την εισαγωγή των ΤΠΕ στη διδασκαλία του. Αν όμως αντιλαμβάνεται το δυναμικό και διαδραστικό χαρακτήρα τους τότε η θέση του παύει να είναι απέναντι στους μαθητές. Αυτός ο δυναμικός και διαδραστικός χαρακτήρας των ΤΠΕ δεν επιτρέπει την μετωπική διδασκαλία. Αντίθετα, επιβάλλει ο δάσκαλος να είναι δίπλα και μαζί με τους μαθητές του απέναντι στο ίδιο γνωστικό αντικείμενο.

Όλα αυτά, όμως, είναι ζητήματα κυρίως της εκπαιδευτικής πολιτικής. Αυτή καθορίζει τον χαρακτήρα του σχολείου και της διδασκαλίας. Έτσι, η ένταξη των Νέων Τεχνολογίων στην εκπαίδευση παρουσιάζεται σαν το σύγχρονο βήμα που πρέπει να κάνουμε, αλλά η τάξη παραμένει αναλλοίωτη, υποβάλλει τη μετωπική διδασκαλία και διδάσκει περισσότερο πειθάρχηση και υπακοή και λιγότερο γνώση. Οι νέες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται με εργαλειακή λογική χωρίς να τίθεται το ζήτημα της κριτικής χρήσης τους, της κριτικής των αναλυτικών και ωρολόγιων προγραμμάτων, των δομών του σχολείου, κλπ. Οι μαθητές παρακολουθούν και δεν αυτενεργούν. Οι νέες τεχνολογίες με τον τρόπο αυτό, μετά το ξεθάμπωμα της γυαλιστερής έκπληξης, αφήνουν περισσότερη πλήξη, κάνουν το σχολείο ακόμη πιο αφόρητο.