«Αφιέρωμα στην Emily Dickinson (ποιήματα & επιστολές)» της Κατερίνας Φωτιάδου«Αφιέρωμα στην Emily Dickinson (ποιήματα & επιστολές)»

Γράφει η Κατερίνα Φωτιάδου

Κατά τη δεσπόζουσα άποψη, η ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον (Emily Dickinson 1830 – 1886) ανήκει στην πιο σημαντική προσφορά της αμερικανικής λογοτεχνίας. Έζησε σε εκείνη τη σημαδιακή χρονική περίοδο του δέκατου ένατου αιώνα, όπου εντελώς ξαφνικά, άρχισαν να εμφανίζονται διάφορα λογοτεχνικά έργα που εμφορούνταν από έναν ομοιόμορφο χαρακτήρα και ένα κοινό σύστημα αξιών.

Μέχρι τα εικοσιπέντε της, η Έμιλυ ήταν σαν όλες τις άλλες κοπέλες στα χωριά της Νέας Αγγλίας. Στις αρχές του 1850 ανήκε σε μια γενιά φιλαναγνωστών και φυσιολατρών που πήγαιναν εκδρομές στα δάση. Δείγματα απομόνωσης άρχισε να εκδηλώνει κατά το πέρασμά της δεκαετίας όλο και πιο συχνά και πιο απόλυτα.

Μονάχα δυο φορές έχασα τόσα

Κι έγινε αυτό στην χλοερή την γη

Δυο φορές εμπρός καθώς ο επαίτης

Στην πύλη του Θεού χω σταθεί!

                           ***

Οι Άγγελοι δυο φορές κατήλθαν

Το απόθεμα μου για να επιστραφεί

Κλέφτη, Τραπεζίτη – Πάτερ

Γι ακόμη μια φορά είμαι φτωχή!

Το 1862, έγραψε 366 ποιήματα μέσα σε ένα χρόνο, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ πριν, 141 το 1863, 174 το 1864, 85 το 1865, και κάθε χρόνο έγραφε 10 με 50 ποιήματα ετησίως. Επομένως, η μεγαλύτερη παραγωγικότητα της, εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, που ήταν το πιο καθοριστικό ιστορικό γεγονός στη ζωή της.

Μετά το τέλος του Εμφυλίου, η Ντίκινσον απομονώθηκε τόσο πολύ κοινωνικά, ώστε άρχισε να γίνεται ένας «τοπικός θρύλος». Το 1868 ο Χίγκινσον την προσκάλεσε να πάει στη Βοστόνη για να συμμετάσχει σε συγκεντρώσεις, γυναικείων, λογοτεχνικών συντροφιών. Εκείνη του απάντησε σε μια επιστολή: « Αν θα σας ήταν απολύτως βολικό να ταξιδέψετε μέχρι εδώ πέρα στο Άμερστ θα χαιρόμουν πολύ, μα εγώ δεν διαβαίνω τον περίβολο του Πατέρα μου προς οποιοδήποτε σπίτι ή πόλη».

Το βλέμμα της Οδύνης μου αρέσει

Γιατί γνωρίζω ότι είναι αληθινό

Οι άνθρωποι δεν ψεύδονται στους Πόνους

Μήτε και προσποιούνται στο Σπασμό

                                 ***

Τα μάτια μια φορά φεγγίζουν -και είναι

Ο Θάνατος- που ψεύδη δεν χωρεί

Χάντρες πάνω στο Μέτωπο πλεγμένες

Σε γυμνωμένη γύρω Συντριβή

Άρχισε να παραμένει στο δωμάτιο της ακόμη κι όταν έρχονταν επισκέπτες και τους μιλούσε πίσω από την πόρτα αντί για πρόσωπο με πρόσωπο.

Το ντύσιμο της Ντίκινσον έγινε μύθος στο κουτσομπολιό της μικρής πόλης. Με άλλα λόγια και οι φορεσιές που προτιμούσε συνέβαλαν στη διάδοση ότι η Έμιλυ ήταν «διαφορετική» από όλους τους άλλους. Ο αδελφός της και η οικογένεια του προσπάθησαν να την προστατέψουν με το να αρνούνται να μιλούν γι αυτήν στους ντόπιους. Όταν η Ντίκινσον συνάντησε τον Χίγκινσον, ήταν ντυμένη στα λευκά, κάτι που είχε γίνει συνήθειά της, περίπου από την εποχή που απεβίωσε, ο Γουάντσγουέρθ, (1861-1862). Αργότερα τα λευκά έγιναν το αποκλειστικό ντύσιμό της.

Η Ψυχή διαλέγει τους Ομοίους της

Μετά σφαλνά τη Θύρα

Στη θεϊκή πλειοψηφία της

Άλλον να εισβάλλει δεν αφήνει

                         ***

Ακλόνητη μετρά τους Ηνιόχους που σταματούν

Στην Ταπεινή της Πύλη

Ακλόνητη ο αυτοκράτωρ το γόνυ κλίνει

Επάνω στο χαλί της

                         ***

Την ξέρω από μεγάλο έθνος

Διαλέγει Έναν

Μετά τις Βαλβίδες κλείνει της προσοχής της

Σαν Πέτρα

Το φόρεμα από μόνο του δεν θα έφτανε να δημιουργήσει έναν μύθο ανάμεσα στους ντόπιους γύρω από την Έμιλι. Ήταν ένα τυπικό, βαμβακερό φόρεμα που το φορούσε μέσα στο σπίτι κι όταν έκανε καθημερινά δουλειές. Ήταν αναμφίβολα ο αναχωρητισμός της υπερβολικός ή άνευ εμφανούς λόγου που συνέβαλε στο να δώσει την εντύπωση της «περίεργης». Για παράδειγμα το 1867 μιλούσε στους επισκέπτες της πίσω από μια πόρτα και γενικά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής της απέφευγε να τους αντικρύσει. Έτρεχε μακριά από την μπροστινή είσοδο όταν άκουγε χτύπημα στην πόρτα. Ελάχιστοι ντόπιοι την είχαν δει τότε, και όποτε συνέβη αυτό ήταν πάντα λευκοντυμένη.

Η Έμιλι άφησε ρητή εντολή να κάψουν όλη την αλληλογραφία της μετά το θάνατό της, και η Λαβίνια ατυχώς την εκτέλεσε. Μπορούμε να φανταστούμε, όμως την έκπληξή της, όταν βρήκε περισσότερα από δυο χιλιάδες ποιήματα και σημειώσεις μέσα σε ένα σεντούκι μαζί με τη δαγεροτυπία της Έμιλι όταν ήταν περίπου δεκαέξι ετών.

Η καρδιά αποζητά την Ηδονή αρχικά

Κι έπειτα εξαίρεση από τον Πόνο

Κι έπειτα εκείνα τα μικρά Αναλγητικά

Που νεκρώνουν το βάσανο

                           ***

Και έπειτα να πάει να κοιμηθεί

Και έπειτα εάν εισακουόταν

Από τον Ανακριτή της

Το προνόμιο να πεθάνει

Τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό της Ντίκινσον, δηλαδή το 1890 δημοσιεύτηκαν τα Ποιήματά της. Η πρώτη αυτή συλλογή ποιημάτων της περιελάμβανε 115 ποιήματα.

Συνοψίζοντας το χρονικό των εκδόσεων των έργων της Ντίκινσον είναι σημαντικό, καθώς αυτές επηρέασαν την δημόσια αποδοχή της. Αφότου κυκλοφόρησε η ολοκληρωμένη συλλογή των ποιημάτων της το 1955, η σχετική ερευνητική δραστηριότητα απογειώθηκε. Επιπλέον το ενδιαφέρον για την ποίηση της Ντίκινσον αυξήθηκε, καθώς οι νεώτερες εκδόσεις των έργων της παρέμεναν πιο πιστές στο όραμα της συγγραφέως.

Αν σταματήσω μια Καρδιά που πάει να σπάσει

Δεν ήρθα μάταια στη ζωή

Αν απαλύνω κάποιου την Οδύνη

Ή ηρεμήσω άλλου τον Πόνο

                           ***

Ή βοηθήσω το μισολιπόθυμο Κοκκινολαίμη

Να μπεί ξανά μες στη Φωλιά

Δεν ήρθα μάταια στη ζωή.

Το κύριο και βαρύτερο εμπόδιο στην απόδοση των ποιημάτων της Ντίκινσον είναι η υποχρέωση του μεταφραστή να σηκώσει μεμιάς το πέπλο της αμφισημίας που στολίζει τις λέξεις της. Η μοναδική αυτή αρετή της ποίησης της, που είναι η αμφισημία και η ταυτόχρονη λιτότητα, χάνεται τότε αμέσως, όπως και το πολύπλοκο παιχνίδι των συνειρμών. Η μετάφραση εξαρτάται από την ερμηνεία της ποίησης. Δεν είναι εντελώς γλωσσολογική η λειτουργία του ποιήματος. Τι σημαίνουν οι λέξεις του; Πως συνδέονται για τον ποιητικό σκοπό; Επειδή το κυριολεκτικό νόημα πολλές φορές, όπως εδώ, είναι ακαθόριστο, αναγκαζόμαστε να δώσουμε υπόσταση στην ποιητική υπόσταση που διαμορφώνει τα ατομικά νοήματα. Το κατά λέξη νόημα δεν μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί με γραμματικά και συντακτικά μέσα. Επιπλέον πολλά ποιήματα της Ντίκινσον είναι προσχέδια ή ημιτελή η ίδια δεν διαλέγει πάντα τη συγκεκριμένη «οριστική» λέξη, μας αφήνει πολλές επιλογές.

Οι πιο καλοί μου Γνώριμοι είναι εκείνοι

Που Λόγια δεν αλλάξαμε Μαζί

Τ Άστρα που άγγελλαν έλα στην Πόλη

Ποτέ δεν Με σκεφτήκαν αγενή

Μόλο που στο Ουράνιο Κάλεσμά τους

Δεν το κατόρθωσα να αποκριθώ

Η ακλόνητη ευλαβική μου Όψη

Αβροφροσύνη τους φαινόταν αρκετή.

________________________________

Βιβλιογραφία

Emily Dickinson, Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά, εκδόσεις Gutenberg.