Από την αρχαιότητα ακόμα πολλοί συγγραφείς έγραψαν για τον αλιευτικό πλούτο του Ευξείνου Πόντου και τη συμβολή του στην ευημερία των Ελλήνων του Πόντου. Το ένα τέταρτο του πόντου βρέχεται από τη μαύρη θάλασσα.

Ο Εύξεινος Πόντος υποδέχεται τα γλυκά νερά πολλών ποταμών στους οποίους ζουν ψάρια και από τα δυο περιβάλλοντα. Δεν υπάρχουν πολλά μεγάλα θηλαστικά και έτσι τα ψάρια είναι προστατευμένα, υπάρχουν βέβαια λίγες φώκιες και δελφίνια. Αποτελεί ένα προστατευμένο φυσικό καταφύγιο για την αναπαραγωγή πολλών ειδών, μέσα σε έναν ιδανικό βιότοπο με πολύ πλούσια τροφή για τα ψάρια. Κοπάδια ψαριών καταφεύγουν στα καθαρά και βαθιά νερά για να εναποθέσουν τα αυγά τους. Τα γλυκά νερά που κατεβάζουν τα ποτάμια συντελούν στην γρήγορη ανάπτυξη των ψαριών.

Πλήθος ψαριών ζούσαν στη θάλασσα αυτή, καθώς και στις εκβολές των ποταμών. Παλαμίδες, τόνοι, ξιφίες, μυλοκόπια, κυπρίνοι, οξύρυγχοι, σκουμπριά, φρίσσες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ένα είδος ψαριού που ονομάζεται αντακαίος, το οποίο δεν έχει αγκαθωτά κόκαλα και το πάστωναν, ενώ ο Στράβωνας καταγράφει την αλιεία του ίδιου είδους θαλάσσιου ζώου στη Μαιωτίδα (Αζοφική θάλασσα).Σε αφθονία βρίσκονταν και τα λαυράκια, μπαρμπούνια, καλκάνια, σαφρίδια, σαργάνες και πολλά άλλα. Τα καλκάνια πήραν το όνομά τους από το σχήμα τους, kalkan στα τουρκικά σημαίνει ασπίδα. Έχει λευκό κρέας και το αρσενικό ζυγίζει 3-4 κιλά.        

Στον μεσογειακό και ορεινό Πόντο υπήρχε επίσης μεγάλη αφθονία ψαριών στα ποτάμια και τους παραποτάμους που διέσχιζαν όλον τον Πόντο. Δυο ψάρια κυρίως είναι σε αφθονία, η πέστροφα και ένα είδος γριβαδιού, το σαζάν. Στο χωριό των γιαγιάδων μου, το Αλτίνογλου Τσιφλίκ, ψάρευαν στους παραπόταμους του Αλυος, οι οποίοι διέσχιζαν το χωριό. Το ποταμάκια είχαν πολλά ψάρια, πέστροφες, κοκκινόψαρα, κιτρινόψαρα και τρελόψαρα. Αυτά τα έλεγαν έτσι, γιατί πηδούσαν σαν τρελά. Ήταν όλα πολύ νόστιμα, σε μεγάλη αφθονία και τα ψάρευαν με τα δίχτυα, αλλά και με τα καλάθια. Σε όλα τα ποτάμια ψάρευαν με τα καλάθια. Το βράδυ τοποθετούσαν τα καλάθια στους καταρράκτες των νερόμυλων, «σο χάρχ» και το πρωί τα εύρισκαν γεμάτα ψάρια.

Το δημοφιλέστερο αλίευμα και το μεγαλύτερο ποσοτικά ήταν τα χαψία. Μοναδικό σε γεύση και νοστιμιά δεν υπάρχει στις ελληνικές θάλασσες. Αλιευόταν από Νοέμβριο μέχρι τον Φεβρουάριο από τα τέλη του οποίου άρχιζαν οι διαδικασίες παστώματος. Το χρώμα του είναι μαύρο και είναι πιο νόστιμο από Δεκέμβρη μέχρι Μάρτιο. Από το μερσίν, οξύρυγχο, έπαιρναν το περίφημο μαύρο χαβιάρι. Μόνον στον Πόντο αλιευόταν αυτό το ψάρι, στη σημερινή Ελλάδα σπανίζει (Πηνειός, Έβρος).Το αλίευαν σε αξιοσημείωτες ποσότητες στα στόμια των ποταμών Αλυος (κιζίλ ιρμάκ) στην Πάφρα, Ίριδος(γεσίλ ιρμάκ) και θερμώδοντα. Το αλίευαν με αγκίστρια, αλλά και με τσεκούρια και πέτρες. Οι παραγόμενοι τόνοι χαβιαριού ξεπερνούσαν τους 10 τόνους ετησίως.

Τα δελφίνια τα αλίευαν σε μεγάλες ποσότητες με πυροβολισμούς, χωρίς δίχτυα. Από αυτά έβγαζαν το δελφινόλαδον το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως για φωτισμό, αλλά και μικρές ποσότητες και στη μαγειρική. Είχε πολύ βαριά μυρουδιά και «έλέρωνε» πολύ. Το έλεγαν πεζίρ ή πεζίργιαγουν (λέξη αραβική με αρχική σημασία λινέλαιον) ή ψαρόλαδον ή απλώς ψαράλ και τα δοχεία όπου το έβαζαν τα ονόμαζαν «ψαρλαδερόν» ή «πεζιρολάηνον». Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποίησαν και περιφρονητικά με την έκφραση: «χαθ΄απατουκές πεζιρολάηνον τ΄ ένουσ΄νε». Περισσότερο έκαναν εξαγωγή αυτού του ψαράλαδου και ελάχιστα το χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι, επειδή προτιμούσαν σαν μαγειρικό λίπος τα περίφημα παχιά ποντιακά βούτυρα. Στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν εξαχθεί 400 χιλιάδες περίπου τόνοι δελφινόλαδον από τα λιμάνια της Τραπεζούντας kαι της Κερασούντος. Σε μερικά χωριά διατηρούσαν το κρέας όπως ακριβώς αναφέρει ο Ξενοφώντας στην Κύρου ανάβαση. Παραθέτω το σχετικό χωρίο: «δελφίνων τεμάχη ἐν ἀμφορεῦσιν ηὑρίσκετο τεταριχευμένα καὶ στέαρ ἐν τεύχεσι τῶν δελφίνων, ᾧ ἐχρῶντο οἱ Μοσσύνοικοι καθάπερ οἱ Ἕλληνες τῷ ἐλαίῳ· [5.4.29].

Η αλιεία ήταν σημαντικός τομέας στην οικονομία του τόπου. Ήδη από τους κλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους η αλιεία βρισκόταν σε βιομηχανική κλίμακα, όπως συμπεραίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα στην περιοχή. Η μεγάλη ποσότητα αμφορέων που βρέθηκαν στις ανασκαφές, χρησιμοποιείτο για την μεταφορά αυτών των ψαριών, τα οποία εμπορεύονταν από την εποχή εκείνη. Το εμπόριο των ταριχευμένων ψαριών, που ονομάζονταν ταρίχη, γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κυρίως στα κλασικά χρόνια. Ταριχευμένες σαρδέλες (αφύαι) εισάγονταν στην Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο. Από την ίδια περιοχή ερχόταν στα πλούσια αθηναϊκά συμπόσια και το περίφημο αβγοτάραχο (ωοτάριχος) από τα αβγά του αντακαίου, μεγάλου ψαριού της περιοχής των εκβολών του Δούναβη, που ονομαζόταν τάριχος αντακαίον.

Πολλά νομίσματα της εποχής αναπαριστούν δελφίνια, ψάρια που αναπηδούν και καβούρια, στοιχεία που επιβεβαιώνουν την οικονομική σημασία της αλιείας.

Τα μέσα αλιείας για πολλούς αιώνες ήταν αρχέγονα, ίδια σχεδόν από την αρχαιότητα. Το πυροφάνι και τα δαδιά ήταν τα βασικά αλιευτικά μέσα. Οι συνθήκες δεν επέτρεπαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τον μεγάλο αυτό θαλάσσιο πλούτο. Τα προϊόντα της αλιείας είναι ευπαθή και δεν υπήρχαν τρόποι συντήρησης τους. Τους έλειπαν ακόμη τα μεταφορικά και συγκοινωνιακά μέσα για την διακίνηση και εμπορία των ψαριών.

*Φωτ.: (epm.gr) η παραλία της Κερασούντας το 1910

Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος

© schooltime.gr