«Ο επαγγελματίας»  διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα«Ο επαγγελματίας»

Διήγημα της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

Βάδισα προς την άδεια στάση χωρίς να βιάζομαι και, προτού καθίσω στο μεταλλικό παγκάκι έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρολόι μου. Οι δύο του δείκτες ακουμπούσαν το δέκα. Έβγαλα το κομπολόι μου και άρχισα να μετράω τις γυαλιστερές μαύρες του χάντρες, χαζεύοντας την κίνηση, μέχρι που την εντόπισα στον απέναντι φωτεινό σηματοδότη, με το δεξί πόδι ελαφρά λυγισμένο προς τα πίσω να φανερώνει πως οι καινούριες κόκκινες γόβες της την στένευαν.

Τι σου είναι οι γυναίκες! Αγοράζουν μικρότερα παπούτσια και ρούχα και έπειτα προσπαθούν να χωρέσουν μέσα τους. «Θα αδυνατίσω» σκέφτονται για τα ρούχα, «θα ανοίξουν» λένε για τα παπούτσια. Ντύνονται και στολίζονται όχι για να αρέσουν σε μας, αλλά για να μπουν στο μάτι της καλύτερής τους φίλης, που θα μπορούσαν να εκτελέσουν για μια Luis Viton σε σχήμα καραμέλας!

Με το πράσινο, διέσχισε κουτσαίνοντας τη λεωφόρο και έφτασε ασθμαίνοντας στη στάση. Η υψηλή για την εποχή θερμοκρασία – ήταν πρωινό Δευτέρας στα μέσα του Νοέμβρη με αυξημένες νεφώσεις, νοτιάδες και υγρασία – κοκκίνιζε τα παραβαμμένα της μάγουλα. Με τα χοντρά δάχτυλα του δεξιού της χεριού ξεκούμπωσε τα δύο πρώτα κουμπιά του μαύρου σακακιού αφήνοντας να φανεί το μεταξωτό κόκκινο φουλάρι, που συντονισμένο με την ανάσα της, ανεβοκατέβαινε.

Απομακρύνθηκα τόσο όσο να μην ενοχλούμαι από το κατσαριδοκτόνο της άρωμα και ταυτόχρονα να μπορώ να την παρατηρώ με άνεση.

Αρώματα, κρέμες και eye liners, ο κόσμος της ευτυχισμένης Ελληνίδας νοικοκυράς. Ακριβά ρούχα, παιδί στο πανεπιστήμιο, σπίτι σε ακριβή συνοικία, τα απαραίτητα εφόδια για μια ευτυχισμένη μικροαστική ζωή.

Ξανακοίταξα πλαγίως τη χοντρή της γάμπα που τσίτωνε το παρδαλογκρί καλσόν της. Εκείνη έπιασε το βλέμμα μου και θεωρώντας το ένδειξη θαυμασμού, άλλαξε πόδι στήριξης και τίναξε προς τα πίσω το αφύσικα ξανθό μαλλί.

Μετά τα σαράντα μεταλλάσσονται όλες σε κλώνους της Barbie. Αλλάζουν δόντια, μπαινοβγαίνουν στα ινστιτούτα αισθητικής και τέλος, με μπότοξ, σιλικόνη και πλαστικούς χειρουργούς επιτίθενται στις ρυτίδες. Κυκλοφορούν όλες με την ίδια τραβηγμένη μούρη. Χαμογελούν με τα ίδια σιλικονούχα αφροχείλη αποκαλύπτοντας το ίδιο τετράγωνο χαμόγελο, που με την αφύσικη λευκότητά του βιάζει το μάτι, που είναι εκπαιδευμένο να αναγνωρίζει πρώτα τα μάτια κι έπειτα το στόμα. Η χρυσή εποχή της αισθητικής!

Η κυρία άνοιξε την κόκκινη τσάντα της, ανέβασε τα γυαλιά ηλίου στα μαλλιά της, φόρεσε ένα ζευγάρι τιγρέ γυαλιά πρεσβυωπίας – από αυτά που αγοράζεις με το κιλό στην Αθηνάς – πήρε το ροζ κινητό και με ρυθμό χελώνας έγραψε κάποιο μήνυμα. Το μήνυμα εστάλη. Χαμόγελο, αναμονή. Πλάγιες ματιές στην τσάντα, ηχητικό σήμα. Ένα καινούριο μήνυμα ελήφθη. Ξανά γυαλί και χαμόγελο, τίναγμα της κόμης προς τα πίσω, βαθειά ανάσα.

Έπειτα, έβγαλε ένα μπορντό πορτοφόλι και, αφού τράβηξε ένα εισιτήριο με τις αιχμηρές άκρες των ιλουστρασιόν κόκκινων νυχιών της, το ξανάβαλε στην θέση του ξεχνώντας το φερμουάρ της τσάντας ανοιχτό. Πάντα απρόσεχτες. Πουλούν ακόμα και την ψυχή τους στον διάβολο για να αποκτήσουν πολυτέλεια και μετά την εκθέτουν στα μάτια της γειτόνισσας . Τι να τα κάνεις τα πλούτη αν δεν υπάρχουν άλλα μάτια να τα δουν!

Η στάση άρχισε να γεμίζει. Το βλέμμα μου ανηφόρησε τη λεωφόρο και εκεί που αντάμωσε τις πολυκατοικίες της στροφής, είδα το λεωφορείο . Οι υποψήφιοι συνεπιβάτες μου στριμώχτηκαν στο άνοιγμα της στάσης και μου έδωσαν την ευκαιρία μέσα στην βαβούρα να την πλησιάσω, τόσο που να αγγίζω ελαφρά τον δεξιό της ώμο με την εξωτερική επιφάνεια του αριστερού μου βραχίονα. Δεν έδειξε κανένα σημείο απέχθειας. Αύξησα την πίεση, εκείνη δεν δυσανασχέτησε.

Οι πόρτες άνοιξαν. Την άφησα να περάσει μπροστά μου για να δω τους φουσκωτούς μηρούς της να αποκαλύπτονται στα σκαλιά και τα κόκκινα παπούτσια της να χάνονται στον διάδρομο. Οι πόρτες έκλεισαν και εγώ χωρίς να βιάζομαι πήρα την πρώτη αδιέξοδο πάροδο που κατέληγε στο μοναδικό αλσύλλιο του προαστίου.

Κάτω από τις βαθιές σκιές των δέντρων, έβγαλα το μπορντό πορτοφόλι από την αριστερή εσωτερική τσέπη μου με το δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού χεριού μου, πήρα από την μεγάλη θήκη τα χαρτονομίσματα και κοίταξα φευγαλέα τις άλλες θήκες απομακρύνοντας τες προς τα πάνω με το νύχι του αριστερού μου δείκτη. Σκούπισα καλά το δέρμα με το λευκό μαντήλι μου και το πέταξα φεύγοντας στον σκουπιδοτενεκέ αφού έλεγξα καλά το πεδίο .

Ένας επαγγελματίας της δικής μου κλάσης αποχωρίζεται το συντομότερο δυνατόν στοιχεία και πειστήρια ενοχής.

 

 Δείτε επίσης: «Διηγήματα – άρθρα» της Χρυσούλας Σ. Γεωργούλα

 

Η Χρυσούλα Σ. Γεωργούλα

Γεννήθηκε στην Πλατανούσα Ιωαννίνων, είναι απόφοιτος της οδοντιατρικής σχολής Αθηνών και εργάζεται στην Αθήνα. Διακρίθηκε στον 1ο  Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης «Γιάννης Φάτσης» του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με το ποίημα «Πέτρα» που δημοσιεύτηκε στη συλλογή «Περνούν οι μέρες» και με το διήγημα «Χλόη στις ράγες» στον 2ο διαγωνισμό διηγήματος του Diavasame.gr που δημοσιεύτηκε στο « 19 νέα βήματα» του Diavasame.gr, εκδόσεις Ελευθερουδάκη 2009.