«Μαθησιακές δυσκολίες: τα παιδιά με δυσκολίες στη γραφή και την ανάγνωση» του Βαγγέλη Μπουναρτζή«Μαθησιακές δυσκολίες: τα παιδιά με δυσκολίες στη γραφή και την ανάγνωση»

Γράφει ο Βαγγέλης Μπουναρτζής

 Η πρώτη αναφορά που έχουμε σχετικά με τις μαθησιακές Δυσκολίες χρονολογείται από το 1962 και συγκεκριμένα από τον Samuel Kirk. Έκτοτε έχουμε μια πληθώρα ορισμών σχετικά με τις μαθησιακές δυσκολίες και ακόμη και σήμερα η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε μια διαρκή προσπάθεια για την βελτίωση του ορισμού .Ένας ευρέως αποδεκτός ορισμός θα μπορούσε να είναι ο παρακάτω : οι μαθησιακές δυσκολίες είναι ένας γενικός όρος που αναφέρεται σε μια ανομοιογενή ομάδα διαταραχών οι οποίες εκδηλώνονται με σημαντικές δυσκολίες στην πρόσκτηση και στη χρήση ικανοτήτων ακρόασης, ομιλίας, ανάγνωσης, γραφής, συλλογισμού ή μαθηματικών ικανοτήτων.

Γενικότερα, υπάρχουν πολλά σημάδια που δείχνουν αν το παιδί έχει μαθησιακές δυσκολίες, ωστόσο, η διάγνωση των μαθησιακών δυσκολιών δεν μπορεί να γίνει πριν την ηλικία των 9 ετών. Πιο συγκεκριμένα, πολλά παιδιά μπορεί να φαίνονται πάρα πολύ έξυπνα, αλλά παρ’ όλα αυτά, μπορεί να αντιμετωπίζουν προβλήματα με τα μαθήματα τους και με τον καιρό αρχίζουν να συνειδητοποιούν τις δυσκολίες τους, δίχως να γνωρίζουν τον λόγο που δυσκολεύονται. Αρχικά μειώνεται η αυτοεκτίμησή τους και προσπαθούν να αποφύγουν τις σχολικές εργασίες, ενώ παράλληλα βρίσκονται σε μια διαρκή προσπάθεια, για να αντισταθμίσουν τις δυσκολίες που δημιουργούνται από την χαμηλή σχολική τους επίδοση .

Χαρακτηριστικά ,ο Piaget αναφέρει πως ο νους του παιδιού υφαίνεται συγχρόνως σε δύο διαφορετικούς «αργαλειούς» που κατά κάποιο τρόπο είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο. Η εργασία που γίνεται στο κατώτερο επίπεδό είναι, τα πρώτα χρόνια, η σημαντικότερη. Αντίθετα, το ανώτερο επίπεδο χτίζεται σταδιακά από το κοινωνικό περιβάλλον, του οποίου η πίεση επιβάλλεται όλο και περισσότερο στο παιδί .Είναι το επίπεδο της αντικειμενικότητας, της γλώσσας, των λογικών εννοιών δηλαδή της πραγματικότητας. Αυτό το ανώτερο επίπεδο είναι εξαιρετικά εύθραυστο.

«Ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες έχει επαρκή νοητική ικανότητα, συναισθηματική σταθερότητα και οι αισθητηριακές λειτουργίες του δεν έχουν εμφανείς βλάβες, Παρουσιάζει, όμως, ορισμένες ανεπάρκειες στις διαδικασίες αντίληψης, ολοκλήρωσης και έκφρασης που παρεμποδίζουν την αποτελεσματικότητα της μάθησης», ορισμός που έχει διατυπώσει ο Bannatyne.

Η κατάταξη των μαθησιακών δυσκολιών σε κατηγορίες είναι οι εξής:

1.Δυσκολία στην ομιλία και στον λόγο. Αφορά τις δυσκολίες στην παραγωγή και κατανόηση του προφορικού λόγου. Τέτοιες μπορεί να αφορούν την παραγωγή ήχων, τη μετατροπή ιδεών σε λόγο ή την κατανόηση των λεγομένων του συνομιλητή .

2.Δυσκολία στον μαθηματικό λόγο. Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει τις δυσκολίες στην αναγνώριση αριθμών και μαθηματικών συμβόλων, στην απομνημόνευση της προπαίδειας, στην κατανόηση αφηρημένων μαθηματικών εννοιών και στην επίλυση μαθηματικών προβλημάτων.

3.Λοιπές δυσκολίες. Η συγκεκριμένη κατηγορία αυτές τις δυσκολίες, οι οποίες επηρεάζουν σαφώς τη διαδικασία της μάθησης και μπορούν να ενταχθούν κάτω από τον όρο «μαθησιακές δυσκολίες», χωρίς να εμπίπτουν σε μία από τις παραπάνω κατηγορίες. Τέτοιες είναι οι οπτικό-κινητικές διαταραχές .

4.Δυσκολίες που αφορούν στον γραπτό λόγο. Οι δυσκολίες αυτές αφορούν προβλήματα στην αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου, προβλήματα ορθογραφίας και, γενικότερα, προβλήματα στην παραγωγή γραπτού λόγου. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται και η περισσότερο γνωστή περίπτωση της δυσλεξίας, η οποία συχνά αναφέρεται και ως «ειδική μαθησιακή δυσκολία».

Τα πιο συνήθη συμπτώματα είναι: περιορισμένη αναγνωστική ικανότητα, δυσκολία στο να ακολουθεί το παιδί οδηγίες, φτωχή μνήμη, διάσπαση προσοχής, δυσκολία στο να ξεχωρίζει μεταξύ τους τα γράμματα, τους αριθμούς και τους ήχους, προβλήματα στον οπτικό-κινητικό συντονισμό και δυσκολία στη σειροθέτηση. Μία πιο αναλυτική λίστα περιλαμβάνει τα παρακάτω :

  1. Υπερκινητικότητα.
  2. Έχει δυσκολία στο να προφέρει λέξεις.
  3. Ανώριμη ομιλία.
  4. Μη αναμενόμενη/ακατάλληλη συμπεριφορά σε καθημερινές καταστάσεις.
  5. Δεν μπορεί να ακολουθήσει οδηγίες που προέρχονται από διαφορετικές πηγές.
  6. Μπορεί να λέει κάτι και να εννοεί κάτι άλλο.
  7. Δυσκολεύεται να πειθαρχήσει.
  8. Αντιστρέφει γράμματα ή τα βάζει σε λάθος θέση – παράδειγμα. «θ» αντί «β», «ε» αντί «3» κ.λπ.
  9. Δυσκολεύεται να κατανοήσει λέξεις ή έννοιες.
  10. Έχει δυσκολία στο να οριοθετηθεί χρονικά και να ξεχωρίσει το αριστερό από το δεξί.
  11. Δεν μπορεί να οργανώσει εύκολα τον χρόνο του και να συντονίσει τις ενέργειές του για την επίτευξη κάποιου στόχου.
  12. Δεν προσαρμόζεται όταν απαιτείται αλλαγή.
  13. Δεν ακούει και δεν θυμάται καλά.
  14. Εύκολα ξεχνάει.
  15. Έχει καθυστερημένη γλωσσική ανάπτυξη.
  16. Έχει καθυστερημένη (αδρά ή λεπτή) κινητική ανάπτυξη.
  17. Έχει πρόβλημα στο να ονομάσει οικεία/γνώριμα πρόσωπα και πράγματα.
  18. Παρορμητικότητα.

Αν υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιο παιδί να παρουσιάζει κάποια από τα παραπάνω τότε πρέπει να εξετασθεί. Εάν παρουσιάζει μόνο μερικά από τα παραπάνω συμπτώματα δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχει – ειδική – μαθησιακή δυσκολία, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι εμφανίζουν περιστασιακά ορισμένα από αυτά τα συμπτώματα κάποια στιγμή στη ζωή τους.

   Όσον αφορά το σχολείο, τα παιδιά με διαταραχές λόγου παρουσιάζουν τα παρακάτω προβλήματα:

  1. Λειτουργικές λέξεις δεν χρησιμοποιούνται ή χρησιμοποιούνται λανθασμένα, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η υποτακτική σύνταξη ή ο λόγος να γίνεται ακόμα και τηλεγραφικός.
  2. Προβλήματα στη γραμματική και το συντακτικό, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στο σχηματισμό προτάσεων.
  3. Η ικανότητα απομνημόνευσης είναι περιορισμένη.
  4. Υπάρχει δυσκολία στις αντίθετες έννοιες.
  5. Δυσκολεύονται στην επανάληψη καθημερινών στερεότυπων εκφράσεων (καλημέρα σας, ευχαριστώ, αντίο σας).
  6. Παρατηρούνται μετατοπίσεις ή και υποκαταστάσεις φθόγγων που φθάνουν ακόμα και σε νεολεξίες.

Ας δούμε συνοπτικά πιο συγκεκριμένες διαταραχές και δυσκολίες:

Η δυσλαλία: Η δυσλαλία αφορά κυρίως προβλήματα φώνησης που εντοπίζονται από το 4ο ή 5ο έτος της ηλικίας του παιδιού εφόσον λέμε πως έχει ξεκαθαρίσει πλέον η ομιλία του παιδιού έχει ξεκαθαρίσει .Πολλές φορές συνυπάρχει µε δυσγραµµατισµό ή µε μειωμένο λεξιλόγιο ή µε άλλες διαταραχές του λόγου.

Επιλεκτική αλαλία: Τα παιδιά συνήθως μιλούν όταν βρίσκονται στο οικογενειακό τους περιβάλλον, ανάµεσα σε οικεία πρόσωπα, αλλά δεν μιλούν στο σχολείο ή σε παρέες συνομηλίκων. Τα αίτια αυτής της διαταραχής είναι ψυχολογικά, ενώ κάποιες φορές το παιδί µε επιλεκτική αλαλία έχει υποστεί κάποιο σοκ. Η διαταραχή αυτή είναι εξαιρετικά σοβαρή και πρέπει να αντιμετωπιστεί από παιδοψυχίατρο ή ψυχολόγο.

Δυσαρθρία: Αφορά την διαταραχή στην άρθρωση, η οποία οφείλεται σε κακό συντονισµό των οργάνων φώνησης.

Αναγραμματισμός ή δυσγραµµατισµός: σχετίζεται με το μορφωτικό επίπεδο του παιδιού, το οποίο δεν µπορεί να σχηματίσει προτάσεις στον προφορικό και γραπτό λόγο, οι οποίες να είναι σωστές από γραμματικής και συντακτικής άποψης. Το παιδί, δηλαδή, δεν µπορεί να τοποθετήσει στη σωστή σειρά τις λέξεις της πρότασης, να χρησιμοποιήσει τη σωστή κλίση των λέξεων και να συντάξει σωστά την πρόταση. Η δυσκολία αυτή µπορεί να εμφανίζεται μόνης της ή να συνυπάρχει µε άλλες διαταραχές

 Καθυστέρηση του λόγου: Δυστυχώς, τα παιδιά που έχουν ελαφριά καθυστέρηση του λόγου παραμελούνται και δεν εντοπίζονται έγκαιρα. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα η διαταραχή να δυσχεραίνει πολύ τη σχολική τους απόδοση, καθώς τα παιδιά δεν μπορούν, ούτε να γράψουν ούτε να διαβάσουν µε ευκολία.

Δυσλεξία: Η δυσλεξία είναι μία ειδική μαθησιακή δυσκολία η οποία παρουσιάζεται σε άτομα με καλό νοητικό δυναμικό, ως δυσκολία στη χρήση και επεξεργασία του γραπτού ή προφορικού λόγου .Η δυσλεξία, η οποία είναι μια ανεπάρκεια στην ανάγνωση, στη γραφή και στη μάθηση γενικότερα, αφορά όλους μας. Είναι επίσης πολύ γνωστό ότι η δυσλεξία μπορεί να προκαλέσει την «καθρεφτίζουσα» γραφή γραμμάτων και αριθμών. Αν και αυτές φαίνονται να είναι οι πλέον προφανείς εκφάνσεις, ωστόσο υπάρχουν και άλλες ενδείξεις οι οποίες προειδοποιούν για μια μαθησιακή ανεπάρκεια, η οποία ονομάζεται δυσλεξία. Σχετικά με την διάγνωση εάν η αιτία των αναγνωστικών προβλημάτων είναι η δυσλεξία, πρέπει να αξιολογηθεί μια δέσμη εγκεφαλικών λειτουργιών με: τα κινητικά τεστ, τα ακουστικά τεστ, τα οπτικά τεστ και τα τεστ διαδοχής.

Σχετικά με τα εργαλεία αξιολόγησης, πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνουν πολλά τεστ και κατά προτίμηση περισσότερες από μία μετρήσεις κάθε αισθητηριακής περιοχής η οποία πρέπει να εξεταστεί. Είναι σημαντικό επίσης να έχουμε λεπτομερές ιστορικό της κληρονομικής κατάστασης, της περιόδου εγκυμοσύνης της μητέρας, της γέννησης, των ασθενειών, της κινητικής και γλωσσικής ανάπτυξης, καθώς και της ανάπτυξης των αναγνωστικών και γραφικών ικανοτήτων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

– Έφη Αθανασιάδη . (2002)Η δυσλεξία και πως αντιμετωπίζεται .Εκ. Καστανιώτης

– Jean Piaget. (2001)H γλώσσα και η σκέψη του παιδιού .Εκδόσεις Καστανιώτη

– Γαλανάκη, Ε. (2003). Θέματα Αναπτυξιακής Ψυχολογίας. Αθήνα: Ατραπός.

– Δράκος, Γ. (1999). Ειδική παιδαγωγική των προβλημάτων λόγου και ομιλίας. Παιδοψυχολογικές και λογοθεραπευτικές στρατηγικές αποκατάστασης στην προσχολική και σχολική ηλικία. Αθήνα: Ατραπός.

– Στασινός, Δ. Π. (2001). Δυσλεξία και σχολείο. Η εμπειρία ενός αιώνα. Αθήνα: Gutenberg.

– Τζουριάδου, Μ. & Μαρκοβίτης, Μ. (1991). Μαθησιακές δυσκολίες. Θεωρία και πράξη. Θεσσαλονίκη: Προμηθεύς.

______________________________________________________

Δείτε ακόμα: «Θέμα… Πολιτισμού» του Βαγγέλη Μπουναρτζή