Τα παρατσούκλια δίνονται από τον κοινωνικό περίγυρο και δεν είναι λίγες οι φορές που επισκιάζουν το οικογενειακό επίθετο, όπως συνέβη στο χωριό μου. Δεν είναι όμως λίγα τα παραδείγματα που τα παρατσούκλια έγιναν επίθετα. Η ελληνική λέξη είναι παρωνύμιο και σώζεται μόνον στην ποντιακή διάλεκτο. Άλλη λέξη ήταν τα προσονείδε από το αρχαίο ελληνικό ονειδίζω.

Η αρχική συσχέτιση της λέξης με ένα άτομο μπορεί να έγινε για ποικίλους λόγους και ακολούθησαν όλη την οικογένεια για γενιές. Εξέφραζαν αρχικά για αυτούς που τα έφεραν ιδιότητες σωματικές, πνευματικές, ηθικές. Άλλοτε αφορούσαν το ντύσιμο, τις συνήθεις ή πράξεις και λέξεις που συνήθιζε το άτομο, το επάγγελμα, την σύγκριση με τα ζώα. Είναι πολύ δύσκολο να εξιχνιάσουμε πότε και γιατί δόθηκαν τα παρατσούκλια σε αυτούς που τα έφεραν αρχικά. Στο χωριό μου, Κλείτος Κοζάνης επαρχία Εορδαίας, οι κάτοικοι τα έφεραν τα περισσότερα από τον πόντο. Δεν τους ενοχλούσαν και δεν θυμάμαι ποτέ να δυσαρεστήθηκε κάποιος, ήταν αποδεκτά από την κοινωνία και μάλιστα απαραίτητα, λόγω συνωνυμιών.

 Τα παρωνύμια των γυναικών είναι πολύ λιγότερα συγκριτικά με αυτά των αντρών και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο κοινωνικός τους βίος είναι πιο περιορισμένος. Τα γυναικεία «προσονείδε» συνήθως προέρχονταν από τα αντίστοιχα των αντρών τους. Συχνή ήταν η σλάβικη κατάληξη –άβα σ αυτά. Αλογάβα (από το αλογάς), κακάβα (από το Κυριάκος-κακάς), πογιατζάβα (από το πογιατζής= ελαιοχρωματιστής), ζουρνατζάβα (ζουρνατζής=αυτός που έπαιζε ζουρνά), κολοθάβα. Κάποια άλλα προέρχονταν από την τούρκικη γλώσσα όπως αρκιτσίνα (από το sarki=τραγούδι), τζινίκα=κλαψιάρα, ταζάβα (από το τούρκικο taze=φρέσκο), ζιλτούρα (από το zil=κουδούνι). Ακόμα και από άλλες γλώσσες τζαγάνα (από το ισπανικό zangano=κάβουρας), πούζτη (πιθανολογώ από το ιταλικό bugia=ψεύτης) ή ακόμα από το πουτζή= νεανίς, κόρη. Υπήρχε και το παρατσούκλι μανιτσή, πιθανολογώ ότι είναι το αντίστοιχο του μανίτσα. Η κοκκυμελού (κοκκύμελο = δαμάσκηνο στα ποντιακά), η πουπούλα ίσως από το πούπουλο για γυναίκες αφράτες, αλλά αεράτες.

Ο ανδρικός πληθυσμός του χωριού μου είχε μεγάλη ποικιλία σε παρατσούκλια. Είχαν σχεδόν όλοι, αν όχι όλοι. Αυτά είχαν σχέση με ιδιότητες σωματικές, πνευματικές, ηθικές των ανθρώπων που τα έφεραν αρχικά από τον πόντο πολλές φορές και ακολουθούν ακόμα και σήμερα τους απογόνους τους. Κάποια από αυτά έγιναν και επώνυμα ήδη από τον πόντο. Ο τσούλος είναι ο σκύλος που με τσιτακισμό έγινε τσούλος, το απέδιδαν και σε ανθρώπους που ξανακοίταζαν έγγαμες ή χήρες. Κατά μια άλλη εκδοχή που έψαξα, στον πόντο έλεγαν τσούλο και τον ομορφάντρα από το ισπανικό cholo, δεν είναι απίθανες οι ισπανικές επιρροές, γιατί υπήρχαν εμπορικές σχέσεις με τους ισπανούς. Τα περισσότερα όμως είναι τούρκικα. Ο σαντουρτς (sadik=πιστός), τόνος (tono=άνθρωπος δυσκίνητος), γαπαχτζής ή καπακζής (από το καλπάκι=είδος καπέλου), ο σέρτο (serto=σκληρός), ο χάλο ( hale= θείος ).

Αρκετά αφορούσαν σωματικά χαρακτηριστικά. Τσαχούρτς είναι αυτός που έχει σταχτογάλαζα μάτια, κόβο ο πρασινομάτης, πόζο είναι ο καστανός, γαρα-Νικόλας( ήταν πολύ μελαχρινός). Το χρώμα του προσώπου επίσης έδινε παρατσούκλι, ο κανέλτς, ο κόκκινο, ο μάβιλης, mavi αραβοτουρκικό και σημαίνει γαλάζιος. Αλλά και η σωματική διάπλαση έφερνε τα αντίστοιχα παρατσούκλια, συνήθως οι αντιθέσεις. Ο κουσκουρ-Παύλος λεγόταν έτσι γιατί είχε ραχιτισμό, κουσκουρ ήταν οι σβουνιές των ζώων που είχαν το σχήμα της καμπούρας, η λέξη κουσκούρ είναι αρμένικη. Ο Τεντελ-Γιαννες είχε  πάρκινσον ( tentel=τρέμω), σισμάντς είναι ο παχύς (sisman=παχύς), κούσπο (kuspe=κοντόχοντρος), ο Κακούλτς (kakul= βόστρυχος που κρέμεται στο πρόσωπο), κουτσιουκς( από το περσικό kucuk=μικρόσωμος), σίσκο (siska=καχεκτικός). Τζιλέας από το αρχαίο ρήμα τιλώ=αφοδεύω, που με τσιτακισμό γίνεται τσιλώ, ο κουτέκς από το ονοματοποιημένο κουτ-κουτ  προς τα σκυλιά =μαγεύω με θωπείες, εξαπατώ. Ο πουζούκς και η πουζουκίνα από το τούρκικο buzuk= εξάχορδη κιθάρα. Από τα μουσικά όργανα είχαμε και άλλα παρατσούκλια: ο ταγουλτζής (έπαιζε νταούλι), ο ζουρνατζής(έπαιζε ζουρνά).

Ο τάραχτας, αυτός που προκαλεί ταραχές, έριδες (από το ταράσσω), ο σέρανλης (αυτός που του αρέσει να χορεύει σέρα), τοτόρης ο Θεόδωρος στα ποντιακά. Ανθρώπινες ιδιότητες εκφράζονται με ονόματα ζώων. Ο αλεπόν (αλεπού), ο Ασλάντς (ασλάν = λιοντάρι),ο τσάκαλον(τσακάλι), ο κούρτο (kurt=λύκος ), η τζαγάνα (καβούρι), ο καρτσίλτς (πετρόψαρο). Από φυτά, όπως ο κουρούκς (κουρούκ=είδος ελατόδεντρου). Από φαγητά όπως ο κορκοτάς, ο χασιλάς, ο πλουγουράς.

Άλλα πάλι δήλωναν καταγωγή, όπως ο Σαντάλτς, ο καταγόμενος από την Σάντα, ο Σινέκς από την Σίδα, χωριό της Χαλδίας. Κάποια άλλα προέρχονται από άλλες γλώσσες πέραν της τουρκικής. Ο Ταλτούρτς από το λατινικό daldirma (βύθιση) είναι ο τσαλαβούτας, άλλος συγχωριανός μας της πρώτης γενιάς ποντίων αποκαλείτο ο Λετίντς, γιατί ήξερε λίγα λατινικά και φρόντιζε πιθανόν να τα επιδεικνύει. Ο φερλάχς από το fellah φελάχος, μεταφορικά εδώ σήμαινε τον ακατάστατο.

Μοναδική χαρακτηρίζεται η περίπτωση συγχωριανού μας ο οποίος είχε παρατσούκλι από το όνομα της γυναίκας του, ήταν ο ρεφίλτς, από το όνομα της γυναίκας το Εριφύλη-ρεφίλη. Αυτό συνέβαινε σε περιπτώσεις που η γυναίκα είχε ισχυρή προσωπικότητα και επισκίαζε τον άντρα της.

Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος

© schooltime.gr