(Δοκίμιο)
Η τελευταία τραγωδία του Σοφοκλή, «Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ», διδάχτηκε το 402/1 π.Χ. από τον εγγονό του[1]. Σύμφωνα με την εξέλιξη της δράσης, ο τυφλός Οιδίποδας, εξόριστος από τη Θήβα, καταφεύγει με την κόρη του, την Αντιγόνη, στον Ίππιο Κολωνό. Στο έργο γίνονται «αναφορές στην προστατευμένη και πάντοτε ασφαλή Αθήνα»[2]. Στο ιερό τέμενος των Ευμενίδων, ο Οιδίποδας πασχίζει να διασφαλίσει, ως προστάτης της πόλης, το μέλλον της[3].
Στην τοποθεσία αυτή, κάποιος περαστικός τον διώχνει, ενώ παρόμοια αντιδρά ο Χορός των γερόντων Κολωνιατών, μόλις πληροφορείται τη ταυτότητά του. Ο Οιδίποδας αποκαλύπτει ότι, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, θα πεθάνει εκεί, πράγμα που, με επίσημη συμφωνία, του εξασφαλίζει ο βασιλιάς Θησέας[4]. Στο μεταξύ έρχεται η Ισμήνη και αναλαμβάνει τις σπονδές στις θεές. Ανακοινώνει ότι ο Πολυνείκης διώχθηκε βίαια, οργάνωσε εναντίον της Θήβας επίθεση του στρατού του Άργους που έχει ξεκινήσει. Ωστόσο, ο χρησμός προβλέπει ότι, στη διχόνοιά του με τον Ετεοκλή θα υπερτερήσει όποιος στηρίξει ο Οιδίποδας. Συνακόλουθα εμφανίζεται ο Κρέοντας ζητώντας την ενίσχυση του Ετεοκλή, αλλά δεν πείθει τον Οιδίποδα˙ απαγάγει τις κόρες του και ετοιμάζεται να αιχμαλωτίσει τον ίδιο. Ο Θησέας επικρίνει τον Κρέοντα, εξαναγκάζοντάς τον να απελευθερώσει την Αντιγόνη και την Ισμήνη. Όταν παρουσιάζεται ο Πολυνείκης, ζητά τη συνδρομή του πατέρα του, αλλά εκείνος τον καταριέται. Ένας κεραυνός συμβολίζει το επικείμενο τέλος του Οιδίποδα που τελικά βρίσκει γαλήνιο θάνατο. Ο Θησέας συμπαραστέκεται στις κόρες που θρηνούν[5], παρέχοντάς τους την προστασία του.
Διάφορα ζητήματα χρόνου ανιχνεύονται στην τραγωδία, «Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ», μέσω της ιδιαίτερης αφήγησης που χαρακτηρίζεται εσωτερική[6]. Διακρίνεται ένα πλήρες φάσμα αφηγηματικών δυνατοτήτων, με αναφορά σε υλικό και έξω από το χρόνο της ιστορίας[7]. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ενότητα του χρόνου συνυφαίνεται με τη δραματική κατάσταση[8] (κατά τον μύθο, η κατάρα του Οιδίποδα αμαυρώνει το παρόν και ανατρέπει την ελπίδα του μέλλοντος). Ισχύει και η θέση ότι έννοιες της αφηγηματολογίας ανευρίσκονται μεμονωμένα στην τραγωδία, που, ως είδος, δεν επιστρατεύει την αφήγηση, αλλά περιέχει ενσωματωμένες εξιστορήσεις μέσα στα λεγόμενα των προσώπων. Επίσης, δεδομένου ότι υπάρχουν προλήψεις και άλλα αφηγηματικά χρονικά στίγματα, δεν είναι αναγκαίο να μιλάμε για αφηγητή[9].
Εν πάση περιπτώσει, εν μέσω πολλαπλών εστιάσεων, καταγράφεται ότι ο Οιδίποδας εκδιώχτηκε από τη Θήβα μετά από τη συλλογική αποδοκιμασία. Η εξορία του βασίστηκε στην πρωτοβουλία του Κρέοντα, που άλλωστε στήριξαν οι γιοι του Οιδίποδα, Ετεοκλής και Πολυνείκης. Ωστόσο ο Οιδίποδας μονομερώς κατηγορεί αποκλειστικά τον Πολυνείκη (στ. 1354). Στη «ζοφερότερη σκηνή» (στ. 1249-1446) του τέταρτου επεισοδίου, «προτού περάσει ο Οιδίποδας στο χώρο των ηρώων, για να στέλνει από τα βάθη της γης την ευλογία του στους φίλους, αισθανόμαστε τη φοβερή δύναμη της κατάρας του, δύναμη που θα τη διατηρήσει και εκεί κάτω»[10].
Η εναλλαγή αφηγητών-προσώπων που δρουν στη σκηνή στο απόσπασμα (στ. 1346-1439) της σοφόκλειας τραγωδίας είναι δείγμα της μεταβλητής εστίασης. Η συμβουλευτική επισήμανση του Χορού προς τον Οιδίποδα να υποδεχτεί τον γιο του συμβουλεύοντάς τον για χάρη αυτού που τον έστειλε (στ. 1346-1347). Στην υστερόχρονη αφήγηση των συμβάντων, που ακολουθούν τη δράση[11], μέσα από τα λεγόμενα του Χορού αναδεικνύεται η παρέμβαση του Θησέα, που επέτρεψε στον Πολυνείκη να προσεγγίσει τον πατέρα του, να τον παρακαλέσει και τελικά να φύγει άβλαβος. Το ίδιο περιεχόμενο καταγράφεται στα λόγια του Οιδίποδα (στ.1348-1351) που δηλώνει ότι, αν ο Θησέας δεν του έστελνε τον γιο του, Πολυνείκη, με το σκεπτικό ότι είναι φρόνιμο και δίκαιο να τον νουθετήσει, ως πατέρας, δεν θα συνέβαινε αυτό με δική του πρωτοβουλία. Στον υποθετικό λόγο του μη πραγματικού στο παρελθόν, οι ιστορικοί χρόνοι στην υπόθεση («εἰ μὴ ’τύγχαν’») και στην απόδοση («οὔ τἄν ἐπῄσθετο») είναι σε αναλογία με τις μετοχές Αορίστου («προσπέμψας, «πέμψαντος»). Η προτερόχρονη αφήγηση στην παραινετική φράση, «εἰπών…πάλιν», με τη δυναμική της Προστακτικής ως μελλοντικής έκφρασης («ἒκπεμψαι») συνιστά εσωτερική πρόληψη (με γνώμονα ότι η φυγή του Πολυνείκη τοποθετείται εντός της ιστορίας).
Ο Οιδίποδας θεωρείται ομοδιηγητικός αφηγητής και επίσης αυτοδιηγητικός (στ. 1346-1396) επανέρχεται στο παρελθόν και συνάμα προεξοφλεί το μέλλον, αφού είναι αλληλένδετα[12] σε μια διαδικασία χρονικής επιβράδυνσης. Με εσωτερική εστίαση εξετάζονται τα γεγονότα υπό το πρίσμα της κρίσης του ενός χαρακτήρα[13]. Το επίρρημα «ποτ’» (στ. 1351) δείχνει το ενδεχόμενο. Στο στίχο 1353 το ίδιο επίρρημα χρησιμοποιείται στα συμφραζόμενα της κατάρας (εξωτερική πρόληψη), αφού ο αλληλοσκοτωμός των αδερφών δεν εκπίπτει από το πλαίσιο της ιστορίας. Στο στίχο 1352 το επίρρημα «νῦν» επαναφέρει στο αφηγηματικό παρόν, στην αναγκαστική παρουσία του Πολυνείκη. Ο Οιδίποδας λέει ότι τώρα, όπως πρόβαλε την αξίωση, θα φύγει, αφού πρώτα θα του μιλήσει, προκαλώντας του δυσθυμία. Οι Αόριστοι χρόνοι των μετοχών «ἀξιωθείς», «κἀκούσας» (στ. 1352-1353) αποδίδουν τη στιγμιαία αντίδραση. Η Οριστική Μέλλοντα («εἶσι») φανερώνει το πραγματικό στο μέλλον (εσωτερική πρόληψη) και έτσι προοικονομείται η αποπομπή του γιου από τον πατέρα.
Αναδρομή στο παρελθόν (εξωτερική ανάληψη) αναγνωρίζεται στους στίχους 1354, 1356-1357. Αφετηρία της ιστορίας είναι η παρουσία του Οιδίποδα στην Αθήνα. Συγκεκριμένα ο ιστορικός Ενεστώτας («ἒχων») δείχνει τη διάρκεια της βασιλείας του Πολυνείκη. Ο Οιδίποδας τονίζει ότι μέσα στη Θήβα κρατεί τα σκήπτρα της εξουσίας στο παρόν ο αδερφός του («σκῆπτρα καὶ θρόνους» «ἃ νῦν ὁ σὸς ξύναιμος ἐν Θήβαις ἔχει»). Με την Οριστική των Αορίστων («ἀπήλασας», «κἂθηκας») φαίνονται οι ενέργειές του εναντίον του Οιδίποδα[14], δηλαδή η απέλαση, η στέρηση της πατρίδας και η ένδεια (στα πλαίσια της συνοπτικής δράσης, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον Οιδίποδα). Συνήθεις μάλιστα είναι οι αναλήψεις στον πρόλογο των σοφόκλειων δραμάτων, εφόσον τα πρόσωπα συστήνονται μέσα από διηγήσεις του παρελθόντος τους[15].
Στο στίχο 1355 γίνεται αναφορά στο αφηγηματικό παρόν (ταυτόχρονη αφήγηση) σχετικά με την τωρινή διακυβέρνηση της Θήβας από τον Ετεοκλή. Με την αντιστοιχία «ἃς-στολάς» (στ.1357-1358) απεικονίζεται η εξωτερική εμφάνιση του Οιδίποδα άλλοτε και τώρα («νῦν»). η αντίθεση ανάμεσα στη βασιλική φορεσιά και την όψη του ζητιάνου εντοπίζεται, όταν ο Οιδίποδας προτρέπει τον γιο του να εστιάσει στην εικόνα της εξωτερικής του εμφάνισης (τα φτωχικά του ρούχα προκαλούν οίκτο). Ειδικά ο επαναληπτικός Ενεστώτας («δακρύεις») αντιπροσωπεύει την εξακολουθητική συγκινησιακή αντίδραση του γιου του και η τροπική μετοχή σύγχρονα («εἰσορῶν») ενισχύουν την αντίθεση στη συμπεριφορά του˙ με το γνωμικό Παρακείμενο (της κατηγορηματικής μετοχής «βεβηκώς») που εξαρτάται από τον Ενεστώτα, «τυγχάνεις», εξομοιώνεται η τύχη πατέρα και γιου. Ο Οιδίποδας ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει ο Πολυνείκης να κλαίει, αλλά ο ίδιος να υποφέρει όσο θα ζει την οικτρή του κατάσταση.
Η απρόσωπη σύνταξη («οὐ κλαυτά», «οἰστέα») λειτουργεί ως δεοντολογία (στ. 1360-1361). Ο αποπειρατικός Ενεστώτας σημαίνει τη συνέχιση της πράξης στο παρόν και τη συπλήρωσή της[16]. Ο Οιδίποδας λοιπόν αποποιείται τη συμπαράσταση και τον οίκτο του γιου του ολοσχερώς. Η χρονικοϋποθετική πρόταση, «ἓωσπερ ἂν ζῶ» (με Υποτακτική Ενεστώτα και το αοριστολογικό «ἂν»), εκφράζει τη διάρκεια της ζωής και το σημείο παράτασής της[17] στα πλαίσια της εσωτερικής πρόληψης˙ ο προϊδεασμός ενισχύεται από τη μετοχή του μελλοντικού Ενεστώτα («μεμνημένῳ»).
Στους στίχους 1362-1364 εντοπίζεται εξωτερική αναδρομή με την Οριστική Αορίστων («ἒθηκας», «ἐξέωσας»), ώστε καθορίζεται η κακομεταχείριση του Οιδίποδα από το γιο του πρωτύτερα. Διατηρεί στη μνήμη ότι ο Πολυνείκης είναι ο φονιάς του, αφού προκάλεσε τη δυστυχία του εξορίζοντάς τον σε τόπους, όπου αναγκαστικά επαιτεί την τροφή του. Ειδικά η επαναληπτική ανάληψη έχει την έννοια της υπόμνησης του τρόπου ζωής σε μακρά περίοδο (γι’ αυτό χρησιμοποιείται η μετοχή εναρκτικού Αορίστου, «ἁλώμενος»)[18]. Η εκτεταμένη χρονική περίοδος επισημαίνεται με τον εμπρόθετο, «καθ’ ἡμέραν», και το γνωμικό Ενεστώτα, «ἐπαιτῶ»˙ το επίρρημα «τῷδ’» συνάπτει το παρελθόν με το παρόν σε μια εξακολουθητική παράσταση της πτώσης του Οιδίποδα. Ο υποθετικός λόγος (στ. 1365-1366) του μη πραγματικού στην υστερόχρονη αφήγηση («εἰ ἐξέφυσα», «οὐκ ἂν ἦ») σηματοδοτεί τη δυνατότητα στο παρελθόν, με δυνητική Οριστική στην απόδοση. Ο Οιδίποδας πιστεύει ότι, αν δεν είχε αποκτήσει τις θυγατέρες τους να τον φροντίζουν, ο Πολυνείκης δεν θα του συμπαραστεκόταν στις δυσχέρειες.
Σχετικά με την τάξη, η εξωτερική ανάληψη (επαναληπτική) αφορά τα γεγονότα που σημειώνονται και μετά τον ερχομό της Ισμήνης (στ. 337 κ.ἐ.). Με την επισήμανση της ευεργετικής επίδρασης των θυγατέρων του Οιδίποδα, παρατηρείται, αναφορικά με τη χρονική διάρκεια, περίληψη-επιτάχυνση στους στίχους 1367-1369. Ο Οιδίποδας λέει στον γιο του ότι η Αντιγόνη και η Ισμήνη τον προστατεύουν, του δίνουν τροφή και υποφέρουν μαζί του σαν άντρες. Σχετικά με τη συχνότητα, η αφήγηση είναι θαμιστική, εφόσον επισημαίνεται μια φορά η συνδρομή των θυγατέρων του που εκδηλώθηκε πολλάκις. Η επαναφορά στο παρόν- με το χρονικό παροντικό επίρρημα («νῦν») και τον ενεστώτα («ἐκσῴζουσιν»)- ισχυροποιεί την αντίθεση μεταξύ των γιων και των θυγατέρων. Ο Οιδίποδας θυμωμένος λέει ότι είναι πεπεισμένος ότι οι γιοι του είναι παιδιά άλλου πατέρα και όχι δικά του.
Με τον εμπρόθετο προσδιορισμό σκοπού («εἰς τό συμπονεῖν») που αποδίδει μια μελλοντική έκφραση) και τον παρακείμενο («πεφύκατον») διαμορφώνεται η διήγηση στα πλαίσια της εσωτερικής πρόληψης. Η μοίρα του γιου δεν είναι δυσμενής στο παρόν, όπως υποδηλώνει το επίρρημα «πω», σε αντίθεση με την παραβολική πρόταση «ὡς αὐτίκ’» (έτσι η εξωτερική πρόληψη σχετίζεται με το κακό του τέλος). Ο Οιδίποδας λέει στον Πολυνείκη ότι η μοίρα του δεν τον ευνοεί ακόμα, αν είναι αλήθεια ότι οι στρατοί κίνησαν εναντίον της Θήβας. Συνεπώς στον υποθετικό λόγο του πραγματικού στο παρόν, η εσωτερική οπτική, με την εμφανή παράλειψη, φέρνει στην επιφάνεια περισσότερες πληροφορίες από όσες επιτρέπει η εστίαση τη αφήγησης: δηλώνεται η εκστρατεία των Αργείων, που ήδη πραγματώνεται, εναντίον της Θήβας.
Στην ενεστωτική φράση, «οὐ γάρ ἒσθ’ ὃπως», σε συνδυασμό με τους Μέλλοντες («ἐρείψεις», «πεσῇ») και το χρονικό επίρρημα «πρόσθεν», στηρίζεται το περιεχόμενο της εξωτερικής πρόληψης. Προοιωνίζεται η σκηνή του επικείμενου αμοιβαίου θανάτου των γιων του Οιδίποδα. Το σκεπτικό του Οιδίποδα είναι ότι, δεν είναι δυνατόν την πατρική πολιτεία να καταστρέψει ο Πολυνείκης, αλλά μπροστά σε αυτή νεκρός θα πέσει, γεμάτος αίματα μαζί με τον Ετεοκλή.
Συνακόλουθα, με την εξωτερική ανάληψη, πρωτοστατεί η οργή του πατέρα που αντικαθρεπτίζεται στην κατάρα (επιστρατεύεται το ιστορικό επίρρημα «πρόσθε» και ο ιστορικός Παρακείμενος «ἐξανῆκ’»). Παράλληλα επαναδιατυπώνει την κατάρα στο παρόν (με το παροντικό επίρρημα «νῦν» και τον Ενεστώτα «ἀνακαλοῦμαι»). Στις τελικές προτάσεις για την επιβεβαίωση των μελλοντικών αναμενόμενων συνθηκών («ἳν’ ἀξιῶτον…’ξατιμάζητον») με την Υποτακτική γνωμικού Ενεστώτα διαπιστώνεται αποφθεγματικά η αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα του σεβασμού προς το γονιό. Ο Οιδίποδας παραδέχεται ότι τέτοιες κατάρες από πριν είχε ξεστομίσει
για τους γιους του, αλλά τώρα τις επικαλείται, για να επισφραγίσει τον σεβασμό που πρέπει να δείξουν σε εκείνους, που τους γέννησαν.
Η επαναληπτική αναδρομική αφήγηση στην αφετηρία του υποθετικού λόγου («εἰ…ἒφυτον») ανασύρει το δεδομένο της αυτοτύφλωσής του στο παρελθόν. Συνάμα με τον Παρατατικό («οὐκ ἒδρων») εξαίρεται η στάση των θυγατέρων (ενδεικτική είναι η επαναληπτική ανάληψη). Και η παραπομπή στο παρόν (στ. 1380-1382) αφορά την κληροδότηση συμβολικά της βασιλείας-κυβερνητικής κυριαρχίας αποκλειστικά στις κόρες του («κρατοῦσιν», «ἐστίν»)˙ συνάμα διατυπώνεται η υπόθεση για την αξία της ενδεχόμενης εδραίωσης του δικαίου από την πλευρά του Δία. Συγκεκριμένα αναφέρει ο Οιδίποδας ότι, αν συμπορεύεται με τους αρχαίους νόμους η παλιά δικαιοσύνη κοντά στους θρόνους του Δία, η Αντιγόνη και η Ισμήνη διατηρούν τον πατρικό θρόνο
Στους στίχους 1383-1388, ο Οιδίποδας επιρρίπτει κατάρες στο γιο του. Χρησιμοποιείται γνωμικός Ενεστώτας της Οριστικής («καλοῦμαι») και γνωμικός Αόριστος της χρονικής μετοχής του σύγχρονου («συλλαβών»), για την αποτύπωση του πραγματικού· ενδεικτικές είναι οι επισημάνσεις με την Προστακτική και τα απαρέμφατα μελλοντικής σημασίας («ἒρρ’», «κρατῆσαι», «νοστῆσαι», «θανεῖν», «κτανεῖν», «ἐξελήλασαι»). Στα πλαίσια της κατάρας απορρίπτει την ύπαρξη του Πολυνείκη, για να χαθεί σαν σίχαμα δίχως πατέρα, από τους κακούς ο πιο κακός. Θέλει να αποχωρήσει από την Αττική ο Πολυνείκης με εφόδιο τις κατάρες του πατέρα του: μήτε την πατρίδα του να κυριέψει, μήτε πίσω να ξαναπάει ποτέ στο Άργος, αλλά από χέρι συγγενικό να σκοτωθεί, αφού σκοτώσει, εκείνον που τον εξόρισε.
Στο απόσπασμα, «τοιαῦτ’…ἐμβεβληκότα», η κατάρα σαφώς διατυπώνεται με επικλήσεις των Ευμενίδων, του Άρη στο παρόν (ενδείκνυται η χρήση Ενεστώτα «ἀρῶμαι»). Λέει στον γιο του ότι τον καταριέται και επικαλείται το σκοτάδι το αγριωπό του Ταρτάρου που θα τον πάρει μαζί του. Επίσης επικαλείται τις θεές τιμωρούς και οτν Άρη που έβαλε το τρομερό το μίσος ανάμεσα σε εκείνον και τον Ετεοκλή.
Ενδεικτικές είναι οι επαναλήψεις του Ενεστώτα («καλῶ»), ενώ η μετοχή Παρακειμένου («ἐμβεβληκότα») δείχνει το συντελεσμένο. Στην τελική πρόταση («ὣς σ’ ἀποικίσῃ») η Υποτακτική Αορίστου δηλώνει εμφαντικά το δυνατό[19] να περιμένει ο Οιδίποδας το θάνατο. Ο λόγος του Οιδίποδα (στ. 1393-1396) με τις Προστακτικές του Ενεστώτα («στεῖχε», «κἀξάγγελλ’») ολοκληρώνεται με τις επίμονες παραινέσεις οπωσδήποτε να απομακρυνθεί ο Πολυνείκης. Εδράζει η εξωτερική πρόληψη και προσήμανση, όσον αφορά τη διάδοση της κατάρας του που θα βαραίνει τους γιους του. Ο Οιδίποδας διώχνει τον Πολυνείκη με σήμανση στο παρόν, και του συστήνει για το μέλλον να πει σε όλους τους Θηβαίους και στους πιστούς βοηθούς του πως έδωσε ο Οιδίποδας την κατάρα ως βραβείο στους γιους του.
Στην παρέμβασή του ο Χορός, στα πλαίσια εξωτερικής ανάληψης, δηλώνει τη συμπόνια του για τον Πολυνείκη που έκανε μεγάλη προσπάθεια και κόπο να γεφυρώσει το χάσμα με τον πατέρα του, όμως μάταια (στ. 1397-1398). Η επιτατική φράση, «ὡς τάχος», και η Προστακτική του γνωμικού Ενεστώτα, «ἲθ’», υποδηλώνουν προτροπή σε μια πράξη απομάκρυνσης, που επαναλαμβάνεται αόριστα ή κατά συνήθεια[20]. Η αναδρομή στο παρελθόν υλοποιείται με τη μετοχή παθητικού Αορίστου, αποτυπώνοντας τους δρόμους που είχε διασχίσει ο Πολυνείκης, πριν φτάσει εκεί («ταῖς παρελθοῦσαις»).
Στο λόγο του Πολυνείκη (στ.1399-1404) η συνείδηση της πατρικής κατάρας για τον επικείμενο αλληλοσκοτωμό των αδερφών και την αποτυχία της επίθεσης στη Θήβα[21] σηματοδοτείται με επιφωνηματικές διατυπώσεις στο παρόν. Οικτίρει τον εαυτό του για την ατυχία του, οικτίρει και τους φίλους συνοδούς του, για τη μεγάλη απόσταση που χρειάστηκε να διανύσουν από το Άργος ως εκεί και για την κακή έκβαση των κόπων τους.
Στα συμφραζόμενα της εξωτερικής πρόληψης («οἷον…τύχῃ»), διαπιστώνεται ότι θα αποδειχτεί η οργανωμένη επίθεση μάταιη˙ ενδεικτική είναι η χρήση του απρόσωπου Μέλλοντα («ἔξεσθ’»), η επαναφορά (με το χρονικό επίρρημα «πάλιν»), τα απαρέμφατα στιγμιαίου Αορίστου («ἀποστρέψαι», «συγκῦρσαι») σε συνδυασμό με τη μετοχή, «ὂντα», στην ίδια χρονική βαθμίδα. Ο Πολυνείκης λέει ότι δεν μπορεί σε κανένα από τους συντρόφους του να το πει ούτε να τους γυρίσει πίσω, παρά μόνο να υπομείνει την κακή του μοίρα.
Ο Πολυνείκης απευθύνεται στις αδερφές του (στ. 1405-1410), που άκουσαν την σκληρή κατάρα του πατέρα τους. Τις εξορκίζει στους θεούς, αν επιτευχθεί η κατάρα του Οιδίποδα και εκείνες επιστρέψουν στην πατρίδα, να τον θάψουν με τις πρέπουσες τιμές. Με την εσωτερική ανάληψη στη χρονική πρόταση («ἐπεί…ἀρωμένου») διαφαίνεται το υστερόχρονο με ιστορικό Ενεστώτα («κλύετε», «ἀρωμένου»). Ο σύνθετος υποθετικός λόγος («ἐάν τελῶνται», «γένηται») δηλώνει το προσδοκώμενο, με αποδόσεις την Υποτακτική και την Προστακτική του Αορίστου αντίστοιχα («μή μ’ ἀτιμάσητέ», «θέσθε»). Δηλαδή παραβιάζεται η ομαλή σειρά των γεγονότων με την προσήμανση του κακού τέλους του. Λέει στις αδερφές του ότι, αν τώρα για όσα πρόσφεραν στον Οιδίποδα, τις επαινούν, μελλοντικά θα τις εγκωμιάσουν και για τη στάση τους προς τον Πολυνείκη που θα φροντίσουν για την ταφή του. Στην επαναφορά στο παρόν (στ. 1411-1413) με Οριστική του Ενεστώτα («κομίζετον», «πονεῖτον») προβάλλεται η συμπαράσταση των θυγατέρων προς τον τυφλό πατέρα. Με το Μέλλοντα («οἲσει») και το χρονικό επίρρημα, «ἒτι», η προσήμανση αφορά την υπηρεσία που θα προσφέρουν στον ίδιο τον Πολυνείκη.
Στη στιχομυθία (στ. 1414- 1431) η Αντιγόνη και ο Πολυνείκης συνδιαλέγονται στο παρόν. Χρησιμοποιείται Ενεστώτας («ἱκετεύω», «λέγε») και το απαρέμφατο Αόριστου, «πεισθῆναι», ως δείγματα στιγμιαίας επιδίωξης της Αντιγόνης να εισακουστεί ο λόγος της και του Πολυνείκη προτρεπτικά να την ακούσει.
Στους στίχους 1416-1417 η μετοχή Αορίστου, «στρέψας», και η στερεοτυπική διατύπωση, «ὡς τάχιστα», προηγούνται ως χρονικό δεδομένο, με επόμενο την Προστακτική ιστορικού Ενεστώτα και την Υποτακτική Αορίστου («ἂγε», «διεργάσῃ»): σταδιακά σχεδιάζεται η επιδιωκόμενη πρόταση της Αντιγόνης. Εξαρχής συνιστά στον αδερφό της να γυρίσει πίσω το στρατό γρήγορα στο Άργος πάλι και να μην αφανίσει
τη χώρα τους και τον εαυτό του.
Η επισήμανση των τωρινών συνθηκών με τον Ενεστώτα, «οὐχ οἷόν τε (ἐστί)», και το επίρρημα, «πάλιν», συνυφαίνονται με τη Δυνητική Ευκτική Ενεστώτα («ἂγοιμι ἂν»), δηλωτική του δυνατού-πιθανού στο παρόν μέλλον[22]. Με το ρητορικό ερώτημα ο Πολυνείκης βεβαιώνει την αδυναμία του να καταφέρει να επανακτήσει την ισχύ του στο στράτευμα. Πράγματι, θεμελιώνεται η αντίφαση των επιλογών του Πολυνείκη που, αν φανεί μοναδικά (χρονικό επίρρημα «εἰσάπαξ») ασυνεπής στους σχεδιασμούς του, δεν θα μπορεί να εξουσιάζει το στρατό του πια (ενδεικτική είναι η χρήση της χρονικοϋποθετικής μετοχής Αορίστου, «τρέσας»).
Στις ερωτήσεις της Αντιγόνης που τοποθετούνται στο αφηγηματικό παρόν του Ενεστώτα («δεῖ θυμοῦσθαι», «ἒρχεσθαι») υπάρχει προσήμανση, προβάλλεται η σιγουριά για το αναπόφευκτο του ολέθρου που επίκειται (στ.1420-1421). Η Αντιγόνη αναζητά τη σκοπιμότητα της επιθετικής δραστηριότητας του αδερφού της σε διαδοχικά στάδια (δεσπόζει το προτερόχρονο της χρονικής μετοχής, «κατασκάψαντι»). Ρωτά τον Πολυνείκη ποια ανάγκη υπαγορεύει τον θυμό του που επαναλαμβάνεται και ποιο όφελος θα έχει αν καταστρέψει την πατρίδα του.
Ο καθορισμός, από την πλευρά του Πολυνείκη, του παροντικού αδιεξόδου (στ.1422-1423) γίνεται με τη χρήση Ενεστώτα των απαρεμφάτων («τό φεύγειν, «τό γελᾶσθαι») και της μετοχής («πρεσβεύοντ’»). Λέει ότι είναι ντροπή να φεύγει ο ίδιος και, αν και είναι μεγαλύτερος σε ηλικία, από τον αδερφό του να περιπαίζεται γι’ αυτό το λόγο. Γενικά όμως η πραγμάτευση της προφητείας του Οιδίποδα επισημαίνεται εμφαντικά σε υστερόχρονο χρονικό επίπεδο (στ. 1424-1431). Η επισήμανση του βέβαιου μέλλοντος (στ. 1424-1425, 1427-1428, 1431, 1439) επιτυγχάνεται με ευθείες (ρητορικές) ερωτήσεις της Αντιγόνης που εκφέρονται με Οριστική Ενεστώτα («ὁρᾷς», «ἐκφέρεις», «θροεῖ», «δεδογμένα»). Επιδιώκει να επαναφέρει στον Πολυνείκη το δίλημμα αν θα ενεργήσει, παραβλέποντας την προφητεία του Οιδίποδα, αν δηλαδή, θε επιστρέψει, κάτω από αυτές τις συγκυρίες, στη Θήβα.
Με την ισχύ της εξωτερικής πρόληψης σηματοδοτούνται τα αναπόφευκτα γεγονότα. Σύμφωνα με την Αντιγόνη, είναι προφανές ότι η επικείμενη καταστροφή γίνεται τροχοπέδη της εμπλοκής των Αργείων στην εκστρατεία εναντίον της Θήβας. Έτσι χρησιμοποιούνται Μέλλοντας και μελλοντικός Ενεστώτας («τολμήσει», «ἕπεσθαι»), ενώ η μετοχή «κλυών» τοποθετείται στο σύγχρονο. Μόνο η δευτερεύουσα πρόταση («οἷ’ ἐθέσπισεν») εισάγει μια αναδρομή στην προφητεία του Οιδίποδα, που μόλις προηγήθηκε. Η Αντιγόνη λοιπόν ισχυρίζεται ότι κανείς δεν θα τολμήσει να ακολουθήσει τον αδερφό της στην πατρίδα, ακούγοντας τις προφητείες του Οιδίποδα.
Εσωτερική πρόληψη παρατηρείται στο στίχο 1424 με τον μελλοντικό Ενεστώτα («οὐχί συγχωρητέα»). Η Αντιγόνη θεωρεί βέβαιο ότι θα πραγματοποιηθεί η προφητεία του Οιδίποδα για τον επερχόμενο αλληλοσκοτωμό των γιων του. Στους στίχους 1429-1430 με τον Μέλλοντα («ἀγγελοῦμεν») και τον γνωμικό Ενεστώτα («ἐπεί…(ἐστίν) λέγειν») ο Πολυνείκης αιτιολογεί την επίτευξη της επίθεσης απαρέγκλιτα. Δεν θα πει ο ίδιος τα κακά μαντέματα· γιατί τα καλά μόνο πρέπει ο καλός ο στρατηγός να λέει και τίποτε άλλο. Η Υποτακτική Αορίστου («ἐπίσχῃς») δηλώνει την αποφασιστική αποτροπή της συνδρομής της Αντιγόνης. Ο Πολυνείκης την προτρέπει επιτακτικά να μην τον εμποδίσει.
Στο χωρίο της εξωτερικής πρόδρομης αφήγησης (στ. 1432-1438), η Οριστική Μέλλοντα («ἒσται») επισφραγίζει το πραγματικό του ολέθρου του Πολυνείκη εξαιτίας της προειρημένης κατάρας («μέλουσα»).
Ακολούθως το ευχολόγιο του Πολυνείκη στηρίζεται στην προσήμανση, με τη χρήση της ευχετικής Ευκτικής Ενεστώτα («διδοίη») που γίνεται η απόδοση στον υποθετικό λόγο του προσδοκώμενου («εἰ τελεῖτε θανόντ’»). Πρεσβεύει ότι η εκστρατεία αυτή θα αποβεί ολέθρια, εξαιτίας του Οιδίποδα, και των Ερινυών του. Εύχεται ο Δίας να κατευοδώνει τις αδερφές του και κυρίως, όταν θα πεθάνει, αν του προσφέρουν τις ταφικές τιμές στην πατρίδα τους. Η εξωτερική πρόληψη στοιχειοθετείται μέσα σε μια συγκεκριμένη συντακτική δομική ακολουθία. Η μετοχή του προτερόχρονου σε Αόριστο («θανόντ’») παραπέμπει στο θάνατό του, επίσης με τις Προστακτικές, ως μελλοντικές εκφράσεις, απευθύνεται στις αδερφές του («ἕξετον», «μέθεσθε», «χαίρετον»). Μάλιστα τα χρονικά επιρρήματα («αὖθις», «ἢδη», «ἒτι») και η Οριστική Μέλλοντα («ἐσόψεσθ’») λεπτομερώς διαμορφώνουν το επικοινωνιακό πλαίσιο αναφορικά με τα επόμενα δρώμενα. Παρακινεί την Αντιγόνη και την Ισμήνη (που δεν συμμετέχει στο διάλογο, εξομοιώνεται με την Αντιγόνη όμως), τώρα να τον αφήσουν και να τον αποχαιρετήσουν. Και εκφράζει την πεποίθηση ότι δε θα τον ξαναδούν ζωντανό, λεγόμενα που διαβεβαιώνουν τον επικείμενο χαμό του. Πράγματι, μετά από την απόρριψη της ικεσίας και την αγωνιώδη προτροπή προς την Αντιγόνη εγείρεται η συμπάθεια των θεατών προς τον Πολυνείκη[23].
Στην τραγωδία, «Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ», η παρουσίαση του θανάτου του Οιδίποδα συνδέεται με τις τιμές για χάρη της θεάς Δήμητρας. Το απόρρητο του τάφου του σημαίνει ότι δε θα αξιοποιούνταν από τους εχθρούς[24]. «Ο ύμνος προς την περιοχή της ιδιαίτερης πατρίδας του, του Κολωνού, έγινε το κύκνειο τραγούδι του μεγάλου Αθηναίου (Σοφοκλή) για την ομορφιά και το μεγαλείο της χώρας του»[25]. «Παριστᾶ δέ τόν θάνατον ὑπό τοιαύτην μορφήν, ὣστε ἐξάγει ὁ ἀναγνώστης ὃτι ἐπίστευεν εἰς τήν ἀθανασίαν»[26].
Ελευθερία Μπέλμπα*
Φιλόλογος
Βιβλιογραφία
▪ Γιαγκόπουλος, Α.Ι. 2001. Συντακτικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας-ο αττικός πεζός λόγος δομή και σύνταξη. (2η έκδοση) 206-229, 318-327. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ζήτη
▪ Ζώσης, Μ. 1996. Συντακτικό του αρχαίου λόγου. (3η έκδοση) 80-85. Αθήνα: εκδόσεις Γρηγόρη
▪ Σοφοκλής, Οιδίπους επί Κολωνώ, στο: Σοφοκλής Αίας Αντιγόνη Ηλέκτρα Οιδίπους τύρννος Τραχίνιαι Φιλοκλήτης Οιδίπους επί Κολωνώ. (μετάφρ. more details…Μαυρόπουλος Θ.Γ.) 511-601. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Ζήτρος, 2005.
▪ Σοφοκλῆς Ἐπί Κολωνῷ Οἰδίπους. (μετάφρ. Νικολαίδης Δ., Γρηγοράς Χ.)more details., Ελληνική Βιβλιοθήκη έτος πρώτον, Κωνσταντινούπολη: ἐκ τοῦ τυπογραφείου τῆς Ἑπταλόφου, 1868
▪ De Jong, I. J. F. 2004. “Herodotus” (101-114) στο De Jong, I. J. F., Nünlist, R. & Bowie A. M. (εκδ.) Narrators, Narratees, and Narratives in Ancient Greek Literature: Studies in Ancient Greek Literature: Studies in Ancient Greek Narrative, Vol. 1. 101-114. Leiden: Brill.
▪ De Jong, I. J. F. 2004. “Introduction” (1-10) στο De Jong, I. J. F., Nünlist, R. & Bowie A. M. (εκδ.) Narrators, Narratees, and Narratives in Ancient Greek Literature: Studies in Ancient Greek Literature: Studies in Ancient Greek Narrative, Vol. 1. 1-10. Leiden: Brill.
▪De Jong, I. J. F. και Nünlist, R. (επιμ.) 2007. Time in Ancient Greek Literature: Studies in Ancient Greek Narrative. Τομ. 2. Leiden: Brill
▪ Elethy, Y.I. (2004), Οιδίπους επί Κολωνώ. Ο ποιητής του 406 π.Χ. και ο θεατής του 401 π.Χ. media.ems.gr Eλληνικά 54.2. Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 10-1-2015.
<http://media.ems.gr/ekdoseis/ellinika/Ellinika_54_2/ekd_peel_54_2_Ellethy.pdf>
▪ Halliwell, S. (17-10-2012). «Interdisciplinary Center for Narratology». University of Hamburg. wikis.sub.uni-hamburg.de Ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης: 23-11-2014. <http://wikis.sub.uni-hamburg.de/lhn/index.php/Diegesis_-_Mimesis>
▪ Hesk, J. 2012. “Oedipus at Colonus”, στο Markantonatos, Α. (επιμ.) Brill’s Companion to Sophocles. 167-190. Leiden: Brill
▪ Lesky, A. 1988. «V Αρχή και ακμή της κλασικής εποχής. 2 Σοφοκλής», στο: Lesky Albin, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας.(μετάφρ. Τσοπανάκης Α.Γ.) 418-422. Θεσσαλονίκη: εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη
▪ Lesky, A. 1989. «Ε΄ Σοφοκλής, Τα σωζόμενα δράματα», στο: Lesky A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων Α΄ ’Από τή γένεση τοῦ εἲδους ὣς καί τόν Σοφοκλή. (μετάφρ. Χουρμουζιάδης Ν.Χ.) 414-437. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Πρωτότυπη έκδοση 1989)
▪ Markantonatos, Α. (επιμ.) 2012. “Narratology of drama: Sophocles the storyteller- Introduction”, στο Markantonatos, Α. (επιμ.) Brill’s Companion to Sophocles. 349- 366. Leiden: Brill
▪ Schmitz, T. A. 2007. Modern literary theory and ancient texts: An introduction.
Chapter 3 (translation of 2002 German edition) Malden, MA: Blackwell.
κείμενο Οἰδίπους επί Κολωνῷ (στ. 1346-1439)
{Xo}. Tὸν ἄνδρα, τοῦ πέμψαντος οὕνεκ’, Οἰδίπους, (1346) εἰπὼν ὁποῖα ξύμφορ’ ἔκπεμψαι πάλιν. {Οι.}ἀλλ’ εἰ μέν, ἄνδρες τῆσδε δημοῦχοι χθονός, μὴ ’τύγχαν’ αὐτὸν δεῦρο προσπέμψας ἐμοὶ Θησεύς, δικαιῶν ὥστ’ ἐμοῦ κλυεῖν λόγους, (1350) οὔ τἄν ποτ’ ὀμφῆς τῆς ἐμῆς ἐπῄσθετο· νῦν δ’ ἀξιωθεὶς εἶσι κἀκούσας γ’ ἐμοῦ τοιαῦθ’ ἃ τὸν τοῦδ’ οὔ ποτ’ εὐφρανεῖ βίον· ὅς γ’, ὦ κάκιστε, σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχων, ἃ νῦν ὁ σὸς ξύναιμος ἐν Θήβαις ἔχει, (1355) τὸν αὐτὸς αὐτοῦ πατέρα τόνδ’ ἀπήλασας κἄθηκας ἄπολιν καὶ στολὰς ταύτας φορεῖν, ἃς νῦν δακρύεις εἰσορῶν, ὅτ’ ἐν κλόνῳ ταὐτῷ βεβηκὼς τυγχάνεις κακῶν ἐμοί. οὐ κλαυτὰ δ’ ἐστίν, ἀλλ’ ἐμοὶ μὲν οἰστέα (1360) τάδ’ ἕωσπερ ἂν ζῶ, σοῦ φονέως μεμνημένῳ· σὺ γάρ με μόχθῳ τῷδ’ ἔθηκας ἔντροφον, σύ μ’ ἐξέωσας, ἐκ σέθεν δ’ ἀλώμενος ἄλλους ἐπαιτῶ τὸν καθ’ ἡμέραν βίον. εἰ δ’ ἐξέφυσα τάσδε μὴ ’μαυτῷ τροφοὺς (1365) τὰς παῖδας, ἦ τἂν οὐκ ἂν ἦ, τὸ σὸν μέρος· νῦν δ’ αἵδε μ’ ἐκσῴζουσιν, αἵδ’ ἐμαὶ τροφοί, αἵδ’ ἄνδρες, οὐ γυναῖκες, ἐς τὸ συμπονεῖν· ὑμεῖς δ’ ἀπ’ ἄλλου κοὐκ ἐμοῦ πεφύκατον. τοιγάρ σ’ ὁ δαίμων εἰσορᾷ μὲν οὔ τί πω (1370) ὡς αὐτίκ’, εἴπερ οἵδε κινοῦνται λόχοι πρὸς ἄστυ Θήβης. οὐ γὰρ ἔσθ’ ὅπως πόλιν κείνην ἐρείψεις, ἀλλὰ πρόσθεν αἵματι πεσῇ μιανθεὶς χὠ ξύναιμος ἐξ ἴσου. τοιάσδ’ ἀρὰς σφῷν πρόσθε τ’ ἐξανῆκ’ ἐγὼ (1375) νῦν τ’ ἀνακαλοῦμαι ξυμμάχους ἐλθεῖν ἐμοί, ἵν’ ἀξιῶτον τοὺς φυτεύσαντας σέβειν, καὶ μὴ ’ξατιμάζητον, εἰ τυφλοῦ πατρὸς τοιώδ’ ἔφυτον. αἵδε γὰρ τάδ’ οὐκ ἔδρων. τοιγὰρ τὸ σὸν θάκημα καὶ τοὺς σοὺς θρόνους (1380) κρατοῦσιν, εἴπερ ἐστὶν ἡ παλαίφατος Δίκη ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις. σὺ δ’ ἔρρ’ ἀπόπτυστός τε κἀπάτωρ ἐμοῦ, κακῶν κάκιστε, τάσδε συλλαβὼν ἀράς, ἅς σοι καλοῦμαι, μήτε γῆς ἐμφυλίου (1385) δόρει κρατῆσαι μήτε νοστῆσαί ποτε τὸ κοῖλον Ἄργος, ἀλλὰ συγγενεῖ χερὶ θανεῖν κτανεῖν θ’ ὑφ’ οὗπερ ἐξελήλασαι. τοιαῦτ’ ἀρῶμαι, καὶ καλῶ τὸ Ταρτάρου στυγνὸν πατρῷον ἔρεβος, ὥς σ’ ἀποικίσῃ, (1390) καλῶ δὲ τάσδε δαίμονας, καλῶ δ’ Ἄρη τὸν σφῷν τὸ δεινὸν μῖσος ἐμβεβληκότα. καὶ ταῦτ’ ἀκούσας στεῖχε, κἀξάγγελλ’ ἰὼν καὶ πᾶσι Καδμείοισι τοῖς σαυτοῦ θ’ ἅμα πιστοῖσι συμμάχοισιν, οὕνεκ’ Οἰδίπους (1395) τοιαῦτ’ ἔνειμε παισὶ τοῖς αὑτοῦ γέρα. {Χο.} Πολύνεικες, οὔτε ταῖς παρελθούσαις ὁδοῖς ξυνήδομαί σοι, νῦν τ’ ἴθ’ ὡς τάχος πάλιν. {Πο.} οἴμοι κελεύθου τῆς τ’ ἐμῆς δυσπραξίας οἴμοι δ’ ἑταίρων· οἷον ἆρ’ ὁδοῦ τέλος (1400) Ἄργους ἀφωρμήθημεν, ὢ τάλας ἐγώ, τοιοῦτον οἷον οὐδὲ φωνῆσαί τινι ἔξεσθ’ ἑταίρων, οὐδ’ ἀποστρέψαι πάλιν, ἀλλ’ ὄντ’ ἄναυδον τῇδε συγκῦρσαι τύχῃ. ὦ τοῦδ’ ὅμαιμοι παῖδες, ἀλλ’ ὑμεῖς, ἐπεὶ (1405) τὰ σκληρὰ πατρὸς κλύετε ταῦτ’ ἀρωμένου, μή τοί με πρὸς θεῶν σφώ γ’, ἐὰν αἱ τοῦδ’ ἀραὶ πατρὸς τελῶνται καί τις ὑμὶν ἐς δόμους νόστος γένηται, μή μ’ ἀτιμάσητέ γε, ἀλλ’ ἐν τάφοισι θέσθε κἀν κτερίσμασιν. (1410) καὶ σφῷν ὁ νῦν ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ’ ἀνδρὸς οἷς πονεῖτον, οὐκ ἐλάσσονα ἔτ’ ἄλλον οἴσει τῆς ἐμῆς ὑπουργίας. {Αν.} Πολύνεικες, ἱκετεύω σε πεισθῆναί τί μοι. {Πο.} ὦ φιλτάτη, τὸ ποῖον, Ἀντιγόνη; λέγε. (1415) {Αν.} στρέψας στράτευμ’ ἐς Ἄργος ὡς τάχιστ’ ἄγε, καὶ μὴ σέ τ’ αὐτὸν καὶ πόλιν διεργάσῃ. {Πο.} ἀλλ’ οὐχ οἷόν τε. πῶς γὰρ αὖθις αὖ πάλιν στράτευμ’ ἄγοιμ’ <ἂν> ταὐτὸν εἰσάπαξ τρέσας; {Αν.} τί δ’ αὖθις, ὦ παῖ, δεῖ σε θυμοῦσθαι; τί σοι (1420) πάτραν κατασκάψαντι κέρδος ἔρχεται; {Πο.} αἰσχρὸν τὸ φεύγειν, καὶ τὸ πρεσβεύοντ’ ἐμὲ οὕτω γελᾶσθαι τοῦ κασιγνήτου πάρα. {Αν.} ὁρᾷς τὰ τοῦδ’ οὖν ὡς ἐς ὀρθὸν ἐκφέρεις μαντεύμαθ’, ὃς σφῷν θάνατον ἐξ ἀμφοῖν θροεῖ; (1425) {Πο.} χρῄζει γάρ· ἡμῖν δ’ οὐχὶ συγχωρητέα; {Αν.} οἴμοι τάλαινα· τίς δὲ τολμήσει κλυὼν τὰ τοῦδ’ ἕπεσθαι τἀνδρός, οἷ’ ἐθέσπισεν; {Πο.} οὐδ’ ἀγγελοῦμεν φλαῦρ’· ἐπεὶ στρατηλάτου χρηστοῦ τὰ κρείσσω μηδὲ τἀνδεᾶ λέγειν. (1430) {Αν.} οὕτως ἄρ’, ὦ παῖ, ταῦτά σοι δεδογμένα; {Πο.} καὶ μή μ’ ἐπίσχῃς γ’· ἀλλ’ ἐμοὶ μὲν ἥδ’ ὁδὸς ἔσται μέλουσα δύσποτμός τε καὶ κακὴ πρὸς τοῦδε πατρὸς τῶν τε τοῦδ’ Ἐρινύων. σφῷν δ’ εὖ διδοίη Ζεύς, τάδ’ εἰ τελεῖτέ μοι. (1435) [θανόντ’ ἐπεὶ οὔ μοι ζῶντί γ’ αὖθις ἕξετον.] μέθεσθε δ’ ἤδη, χαίρετόν τ’. οὐ γάρ μ’ ἔτι βλέποντ’ ἐσόψεσθ’ αὖθις. {Αν.} ὢ τάλαιν’ ἐγώ.(1439)
|
[1] Hesk (2012), σ. 174
[2]http://media.ems.gr/ekdoseis/ellinika/Ellinika_54_2/ekd_peel_54_2_Ellethy.pdf [Elethy, Y.I.]
[3] Hesk ό.π., σ. 181
[4] Hesk ό.π., σ. 178
[5] Σοφοκλής (2005), σ. 516
[6] Markantonatos (2012), σ. 352
[7] Markantonatos ό.π., σ. 355
[8]http://wikis.sub.uni-hamburg.de/lhn/index.php/Diegesis_-_Mimesis [Halliwell, Αριστοτέλους Ποιητική (1571)]
[9] De Jong (2004), σ. 112
[10] Lesky (1989), σ. 423
[11] De Jong ό.π., σ. 3
[12] Hesk ό.π., σ. 187
[13] Schmitz (2007), σ.57
[14] Hesk ό.π., σ. 184
[15] De Jong (2007), σ. 276 (chapter sixteen Sophocles)
[16] Γιαγκόπουλος (2001), σ.207
[17] Γιαγκόπουλος ό.π., σ. 319
[18] De Jong ό.π., σ. 290
[19] Ζώσης (1996), σ. 81
[20] Γιαγκόπουλος ό.π., σσ. 207, 225
[21] Hesk , ό.π. σ. 171
[22] Γιαγκόπουλος ό.π., σσ.228-229
[23] Hesk ό.π., σ.21
[24] Hesk ό.π., σ. 177
[25] Lesky (1988), σ. 422
[26] Σοφοκλής (1868), σ.10
Δείτε τις τελευταίες ειδήσεις στο Newsroom schooltime.gr – Βρείτε μας στο Google News