Δημήτρης Πάνος

 Tου Δημήτρη Πάνου

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μελέτη των ενδυματολογικών συνηθειών ενός λαού ή μίας ιστορικής περιόδου ή και κάθε μεμονωμένου ατόμου, γιατί η ένδυση είναι φορτισμένη, με τις ποικίλες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, ηθικές και αισθητικές συνήθειες, υπό τις οποίες ζει ο άνθρωπος.

Καταρχάς, οι άνθρωποι ντύνονται για λόγους πρακτικούς, αλλά στη διαδικασία της ένδυσης, κυριαρχούν και οι κοινωνικοί λόγοι, οι οποίοι, αρχικά, φαίνονται, ως δευτερεύοντες. Οι άνθρωποι διαλέγουν τη φορεσιά τους, για να γίνουν ελκυστικοί στους φίλους τους, σε όλους αυτούς, με τους οποίους θέλουν να συνεργαστούν και για να γίνουν σεβαστοί στους αντιπάλους τους, σε όλους αυτούς, στους οποίους θέλουν να επιβληθούν. Με τον ιδιαίτερο τρόπο της ένδυσής τους, οι άνθρωποι δηλώνουν την κοινωνική ομάδα, στην οποία θέλουν να ανήκουν (π.χ., στους μοντέρνους νέους, στους σοβαρούς αστούς, στους καλλιτεχνικούς κύκλους, στους επιτυχημένους επιχειρηματίες, στους σεμνούς και τους διακριτικούς πολίτες, στους πνευματικούς ανθρώπους), αλλά και μέσα στην κοινωνική ομάδα, οι άνθρωποι δηλώνουν ποια θέση θέλουν να κατέχουν, δηλαδή, να ξεχωρίζουν ή όχι.

Το ένδυμα ενός λαού, τώρα, δηλώνει το επίπεδο και το περιεχόμενο του πολιτισμού του, το πολίτευμά του, τη θέση και τους ρόλους των δύο φύλων, τις κοινωνικές τάξεις και την απόσταση που τις χωρίζει, το είδος της οικονομίας και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Έτσι, δημιουργείται αυτό που ονομάζεται «μόδα» (< από τη λατινική λέξη “modus”, που σημαίνει «τρόπος») ή «συρμός» (δηλαδή, οι ενδυτικές συνήθειες που «σύρονται» από άνθρωπο σε άνθρωπο και από λαό σε λαό).

Η μόδα σε μία κοινωνία έχει πανίσχυρες βάσεις, γι’ αυτό θα μπορούσε να πει κάποιος ότι μελετώντας την ενδυμασία και μόνο, ενός λαού, μπορεί να κατανοήσει σε βάθος τον πολιτισμό του.

Όσον αφορά, τώρα, στην ενδυμασία, στην Αρχαία Ελλάδα, αυτή σε όλες τις περιοχές είναι, σχεδόν, όμοια. Έχει μικρές, μόνο, διαφορές, ανάλογα με το κλίμα (π.χ., ζεστότερο ή ψυχρότερο), την περιοχή (π.χ., ορεινή, πεδινή ή παραθαλάσσια), το είδος και το επίπεδο της οικονομίας (τόσο της ιδιωτικής οικονομίας, όσο και της δημόσιας, γενικής οικονομίας) και τέλος, τη στάση του καθενός στο θέμα της πολυτέλειας και της προβολής.

Το ένδυμα στην Αρχαία Ελλάδα μπορεί να μελετηθεί, μέσα από τις Κωμωδίες του Αριστοφάνη (Αρχαίου Έλληνα Κωμικού Ποιητή του 5ου – 4ου αιώνα π.Χ.), τους Μίμους του Ηρώνδα (Αλεξανδρινού Ποιητή του 3ου αιώνα π.Χ.) και τις σκόρπιες και συχνά, τυχαίες πληροφορίες που υπάρχουν στα ποικίλα αρχαία ελληνικά κείμενα, αλλά κυρίως, μέσα από παραστάσεις σε αρχαιοελληνικά αγγεία και από τα αρχαιοελληνικά γλυπτά και ανάγλυφα αγάλματα, καθώς και από τα απομεινάρια ενδυμασιών στους αρχαίους ελληνικούς τάφους.

Βασικό ένδυμα των Αρχαίων Ελλήνων ήταν ο χιτώνας («ὁ χιτών»), ο οποίος φοριόταν, κατάσαρκα. Το μήκος του κυμαινόταν από πολύ μακρύ, έως πολύ κοντό και στερεωνόταν στον ένα ή και τους δύο ώμους, με καρφίτσες («ἡ περόνη») ή κουμπιά («τὸ κομβίον»). Μερικοί χιτώνες είχαν ένα είδος μανικιού («ἡ χειρίς»). Για να περπατούν οι άνθρωποι, ανεμπόδιστα, συγκρατούσαν τον χιτώνα, με ζώνη («ὁ ζωστήρ», «το ζῶστρον»).

Άλλο ένδυμα που φοριόταν, πάνω από τον χιτώνα, ήταν το «μάτιον», δηλαδή, ένα μακρόστενο ύφασμα, το οποίο οι άνθρωποι τύλιγαν, γύρω από τους ώμους τους και με το δεξί χέρι, το έριχναν, πάνω από τον αριστερό ώμο˙ ήταν, δηλαδή, ένα ένδυμα που μπορεί να παραλληλιστεί με τις σημερινές κάπες. Παραλλαγές του ιματίου ήταν η «χλαίνη», δηλαδή, ένα μακρύ και βαρύ πανωφόρι, η χλαμύδα («ἡ χλαμύς»), δηλαδή, ένα κοντό και πιο ελαφρύ πανωφόρι και το «χλανίδιον», δηλαδή, ένα πολύ ελαφρύ πανωφόρι. Τα άκομψα ιμάτια που φορούσαν στην Αρχαία Ελλάδα οι Δωριείς, οι φιλόσοφοι και γενικά, όσοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να περιποιούνται, εξεζητημένα, την εμφάνισή τους, ονομάζονταν «τρίβωνες» ή «τριβώνια», δηλαδή, ρούχα που τρίβονταν από τη χρήση.

Άνδρες και γυναίκες φορούσαν τα ίδια ρούχα, αλλά επιπλέον, στην ενδυμασία των γυναικών, εντασσόταν ο «πέπλος», η «μπεχώνη», δηλαδή, ένα είδος διακοσμητικού γιλέκου και η «κυπασσίς», δηλαδή, ένα κοντό σάλι. Αυτά και τα τρία μαζί ονομάζονταν «περιβόλαια», γιατί περιέβαλλαν, τύλιγαν τα υπόλοιπα ενδύματα.

Τα ρούχα, τώρα, κατασκευάζονταν από μαλλί, από λινό, από βαμβάκι και από μετάξι. Περίφημα ήταν τα λεπτά λινά από την Αμοργό των Κυκλάδων και τα διάφανα μεταξωτά από την Κω των Δωδεκανήσων. Ως προς τα χρώματα, οι ώριμοι άνδρες προτιμούσαν το λευκό ή το καφέ χρώμα, ενώ οι γυναίκες και οι νέοι επέλεγαν τα φωτεινά χρώματα, όπως το κόκκινο, το κίτρινο, το πράσινο, το βυσσινί, το κυανό, το ιώδες κ.ά. Μάλιστα, ύφαιναν και υφάσματα, με σχέδια ζώων ή λουλουδιών ή με διάχυτα ανακατεμένα χρώματα.

Συμπερασματικά, δεν είναι εύκολο να εξεταστεί, επακριβώς, η ενδυμασία των ανθρώπων που έζησαν, πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Παρόλα αυτά, με βάση τα παραπάνω, μπορεί να σχηματιστεί σε γενικές γραμμές μια κάποια ιδέα για τις ενδυματολογικές συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων και για το πνεύμα του πολιτισμού τους.

Δημήτρης Πάνος*
Καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης (Κλάδου ΠΕ33)
email: [email protected]

Δείτε τις τελευταίες ειδήσεις στο Newsroom schooltime.gr – Βρείτε μας στο Google News

Ακολουθήστε την επίσημη σελίδα μας στο facebook schooltime για να βλέπετε τις σημαντικότερες ειδήσεις στη ροή του schooltime.gr

Ακολουθήστε μας στο facebook