Λίγα χρόνια πριν την επανάσταση είχε φουντώσει ένα κίνημα φιλελληνισμού στην Ευρώπη. Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας της απελευθέρωσης της Ελλάδος ήταν ο Λόρδος Βύρωνας. Μέσα από τα ποιήματα του και τα πεζά σχόλια σε αυτά δόξαζε την Ελλάδα. Δεν είναι υπερβολή, αν πούμε, ότι μαζί με τον Ρήγα Φεραίο υπήρξαν οι πρόδρομοι του επικού αγώνα των Ελλήνων.
Η πρώτη επίσκεψη του στην Ελλάδα ήταν σαν περιηγητής τον Ιούνιο του 1809 προερχόμενος από τη Σικελία, τη Σαρδηνία και τη Μάλτα. Πρώτος σταθμός σε ελληνικό έδαφος ήταν η Πρέβεζα. Επισκέπτεται τον Αλή πασά στα Γιάννενα και γνωρίζεται με τους Σουλιώτες. Επισκέπτεται τη Ρούμελη, τους Δελφούς και κάνει την πρώτη επίσκεψη στο Μεσολόγγι. Κατόπιν μεταβαίνει στην Πάτρα και στη συνέχεια στην Αθήνα. Τον Μάρτιο του 1810 τον βρίσκουμε στη Σμύρνη, Έφεσο και από εκεί στην Τροία με τον Όμηρο ανά χείρας. Το ίδιο καλοκαίρι ξαναγυρίζει στην Αθήνα. Τον Ιανουάριο του 1811 μιλάει πια αρκετά καλά τα ελληνικά, όπως γράφει στη μητέρα του. Τέλη Μαρτίου του 1811 ξαναγυρίζει στην Αγγλία. Το ταξίδι αυτό της περιπλάνησης των δύο χρόνων ήταν η αστείρευτη πηγή της ποιητικής του έμπνευσης.
Τον Απρίλιο του 1923, αρκετά χρόνια μετά την πρώτη του περιήγηση στην Ελλάδα, αποφασίζει να έρθει να συμβάλει στην ευόδωση του ελληνικού αγώνα για τη λευτεριά.
Ναυλώνει το πλοίο Ηρακλής, προμηθεύεται φάρμακα, όπλα, χειρουργικά εργαλεία και σαλπάρει για την Ελλάδα από τη Γένοβα, όπου βρισκόταν τότε. Στις 30 Ιουνίου επιβιβάζεται στο πλοίο μαζί με λίγους στενούς του φίλους, επτά υπηρέτες και τον Έλληνα Σκυλίτζη. Πρώτος σταθμός το Λιβόρνο, μετά η Κεφαλονιά, η οποία ήταν υπό Αγγλική κατοχή, όπως όλα τα Επτάνησα. Καταφτάνει στο Αργοστόλι στις 21 Ιουλίου.
Η παραμονή του εδώ ήταν αρκετά μεγάλη. Ενημερώνεται για την κατάσταση, κάνει επαφές με τους Έλληνες αρχηγούς και σκέπτεται τα επόμενα βήματά του. Η επαναστατημένη Ελλάδα δοκιμάζεται από τους εμφυλίους πολέμους. Στο «Ημερολόγιο της Κεφαλονιάς» καταγράφει τις απόψεις του: «Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μία φατρία αλλά ένα έθνος, και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές, θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για ν’ αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ».
Προσφέρει μια ηγεμονική αμοιβή από τέσσερις χιλιάδες λίρες Αγγλίας για να εξοπλίσει το στόλο που θα έλυνε την πολιορκία του Μεσολογγίου. Για τους πρόσφυγες της Χίου έδωσε τρεις χιλιάδες γρόσια και γενικά όπου έβλεπε ανάγκες βοηθούσε πλουσιοπάροχα. Σκεπτόταν να πουλήσει το πατρικό του σπίτι για 120 χιλιάδες λίρες και να τα διαθέσει για τον αγώνα.
Αρχίζει η αλληλογραφία με τους οπλαρχηγούς του αγώνα. Ο Μάρκος Μπότσαρης του γράφει από το Καρπενήσι: «Η εξοχότης σου είναι ακριβώς ο άνθρωπος που έχομεν ανάγκη. Απόψε έχω να κάμω κάτι με εξ-επτά χιλιάδες Αρβανίτες, που είναι στρατοπεδευμένοι εδώ κοντά. Μεθαύριον θ’ αναχωρήσω με μερικά εκλεκτά παλληκάρια μου δια να έλθω εις αντάμωσιν της εξοχότητά σου». Αυτή η συνάντησε δεν έγινε ποτέ, ο Μ. Μπότσαρης έπεσε στο πεδίο της μάχης. Ο Μαυροκορδάτος του γράφει από την Ύδρα, ο Κολοκοτρώνης από τον Μοριά, ο Μαυρομιχάλης του ζητάει χρήματα. Σε απάντηση στον Μαυρομιχάλη με ημερομηνία 1 Οκτωβρίου 1823 εξέφραζε την κατανόησή του για τις συγκρούσεις των Ελλήνων, γράφοντας: «Δεν είναι παράδοξο, βεβαίως, ότι αφυπνίζονται αντιθέσεις σε μια επαναστατημένη χώρα που μόλις απαλλάχτηκε από τόσο μακροχρόνια και βάρβαρη τυραννία». Στη δεύτερη επιστολή προς τον Μαυροκορδάτο, με ημερομηνία 2 Δεκεμβρίου 1823 έγραφε μεταξύ άλλων: «Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας συνεχίζονται – και αυτό σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει παντού, όπως έχει θριαμβεύσει σε μερικούς τομείς.
Σύντομα αντιλαμβάνεται τη διχόνοια και την αντιζηλία των οπλαρχηγών και προσπαθεί να μεσολαβήσει για ομόνοια, ενιαία δράση και ομαλότητα. Γράφει στο Μαυροκορδάτο: «…ο εμφύλιος πόλεμος οδηγεί ασφαλώς στην υποδούλωση… πολεμήσατε γενναία, φερθείτε έντιμα στους συμπολίτες σας και στον κόσμο κι έτσι δε θα πει κανένας, όπως εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια είπαν οι Ρωμαίοι ιστορικοί, πως ο Φιλοποίμην ήταν ο τελευταίος Έλληνας… Μην αφήσετε τους συκοφάντες να κάμουν πιστευτό πως ο Έλληνας μετά τις νίκες του είναι απαράλλακτος με τον Τούρκο πασά που κατατρόπωσε…»
Αποφασίζει να πάει στο Μεσολόγγι, αποβιβάζεται εκεί μετά από περιπετειώδες ταξίδι στις 5 Ιανουαρίου του 1924. Οι Μεσολογγίτες τον υποδέχονται με ενθουσιασμό προσμένοντας από την εκεί παρουσία του ηθική κυρίως υποστήριξη.
Πρώτη του προτεραιότητα να μονιάσει τους οπλαρχηγούς, πράγμα πολύ δύσκολο. Κάποιοι από αυτούς που ήθελαν να κάνουν δικές πολεμικές επιχειρήσεις και δεν τους έδινε χρήματα, τον κατηγορούσαν για φιλάργυρο. Ο Ελβετός Μάγιερ που εξέδιδε στο Μεσολόγγι τα «Ελληνικά χρονικά» έγραφε εναντίον του ζωηρεύοντας τα πάθη και τα μίση.
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Άγγλου Πάρρυ, ο οποίος κρατούσε τους λογαριασμούς του, τα έξοδα του ποιητή για τον Αγώνα ανέρχονταν σε 50 χιλιάδες χρυσά φράγκα ανά εβδομάδα. Στα άμεσα σχέδιά του ήταν να πάει στην Άμφισσα να συναντήσει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο για να συντονίσουν από κοινού τον Αγώνα.
Ήδη όμως από τον Φεβρουάριο τον βασάνιζαν οι θέρμες. Τέλη Μαρτίου έπεσε στο κρεβάτι. Αδύνατος καθώς ήταν, έλιωνε σιγά-σιγά. Το λιγοστό φαγητό και οι δύσκολες συνθήκες μέσα στην πολιορκημένη πόλη τον εξάντλησαν εντελώς. Πονοκέφαλοι και πόνοι σε όλο του το κορμί χειροτέρευαν καθημερινά την κατάστασή του. Στις 7/19 Απριλίου του 1824 στις 6 μμ. Μετά από τρεις μέρες έγινε πάνδημη η κηδεία του, ήταν Τρίτη μέρα του Πάσχα. Ο Σπυρίδων Τρικούπης εκφώνησε τον επικήδειο και όλη η Ελλάδα τον θρήνησε.
Λίγο πριν πεθάνει γράφει το τελευταίο του ποιήμα, όπου αποτυπώνεται η αγάπη του για την Ελλάδα και η αποστροφή του για τιμές και μεγαλεία.
Τι είναι τούτες οι τιμές κι η αναγνώριση
που γίνηκαν ή θα γεννούν για μένα,
πάρεξ ενός νεογέννητου λαού κραυγή;
Κι όμως γι’ αυτές, εγώ,
θα αποστρεφόμουν κάθε στέμμα τιποτένιο
-εκτός κι αν ήταν από δάφνη-
κι όμως γι’ αυτές, εγώ, θα μπορούσα να πεθάνω.
Είμαι τρελός από πάθος, κι ένα σκυθρώπιασμα δικό σου
με παραλύει, όπως της έχιδνας το βλέμμα το φτωχό πουλί
που τα φτερά του, μάταια, πεταρίζει προς το θάνατο:
τόσο παράφορη η λαχτάρα μου για σένα,
τόσο δυνατή η μαγεία σου
ή τόσο αδύναμος έχω πια καταντήσει.
(Το ποίημα προέρχεται από το βιβλίο «BYRON X ποιήματα» των εκδόσεων Σοφίτα)
*Πρώτη δημοσίευση στο schooltime.gr – Μάρτιος 2018
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος
Δείτε τις τελευταίες ειδήσεις στο Newsroom schooltime.gr – Βρείτε μας στο Google News