Σεβντάς είναι το πάθος του έρωτα, σεβνταλής ο καψούρης του έρωτα. Το ρήμα σεβταλανεύκουμαι σημαίνει ερωτεύομαι παράφορα, χωρίς καμιά λογική. Υπάρχει ακόμα και η λέξη καρασεβντάς, ο μαύρος έρωτας, ό έρωτας χωρίς προοπτική, χωρίς αύριο, ο καταστροφικός έρωτας, το πάθος το αγιάτρευτο.
“σεβντάν έχω, σεβντά πουλώ και σεβτανλής γυρίζω.
Τον σεβτανλή τον άνθρωπον καίγουμαι και βρουλίζω”ή
Σεβντάν τρώω, σεβντάν πίνω και σεβνταλής γυρίζω
Σεβντάν έχω σην κάρδε μ΄και πώς θα ταγιανίζω;
Ο σεβντάς στον Πόντο ήταν πάθος, ντέρτι μεγάλο. Στη συντηρητική κοινωνία του Πόντου οι κοπέλες δεν ενέδιδαν στις ερωτικές πιέσεις των νέων, έτσι τα ερωτικά πάθη φούντωναν. Ο σεβντάς είναι ανυπεράσπιστος έρωτας, Χαρακτηριστική η απάντηση της νέας στον επίδοξο εραστή της “εγώ για ένα δερ ΄κί χάνω όλε τα δερε” (για ένα γεύμα ,δεν χάνω όλα τα γεύματα).
Το σεβταλούκ ΄κί γίνεται μανάχον με λασίον
Γίνεται με το παρακάθ΄ και με το καθησίον
Το σεβταντούκ΄ ΄κί γίνεται και με την αμελίαν
Γίνεται με την καλατσήν και με τη μασχαρίαν.
Ο σεβντάς θέλει κουβεντούλες, θέλει προσέγγιση με χιούμορ, σύμφωνα με την Ποντιακή Μούσα.
Και άλλο ποντιακό δίστιχο:
Ανάθεμα και την σεβτάν ολίγον πα κανείται
άμον λαμπάδαν καίγεται καμίαν ΄κί τελείται(ανάθεμα τον έρωτα φτάνει λίγο για να σε κάψει σαν λαμπάδα). Ο σεβντάς έστω και μικρός, σε λιώνει σε καίει σε αποτελειώνει, και δεν τελειώνει ποτέ η κάψα του.
Παρόμοιο για την καταστροφικότητα του σεβντά είναι και το δίστιχο:
Ανάθεμα και τη σεβντάν, άμον καρφίν καρφούται,
Άμον λαμπάδα καίγεται, καμίαν ΄κί λαρούται.(ανάθεμα και την σεβτά, σαν καρφί καρφώνεται, σαν λαμπάδα καίγεται και ποτέ κανείς δεν γιατρεύεται ). Παρόμοιο μοτίβο και στα δυο δίστιχα η καιόμενη λαμπάδα που παρομοιάζεται με τον καιόμενο ερωτευμένο.
Ο σεβντάς κυριεύει το είναι σου δεν σου δίνει χαρά, σε βασανίζει. Όπως γράφει και η Σαπφώ: «πάλι με κυριεύει ο έρωτας, το γλυκόπικρο, ακαταμάχητο ερπετό».
Σεβντάν έχω, σεβντάν πουλώ και σεβνταλής γυρίζω
Σεβτάν έχω ΄ς σο κάρδοπό μ΄, και πώς να ταγιανίζω: (σεβτά έχω, σεβτά πουλάω και σεβνταλής γυρίζω, σεβντά έχω στην καρδούλα μου και πώς να το αντέξω;).
Το επόμενο δίστιχο δίνει συμβουλές στους σεβνταλήδες.
Το σεβτανλήν ποι θα ευτάει θα έν΄ πολλά τεχνίτες
Θα φτάει κάτας πορπάτεμαν, λαγεύ’ άμον τσιχρίτες (αυτός που θα κάνε τον σεβνταλή, πρέπει να είναι πολύ τεχνίτης, να περιπατάει σαν γάτα και να πετάξει σαν ακρίδα. Ο σεβνταλής χρειάζεται να έχει κάποια ακόμα προσόντα, να περπατάει σαν γάτα, δηλαδή να μην γίνεται αντιληπτός από τους περίεργους και όταν κινδυνεύει να πηδάει και να εξαφανίζεται σαν την ακρίδα.
Καμιά φορά ο σεβντάς είναι παράδοξος, μια νέα γυναίκα παθιάζεται με έναν γέρο και ακόμα και ο γέρος απορεί με τα γούστα της νέας και δείχνει να ενοχλείται:
Ανάθεμά σε, νε κόρη, πώς είσαι πελαλήσσα
Με τ΄ εμέν τον μωμόγερον εξέβες σεβνταλήσσα (Ανάθεσα σε κόρη που είσαι ερωτιάρα, με μένα τον παλιόγερο πώς βγήκες ερωτευμένη;
Προχωρώντας σε ανορθόδοξους σεβντάδες έχουμε τη νέα που ερωτεύτηκε έναν μικρότερό της και αγωνιά να μεγαλώσει.
Αγαπώ έναν παιδίν, μικρόν άμα σεβνταλίν,
Λελεύω την ψυν αθε, ατό πότε θα τρανύν΄; (αγαπώ ένα παιδί, μικρό αλλά ερωτιάρικο, να το χαρώ εγώ, πότε θα μεγαλώσει αυτό;)
Στην αυστηρή και συντηρητική κοινωνία του Πόντου υπήρχε το φαινόμενο η νύφη να είναι 18-20 χρονών και ο γαμπρός 13-14 χρονών. Αυτό συνέβαινε, γιατί χρειάζονταν επειγόντως εργατικά χέρια και ο νέος ήταν ακόμα μικρός. Έτσι δικαιολογείται το παραπάνω δίστιχο προφανώς.
Όταν συνέβαινε ο ένας να προσπεράσει γρήγορα τα μονοπάτια του σεβντά και να γιατρευτεί, ο άλλος που ακόμα τον έκαιγε ο έρωτας απορούσε:
Ανάθεμα, ανάθεμα, τριπλά ανάθεμά σε,
Ντ΄ εποίκαμε το σεβνταλούκ΄ εσύ πώς κί θυμάσαι; ((ανάθεμα, ανάθεμα και τρις ανάθεμά σε, τον έρωτα που κάναμε, εσύ πώς δεν τον θυμάσαι;).
Άλλες πάλι φορές ο καψούρης του έρωτα, δεν αντέχει άλλο και ζητά να κλείσε πια τα τεφτέρι του, αρκετούς έχει καταστρέψει μέχρι τώρα:
Σεβντά, φοέθ ΄ασ΄σον Θεόν, κ΄ ασπάλτσον τα τεφτέρ σ΄,
Κανείνταν που επέθαναν, ως ατώρα ας΄ ΄σα χέρια σ΄ (σεβντά, φοβήσου τον Θεό και κλείσε τα τεφτέρια σου, φτάνει πια τόσοι πέθαναν εξαιτίας
σου).
Έναν κι άλλο θα λέγω σε…κι ύστερα θα πάω χάμαι,
κανείς για την σεβντά άλλο να μή ερωτά ‘με…
Τα τέρτια μ’ και τα βάσανα μ’ η καμονήν και ο πόνον
εμέν τιδέν κι εποίκανε εσύ θα τρώς με μόνον
Αρνί μ’ άλλο μη παρχαρεύτ’ς, κατήβα ‘σο χωρίον
εγώ για τη σεβντά σ’ πουλώ και τη κυρού μ’ το βίον
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος
Δείτε τις τελευταίες ειδήσεις στο Newsroom schooltime.gr – Βρείτε μας στο Google News