Τις προάλλες ανεβαίνοντας τις σκάλες του μετρό άκουσα την περίφημη ρήση ενός υπερήλικα που απευθυνόταν σε μια παρέα εφήβων: « Μα είναι δυνατόν να κατακρεουργείτε μ’ αυτόν τον τρόπο την ελληνική γλώσσα»; Οι έφηβοι γέλασαν καυστικά, χωρίς να αποκριθούν στην μικρή αυτή λεκτική επίθεση. Είναι κι αυτή μια μορφή διαλόγου, με απορριπτική διάθεση βέβαια. Το ζήτημα αυτό θέτει στην κρίση μας δύο οπτικές. Αρχικά, την υπαγόρευση του «ορθού» τρόπου ευφράδειας λόγου (στο μετρό) – διότι απαραιτήτως – οφείλουμε σε κάθε ανθρώπινη προστριβή να συνδιαλεγόμαστε με… καλλιέπεια και δευτερογενώς τη λανθασμένη προσέγγιση γλωσσικής έκφρασης που προσωποποιεί με τη σειρά της τις ανεδαφικές, στην πλειονότητα τους, εκπαιδευτικές – κοινωνικές πρακτικές.
Επί της ουσίας, η αιτία του γλωσσικού ζητήματος που προκύπτει, έγκειται ως ένα σημείο στο ίδιο το γλωσσικό πλαίσιο και το υπέρμετρο λεξιλογικό του οπλοστάσιο. Μάλιστα, η αίγλη που εντοπίζεται εντός του, ποσοστιαία είναι δυνατόν να δυσχεράνει ολοένα και περισσότερο την προσέγγιση του, στους ανήλικους αλλά και στους ενήλικους χρήστες της ελληνικής γλώσσας. Για τον λόγο αυτόν, με την αρετή του συγκερασμού οφείλουμε να συνενώσουμε την ορθοέπεια με την… απλοέπεια. Παράλληλα, οι «θιασώτες» – «θυμόσοφοι» που εμμονικά προτείνουν την αρχαιοπρέπεια στη γλωσσική μεταβίβαση κρίνονται ανεπαρκείς, διότι αδυνατούν να κατανοήσουν την αδιάλειπτη υποστασιακή εξέλιξή της ανά τα χρόνια προσαρμογής της. Έτσι, ο προφορικός λόγος οφείλει να είναι φύσει απλός και γλαφυρός, έναντι του επίσημου.
Είναι μια άλλη σύμβαση να αρθρώσεις: «Η καθεστηκυία τάξη υπερέβη τα εσκαμμένα» είναι μια αλλότροπη σύμβαση να απευθυνθείς ως ακολούθως: «το κράτος τα έχει κάνει όλα μπάχαλο». Εκατέρωθεν, η επικοινωνιακή περίσταση στέφεται από επιτυχία, ωστόσο υφίσταται μια αμελητέα διαφοροποίηση. Στην πρώτη περίπτωση κινδυνεύεις να μη γίνεις κατανοητός από το ευρύ κοινό. Κινδυνεύεις, μάλιστα να έλξεις βλέμματα απορίας. Δεδομένου αυτού, ο… εγκυκλοπαιδισμός στις διαπροσωπικές μας σχέσεις χάνει εξ ορισμού τη νοηματική του ουσία, μιας και δεν μπορεί να υπεισέλθει εντός τους προφορικού λόγου με επιτυχία. Μολαταύτα, τον συναντάμε συχνά σε πληθώρα έντυπων ενημερώσεων, στο διαδίκτυο, στα λιβελογραφήματα, στην εκάστοτε επιστημονική οροδοσία, τελικά στον κάθε αγωγό του, που τον επιβάλλει βάναυσα σαν προϊόν συρμού. Η γλώσσα και οι εκφάνσεις τις είναι ιδιαίτερα «αναρχικές» – μη άναρχες ωστόσο, προκειμένου να τοποθετηθούν στοιβαγμένες κακήν κακώς σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο γραμματικοσυντακτικό – διότι αυταπόδεικτα εξελίσσονται γραμμικά και ραγδαία.
Καταληκτικά, η τσεκουράτη/απόλυτη γνώμη του υπερήλικα, η οποία επέβαλλε εξαναγκαστικά την υπαγόρευση της ορθής χρήσης της γλώσσας στους νέους, είναι η εικονοποίηση της σύγχρονης συρρίκνωσης του πλούτου της, αλλά και των επουσιωδών κάποτε πρακτικών πρόσκτησής της. Πιθανώς να είχε υπόψη του την… ΕΛΕΤΟ. Ή την απλή πεποίθηση: «Μάθε αφουγκραζόμενος».
Τάσος Τριανταφυλλόπουλος*
Φιλόλογος
Δείτε τις τελευταίες ειδήσεις στο Newsroom schooltime.gr – Βρείτε μας στο Google News