Πολλές από τις λαϊκές δοξασίες του λαού μας είναι επιβιώσεις αντίστοιχων αρχαίων δοξασιών. Στην αρχαία Αθήνα την τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων, η οποία ονομαζόταν ημέρα των Χυτρών, πίστευαν ότι οι ψυχές των πεθαμένων ξαναγυρίζουν στη γη και ανοίγουν οι πύλες του Άδη. Οι ψυχές αυτές μολύνουν τους ανθρώπους και τις τροφές τους, γι’ αυτό οι Αθηναίοι έβαζαν ένα κόκκινο νήμα και άλειφαν τις πόρτες με πίσσα για να τους εμπόδιζαν να κάνουν ζημίες. Τα κακά αυτά πνεύματα και οι ψυχές έμεναν στη γη μέχρι την επόμενη μέρα οπότε οι ζωντανοί τους έδιωχναν με τη φράση: «Θύραζε Κήρες, ουκ έτι Ανθεστήρια» (φύγετε από εδώ ψυχές των νεκρών, τελείωσαν πια τα Ανθεστήρια).
Παρόμοιες δοξασίες υπήρχαν και στην αρχαία Ρώμη. Στη γιορτή των Σατουρναλίων οι δυνάμεις αυτές δεν υποτάσσονταν στον αήττητο Ήλιο και πάλευαν με πείσμα ενοχλώντας τους ανθρώπους.
Αυτές οι δοξασίες επιβίωσαν χιλιάδες χρόνια με διαφορετικά ονόματα από περιοχή σε περιοχή. Στην Κωνσταντινούπολη με το όνομα Βερβελούδες, Ζούζουλα στην Κάρπαθο, Καλιοντζήδες στην Ήπειρο, Καλιτσάγκαρους στην Τήνο, Καλλισπούδηδες στη Σάμο, Καρακατζιόλια στην Κρήτη, καρκαντσέλια στη Θεσσαλία, Κατσίδες στη Χίο, Παγανά και Παρωρίτες στην Κύπρο, Τσιλικρωτά στη Μάνη.
Κοινές είναι οι δοξασίες σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Τα δαιμόνια αυτά όλο τον χρόνο πελεκούν με τσεκούρια το δέντρο που βαστάει τη γη, αλλά όταν κοντεύουν να το κόψουν, γεννιέται ο Χριστός και ξαναγίνεται το δέντρο. Τότε ανεβαίνουν πάνω στην γη για δώδεκα μέρες και πειράζουν τους ανθρώπους με τις ζαβολιές τους. Ξανακατεβαίνουν στα σκοτάδια με τον αγιασμό των υδάτων.
Στον Πόντο είχαν διάφορα ονόματα Κοντολόζ (αντιδάνειο, τούρκικη koncoloz<από την ελληνική καρκάντζολος), πίζηλα ή πίτζηλοι ή πιζήαλα (από τη λέξη επίζηλος=ο ζηλότυπος), περήδες (από την περσική peri=μάγος, μάγισσα), τζαζούδες (τζαζού από το αραβικό djassous=δαιμόνιο που πνίγει τα βρέφη), χοτλάχ (ο βρικόλακας).
Οι πόντιοι καλικάντζαροι είχαν πολλές μορφές. Οι κοντολόζ ουρλιάζουν απαίσια και προσπαθούν με τα κάτουρά τους να μολύνουν τα τρόφιμα, σκορπίζουν το αλεύρι, σταματάνε τα νερά στις βρύσες, χύνουν νερά στα πατώματα. Είναι σκελετωμένοι, κοντοί, κουτσοί, τσεβδοί, έχουν ουρές και φοράνε βρώμικα ρούχα. Είναι πολύ ευκίνητοι, σκαρφαλώνουν στους τοίχους, αλλά είναι και πολύ φοβητσιάρηδες. Όταν ακούσουν μια βιτσιά στον αέρα εξαφανίζονται αυθωρεί.
Τα πίζηλα πάλι παρουσιάζονται σαν άνθρωποι, σαν ζώα και σαν πουλιά. Εμφανίζονται σαν φαντάσματα και τρομοκρατούν τους ανθρώπους. Μπορεί να έχουν ένα χέρι ή ένα πόδι και το άλλο ξύλινο. Έχουν τα πόδια γυρισμένα προς τα μέσα, κάποιοι από αυτούς έχουν κέρατα, μερικοί έχουν μαλλιά ανασηκωμένα. Κάποιοι άλλοι είναι νάνοι με μεγάλο λαιμό και τεράστια μάτια που πετάνε σπίθες. Έχουν δυο ουρές, μακριά και μυτερά νύχια. Βγάζουν άναρθρες κραυγές, χοροπηδάνε και χορεύουν δαιμονισμένα.
Μπαίνουν στα σπίτια, κλέβουνε, σπάζουνε, μαγαρίζουνε, αναποδογυρίζουν το λάδι ή το κρασί. Αναρριχώνται όλοι μαζί πάνω στα δέντρα, στους τοίχους, στους βράχους. Όταν εμφανίζονται με μορφή ζώων –σκύλου ή εριφίων-έχουν ένα μάτι, κέρατα, δυο ή τρία πόδια, πολλές ουρές και παραμορφωμένα σώματα.
Όταν παίρνουν μορφή πουλιών έχουν μορφή ανθρώπου, έχουν φτερά, αλλόκοτο κεφάλι, μακρύ ράμφος, μυτερά δόντια, χρώμα κατάμαυρο ή παρδαλό. Δεν πετάνε, αλλά μόνον πηδάνε.
Παραμονεύουν τους ανθρώπους και προσπαθούν να τους κάνουν κακό. Είναι όμως πολύ φοβητσιάρηδες με ένα «Κύριε Ιησού Χριστέ» εξαφανίζονται αμέσως. Φοβούνται το φως, όπου ανάβει φωτιά δεν μπαίνουν ποτέ. Γι αυτό όλες τις μέρες του 12ήμερου στο τζάκι καίει πρώτα το «Χριστοκούρ» και μετά το «καλαντοκούρ».
Ιδιαίτερη αδυναμία είχαν στους μύλους και τους μυλωνάδες. Εκεί απές «επολέμαναν να τσιλτεύ΄νε απάν΄σ΄άψιμον να σβήν΄ατό», «επεβρώτιζαν τα σκεύε τη φαί », «εταγούτευαν τ΄άλεύρε», «ετζίλτευαν απές σο μελεθρείον».
Την τελευταία μέρα της παραμονής τους πάνω στην γη, λίγο πριν αγιαστούν τα ύδατα. Αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη βραδιά για τους ανθρώπους. Την επόμενη μέρα εξαφανίζονταν όλοι: πίζηλα, περήδες, τζαζούδες, χοτλάχ, κοντολόζ.
Για να αποφύγουν τα κακά και όσα αυτά προκαλούσαν έπαιρναν κάποια προληπτικά μέτρα. Δεν έσβηναν ποτέ τη λάμπα και όταν έβγαιναν έξω τη νύχτα κρατούσαν δαδιά ή φανάρια. Αν έβγαινε κάποιος χωρίς αυτή την προστασία «εβλάφκουτον» δηλαδή πάθαινε κάποια σωματική βλάβη, έχανε φωνή του. Τα «κουρία» έκαιγαν 12 νύχτες στα τζάκια μαζί με άλλα παλιόρουχα και παλιά τσαρούχια για να κρατήσουν άσβεστη την φωτιά. Έκαναν το σχήμα του σταυρού σε πόρτες και παράθυρα και ράντιζαν με αγιασμό όλο το σπίτι. Σκέπαζαν καλά όλες τις κατσαρόλες και τα. Τα βράδια αυτά απέφευγαν να κάνουν νυχτέρια ούτε έκαναν δουλειές του χεριού, γιατί 12 μέρες ήταν «’εξεργος», η λέξη είναι η αρχαία με την ίδια ακριβώς σημασία, δηλαδή ήταν αργία. Μόλις λαλούσαν τα κοκόρια, εξαφανίζονταν και τότε οι νοικοκυρές μπορούσαν να ανοίξουν τις πόρτες και να πάνε στον σταύλο να φροντίσουν τα ζώα.
Άνθρωποι απλοϊκοί, διατήρησαν για αιώνες όλες αυτές τις δοξασίες και έτσι έζησαν εκεί στον μακρινό Πόντο, την πατρίδα της καρδιάς μας, διατηρώντας ανέπαφα πάρα πολλά αρχαϊκά στοιχεία, ανάμεσα σε αυτά και τα όσα έχουμε περιγράψει.
(Πρώτη δημοσίευση στο schooltime.gr: Ιανουάριος 2017)
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος
Δείτε τις τελευταίες ειδήσεις στο Newsroom schooltime.gr – Βρείτε μας στο Google News