Η Ελλάδα μετά τη μικρασιατική καταστροφή αναζήτησε τους υπαίτιους για αυτή τη μεγάλη εθνική τραγωδία. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, εκδηλώθηκε κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο, από τους συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, που προκάλεσε την παραίτηση της κυβέρνησης Τριανταφυλλάκου και του βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του γιου του, Γεωργίου Β’.
Παράλληλα η Επαναστατική επιτροπή που είχε συγκροτηθεί προχώρησε σε συλλήψεις αντιβενιζελικών ενώ στις αρχές Οκτωβρίου μια πολύ μεγάλη λαϊκή διαδήλωση λαμβάνει χώρα στην πλατεία Συντάγματος όπου γίνεται έκδηλο το αίτημα της εκτέλεσης των υπευθύνων της ήττας στο μικρασιατικό μέτωπο. Η πίεση μερίδας της κοινής γνώμης και του Τύπου για εκτελέσεις των υπευθύνων της τραγωδίας γινόταν ολοένα και εντονότερη.
Ο Πλαστήρας προχωρά στη σύσταση έκτακτου στρατοδικείου με στόχο την παραπομπή των υπευθύνων της μικρασιατικής καταστροφής με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Επικεφαλής της ανακριτικής επιτροπής ανέλαβε ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ενώ Πρόεδρος του στρατοδικείου είχε ορισθεί ο υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος. Δικάσθηκαν οι εξής οχτώ: Δημήτριος Γούναρης (πρώην πρωθυπουργός), Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης (πρώην πρωθυπουργός), Νικόλαος Στράτος (πρώην πρωθυπουργός ), Νικόλαος Θεοτόκης (Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη), Γεώργιος Μπαλτατζής (Υπουργός Εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη), Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος(Υπουργός Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Γούναρη), Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος (Υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Γούναρη) και Γεώργιος Χατζανέστης, αντιστράτηγος (αρχιστράτηγος Μικράς Ασίας και Θράκης).
Το κατηγορητήριο προσδιόριζε τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά την τέλεση του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας. «Κατηγορείσθε ότι από της 1ης Νοεμβρίου 1920 και εφ’ έξης μέχρι της 26ης Αυγούστου 1922 συναποφασίσαντες μετά των συνυπουργών υμών περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστηρίξατε την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και δια της συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένη χώραν της Μικράς Ασίας παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου κλπ. .κλπ. δια των επομένων μέσων…».
Η κατηγορία προσπαθούσε ουσιαστικά να αποδείξει δύο πράγματα: ότι η στρατιωτική ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου βάρυνε αποκλειστικά την ανώτατη ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων υπό τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη και ότι γενικότερα, η θέση αδυναμίας (στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής), στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της απομόνωσής της από την Αντάντ, μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου, και της πολιτικής που ακολούθησε.
Στις 31 Οκτωβρίου 1922 άρχισε η ακροαματική διαδικασία στην Παλαιά Βουλή. Την υπεράσπιση των κατηγορουμένων ανέλαβαν γνωστοί δικηγόροι της εποχής. Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης.
Η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις, απειλώντας με κυρώσεις: σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λοζάνης και δεν θα παραχωρούσε δάνειο. Στις 10 Νοεμβρίου ο υπουργός Εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, παραιτείται κάτω από το βάρος των ασκούμενων πιέσεων, ενώ στις 14 Νοεμβρίου την πρωθυπουργία της χώρας αναλαμβάνει ο Στυλιανός Γονατάς.
Την επόμενη μέρα εκδίδεται η απόφαση του στρατοδικείου: «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζηανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων».
Η εκτέλεση των έξι καταδικασθέντων σε θάνατο γίνεται μετά από δύο ώρες στο Γουδή με τουφεκισμό. Η άμεση εκτέλεση επέφερε αντιδράσεις. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το εξωτερικό όπου βρισκόταν απέστειλε τηλεγράφημα 14 ώρες μετά την εκτέλεση. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη επιτέθηκε σφοδρά στην Ελλάδα για αυτό το «πολιτικό έγκλημα». Η Ιταλία ζήτησε από τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση των έξι, η οποία θα δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα, η σουηδική και η βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτησή τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της.
Το 2008 ο εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Μιχαήλ προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε με αίτησή του την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών και την επανάληψη της δίκης. Το 2010 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και έκρινε αθώους τους έξι εκτελεσθέντες.
Η εκτέλεση των έξι δίχασε και τον ελληνικό πολιτικό κόσμο. Δεν υπήρξε βεβαιότητα για το αν η απόφαση εξέφραζε το κοινό λαϊκό αίσθημα και το αίσθημα περί δικαίου ενώ ακόμη και ο πρωτεργάτης του κατηγορητηρίου, ο Θεόδωρος Πάγκαλος αργότερα είπε ότι υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος.
(Πρώτη δημοσίευση στο schooltime.gr: Νοέμβριος 2015)
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος