Πολλές Ελληνίδες έγιναν Σουλτάνες ή Βαλιντέ Σουλτάνες, μια μόνο όμως κυριάρχησε για 50 χρόνια στο στερέωμα των χαρεμιών και της εξουσίας.
Στα 1566 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν το νησί της Χίου, αλλά χάρη στα μαστιχόδεντρα απολαμβάνει πολλά προνόμια. Παρόλα αυτά προέβαιναν και στην προσφιλή τους μέθοδο να αρπάζουν κοριτσόπουλα για τα πουλάνε στα σκλαβοπάζαρα ή να προμηθεύουν τα χαρέμια του Σουλτάνου με κορίτσια. Κάπως έτσι πρέπει να βρέθηκε και η Κιοσέμ στο χαρέμι του Σουλτάνου. Η νεαρή Χιώτισσα είχε το προσωνύμιο φεγγαροπρόσωπη και η ομορφιά της την οδήγησε στο Σαράι του Σουλτάνου. Κατά μια άλλη εκδοχή ονομαζόταν Αναστασία, ήταν κόρη ιερέα από την Τήνο και σε ηλικία 15 χρονών πουλήθηκε στο χαρέμι του Σουλτάνου Αχμέτ του Α΄ και πήρε το όνομα Κιοσέμ Σουλτάν. Ο Αχμέτ πριν από αυτήν είχε επίσης Ελληνίδα σύζυγο τη Μαρία, η οποία εξισλαμίστηκε και πήρε το όνομα Μαχφιρούζ. Η Κιοσέμ Σουλτάνα αντικατέστησε τη Μαχφιρούζ ως χασεκί Σουλτάνα (τίτλος που αποδίδονταν στις συζύγους των Οθωμανών Σουλτάνων και μητέρες των διαδόχων. Μια χασεκί σουλτάν είχε σημαντική θέση στο παλάτι, καθώς ήταν η δεύτερη πιο ισχυρή γυναίκα του χαρεμιού μετά τη Βαλιντέ Σουλτάν, τη μητέρα του σουλτάνου). Η Μαχφιρούζ σταλμένη στο παλιό παλάτι πέθανε νέα σε ηλικία 30 ετών.
Στα 1603 γίνεται Σουλτάνος ο Αχμέτ σε ηλικία 15 ετών, αφού διαδέχτηκε τον πατέρα του Μεχμέτ, ο οποίος είχε δολοφονήσει 19 αδέλφια του για να μην διεκδικήσουν τον θρόνο. Ο νεαρός Σουλτάνος Αχμέτ, λίγο μικρότερος από την Κιοσέ, την ερωτεύτηκε παράφορα και την τίμησε ως τον θάνατό του το 1617. Τον Αχμέτ διαδέχεται ο γιος του Οσμάν ο Β΄, αλλά στάθηκε άτυχος. Οι Γενίτσαροι μαζί με τους βεζίρηδες τον δολοφονούν. Τον διαδέχεται ο άλλος του αδελφός Μουράτ ο Δ΄ σε ηλικία 13 ετών (1623-1640). Έμεινε στην ιστορία σαν ο Νέρωνας της Τουρκίας, καθώς δολοφόνησε χιλιάδες Τούρκους. Πέθανε πολύ νέος και τη στιγμή που άφηνε την τελευταία του πνοή διέταξε να δολοφονήσουν τον αδελφό του Ιμπραήμ. Η Κιοσέμ κατάφερε να τον σώσει και έγινε στα 1640 ο επόμενος Σουλτάνος.
Ο Ιμπραήμ στα 1644 ξεκινάει πόλεμο με την Κρήτη, η οποία ήταν τότε Ενετοκρατούμενη. Οι αποτυχίες του οδήγησαν σε επανάσταση εναντίον του, συνελήφθη και δολοφονήθηκε το 1648.
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο οδυνηρό είναι για μια μάνα να βλέπει να παιδιά της το ένα μετά το άλλο να έχουν την ίδια φρικτή τύχη. Η περίοδος αυτή είναι από τις πιο παρακμιακές της Οθωμανικής ιστορίας. Η Κιοσέμ όλα αυτά τα χρόνια κινεί τα νήματα της ιστορίας από τα παρασκήνια. Ήρθε η ώρα του εγγονιού της του γιου του Ιμπραήμ, του 4χρονου Μεχμέτ. Η Κιοσέμ δεν ήθελε κάτι τέτοιο, επειδή δεν θα είναι πια Βαλιντέ Σουλτάνα αυτή, αλλά η νύφη της, μητέρα του μικρού Σουλτάνου, η Τουρχάν.
Η Τουρχάν είναι πολύ φιλόδοξη, φοβάται πως θα μείνει στη σκιά της πανίσχυρης πεθεράς της, η οποία κατάφερε να επιβιώσει για 50 χρόνια από κάθε είδους δολοπλοκίες, επαναστάσεις, δολοφονίες. Αυτό το κατάφερε ξοδεύοντας αμύθητα ποσά σε δωροδοκίες και συμμαχίες. Η Τουρχάν θα την βγάλει από τη μέση με τον αιφνιδιασμό. Κάνει πραξικόπημα σε 40 ώρες, χωρίς να προλάβει να αντιδράσει η Κιοσέμ. Την πρόδωσε η πιστή της θαλαμηπόλος. Οι ευνούχοι όρμησαν να τη συλλάβουν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά της. Εκεί έπαιξε το τελευταίο της χαρτί, αυτό που γνώριζε να κάνει πολύ καλά, τη δωροδοκία. Μάταια όμως, οι ευνούχοι είχαν πληρωθεί πολύ καλά από την Τουρχάν και δεν ενέδωσαν.
Ήταν τόσο μεγάλο το μένος τους που προσπάθησαν να τη στραγγαλίσουν με ένα σχοινάκι, το οποίο είχαν βρει εκεί κοντά. Η πανούργα Κιοσέμ προσποιήθηκε πως εξέπνευσε. Δεν της είχαν όμως καμιά εμπιστοσύνη και γύρισαν πίσω να αποτελειώσουν την αποτρόπαια δολοφονία. Έτσι η πανέξυπνη και χαλκέντερη Κιοσέμ νικήθηκε από την πανουργία μιας ασήμαντης κατά τα άλλα γυναίκας. Η φιλοδοξία της ασήμαντης Τουρχάν νίκησε μια γυναίκα που άντεξε 50 χρόνια μέσα σε δολοφονίες, επαναστάσεις και παρακμιακά γεγονότα.
Παρόλα αυτά η Κιοσέμ είχε επιδείξει και ένα άλλο πρόσωπο μέσα στο ζοφερό αυτό κλίμα της διαφθοράς και της παρακμής. Όλοι οι ιστορικοί υμνούν το φιλάνθρωπο έργο της και τις ευεργεσίες της. Σαν Βαλιντέ Σουλτάνα (μητέρα του Σουλτάνου), είχε τα δικά της εισοδήματα, τα οποία ήταν βεβαίως τεράστια.
Πλήρωνε χρέη φυλακισμένων και τους χάριζε την ελευθερία τους, πάντρευε ορφανά κορίτσια και τα προίκιζε, εξαγόραζε σκλάβες. Συχνές ήταν οι επισκέψεις της στα νοσοκομεία και η παρηγοριά την οποία πρόσφερε στους αρρώστους.
Έκτισε υδραγωγεία, πτωχοκομεία, ξενώνες για απόρους και δυστυχείς. Ποιος ξέρει άραγε, αν αυτός ήταν ένας τρόπος διαφυγής από το ζοφερό και εγκληματικό κλίμα που επικρατούσε στο Σαράι.
Ήταν πολύ αγαπητή στον λαό της για τις φιλανθρωπίες της και την κοινωνική της προσφορά και ο λαός την πένθησε για τρεις μέρες.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος