Στους δύσκολους καιρούς της πανδημίας, στους οποίους ζούμε, κι ενώ οι επιστήμονες αναφέρουν πως ύστερα από μια περίοδο σχετικής ηρεμίας βρισκόμαστε στην αρχή νέων πανδημιών, καθώς η παγκόσμια πληθυσμιακή αύξηση καλπάζει και η ανθρώπινη παρέμβαση στο περιβάλλον γίνεται όλο και πιο επιβλαβής, το ιατρικό ειδικό λεξιλόγιο εισχωρεί στην καθημερινότητά μας. Ακολουθεί μια ετυμολογική παρουσίαση των πιο συνηθισμένων από αυτές λέξεων:
1. ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Η λέξη ετυμολογικά προέρχεται από τις δυο αρχαίες ελληνικές λέξεις, «πᾶν» + «δῆμος».
[ πᾶν = αρχαιοελληνικό επίθετο,που λογίζεται ως αόριστη, επιμεριστική αντωνυμία, ουδετέρου γένους (πᾶς, πᾶσα, πᾶν στα τρία γένη)και σημαίνει : ο καθένας, όλοι χωρίς εξαίρεση, πάντες, (στον ενικό) το σύνολο, ολόκληρο . Αξίζει να σημειωθεί ότι το ουδέτερο πᾶν αλλά και το αρσενικό πᾶς, (και το θέμα της γενικής πτώσης «παντ-» και η δοτική πληθυντικού «πᾶσι») αποτελούν το πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων δίνοντας την έννοια του συνολικού, του όλου ή του υπερθετικού βαθμού (π.χ. πανηγύρι, πανδαισία, παντογνώστης, πασιφανές, πασίδηλο κλπ). Το ουσιαστικό «δῆμος» σημαίνει: λαός, διοικητική υποδιαίρεση της χώρας, οι κάτοικοι μιας περιοχής, ο πληθυσμός, το πλήθος].
Από τα παραπάνω προκύπτει και ο ορισμός της πανδημίας. Η λέξη «πανδημία», δηλαδή, ορίζεται ως ασθένεια, από την οποία θεωρείται ότι είναι πιθανόν να επηρεαστεί ολόκληρος ο πληθυσμός της Γης και πιθανόν ένα μέρος αυτού να ασθενήσει. Στο λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής ο όρος «πανδημία» ορίζεται ως εξής: «Επιδημία που εξαπλώνεται σε όλη την έκταση μιας χώρας ή περιοχής, που προσβάλλει το σύνολο του πληθυσμού της». Οι πανδημίες εξαπλώνονται σε πολλές χώρες και προκύπτουν από τις επιδημίες.
2. ΕΠΙΔΗΜΙΑ
Ως «επιδημία» ορίζεται η λοιμώδης ασθένεια(όπως π.χ. η γρίπη), που έχει εξαπλωθεί σε μεγάλο τμήμα του πληθυσμού (ανθρώπων, ζώων ή φυτών) μιας ευρύτερης περιοχής, σε ολόκληρη χώρα ή ευρύτερα σε χώρες γεωγραφικής περιοχής ακόμα και ηπείρου και είναι ξέσπασμα περιορισμένο σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη. Στην περίπτωση που η επιδημία εξαπλώνεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς σε μια μεγάλη περιοχή (ήπειρο) ή σε παγκόσμια κλίμακα, ορίζεται ως πανδημία.
Το ουσιαστικό «επιδημία» προς τα συνθετικά του μέρη παράγεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις «ἐπί» +«δῆμος» (ἐπί = πάνω σε, κοντά, πλησίον κ.α. Ως πρόθημα/α΄ συνθετικό λέξεων έχει πολλές σημασίες. Εδώ μας ενδιαφέρει η σημασία: πάνω σε ό,τι δηλώνει το β’ συνθετικό).
3. ΓΡΙΠΗ
Η γρίπη είναι λέξη δάνεια. Τα λεξικά αναφέρουν ως προέλευσή της το γαλλικό grippe, από το ρήμα gripper που θα πει «αρπάζω», το οποίο έχει γερμανική προέλευση. Η λέξη «grippe» με τη σημασία «ασθένεια» μαρτυρείται (από το 1743), επειδή η ασθένεια «αρπάζει απότομα», «κυριεύει ξαφνικά» τον άνθρωπο. Στα ελληνικά αρχικά γραφόταν με δύο «π», (γρίππη), ως ακριβής μεταγραφή του αντίστοιχου γαλλικού. Επειδή, όμως, η σημερινή ορθογραφία γράφει τις δάνειες λέξεις όσο το δυνατόν απλούστερα, εδώ και αρκετά χρόνια έχει καθιερωθεί η να γράφεται με ένα «π» (γρίπη).
Στα αγγλικά-προτού εφαρμοστούν οι ονοματολογικές οδηγίες του Π.Ο.Υ.- η γρίπη αναφέρεται ως «flu». Αυτή, όμως, είναι λέξη που δεν είναι ούτε αγγλική ούτε ολόκληρη, αφού τα αγγλικά την δανείστηκαν από το ιταλικό influenza και οι Άγγλοι την συντόμεψαν σε «flu».
4. ΙΝΦΛΟΥΕΝΤΖΑ/ΙΝΦΛΟΥΕΝΤΣΑ
Η λέξη είναι μεταγραφή της ιταλικής λέξης «influenza», που με τη σειρά της προέρχεται από το λατινικό ρήμα influo [< in- + fluo(=ρέω)] που σημαίνει εισρέω, εισδύομαι και αποδίδεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlewgʷ- < *bʰlew- < *bʰleh₁- (=ρέω) (Από εδώ προέρχεται και η λέξη influence, που σημαίνει επιρροή, καθώς σύμφωνα με παλαιές αντιλήψεις οι μεταδοτικές ασθένειες προκαλούνται από την επιρροή των άστρων πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό και χαρακτήρα.
5. ΑΣΘΕΝΕΙΑ/ΑΡΡΩΣΤΙΑ
Το ουσιαστικό «ασθένεια» που ορίζεται ως διαταραχή της κανονικής λειτουργίας ενός ζωντανού οργανισμού, προέρχεται μια σύνθεση: η λέξη «σθένος» (=δύναμη) συντίθεται με το στερητικό α–. Έτσι στην ουσία η λέξη σημαίνει την παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο πάσχων δεν έχει δύναμη («α-σθένεια»). Ανάλογη είναι και η ετυμολογία της λέξης «αρρώστια», από το στερητικό α– + ρώμη (=δύναμη) (<από το αρχαίο ρήμα «ῥώννυμι» και «ῥωννύω» που σημαίνει: είμαι δυνατός, έχω δύναμη ή ισχύ).
Αξίζει να προστεθούν εδώ και δυο ομόηχες λέξεις με διαφορετική σημασία:
-ΛΟΙΜΟΣ= κάθε επιδημία που προέρχεται από γνωστή ή άγνωστη μολυσματική ασθένεια και συνήθως είναι θανατηφόρα [ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ-ΟΜΟΡΡΙΖΕΣ : λοίμωξη (=η διείσδυση παθογόνων μικροβίων σε ένα ζωντανό οργανισμό), λοιμώδης (=αυτός που μπορεί να προκαλέσει, να συνοδεύσει ή να προκύψει από μια λοίμωξη), λοιμικός (=ο αναφερόμενος στο λοιμό, ο σχετιζόμενος με το λοιμό),λοιμογόνος (=αυτός που προκαλεί λοίμωξη),λοιμοκαθαρτήριο (=χώρος υγειονομικής κάθαρσης και απομόνωσης), λοιμωξιολόγος(=ο ειδικός επί των λοιμώξεων γιατρός)].
-ΛΙΜΟΣ= πολύ μεγάλη πείνα που οφείλεται σε έλλειψη τροφίμων σε μια περιοχή, σιτοδεία, παρατεταμένη έλλειψη τροφίμων για τη συντήρηση ανθρώπων και ζώων. [ΛΕΞΕΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΕΣ-ΟΜΟΡΡΙΖΕΣ : λιμοκτονώ (=πεθαίνω από πείνα ή ασιτία, πένομαι, βρίσκομαι σε έσχατη ένδεια), λιμάζω (=υποφέρω ή πεθαίνω από την πείνα), λιμασμένος (=πεινασμένος), λιμοκτονία (=θάνατος από πείνα), λίμα (=έντονη πείνα, λαιμαργία), λιμοκοντόρος (=πεινασμένος ή φτωχός νέος που ντύνεται και καλλωπίζεται επιδεικτικά, για να κάνει εντύπωση), λιμώδης (πειναλέος, θεονήστικος)].
Και οι δυο παραπάνω λέξεις κατάγονται από την αρχαία ελληνική γλώσσα.
Ο Θουκυδίδης στην Ιστορία του, στο δεύτερο βιβλίο, στίχος: 2.54.3, αναφερόμενος σε κάποιο στίχο ενός τραγουδιού γράφει: «…ἐγένετο μὲν οὖν ἔρις τοῖς ἀνθρώποις μὴ λοιμὸν ὠνομάσθαι ἐν τῷ ἔπει ὑπὸ τῶν παλαιῶν, ἀλλὰ λιμόν, ἐνίκησε δὲ ἐπὶ τοῦ παρόντος εἰκότως λοιμὸν εἰρῆσθαι·» οἱ γὰρ ἄνθρωποι πρὸς ἃ ἔπασχον τὴν μνήμην ἐποιοῦντο. [Μτφρ: «Πολλές φιλονικίες έγιναν τότε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι στον χρησμό δεν γινόταν λόγος για λοιμό (αρρώστια) αλλά για λιμό (πείνα), επικράτησε όμως η γνώμη ότι το σωστό ήταν λοιμός, επειδή οι άνθρωποι ερμήνευαν τον χρησμό ανάλογα με τα παθήματά τους»].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- LIDDELL & SCOTT, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
- ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
- greek-language
- sarantakos.wordpress
Έρη Ναθαναήλ*
Φιλόλογος