Η Πορτογαλία ήδη από τις 28 Μαΐου 1926 βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς. Το 1932 αναλαμβάνει ως πρωθυπουργός ο Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, η Πορτογαλία παρέμεινε ουδέτερη, ενώ το καθεστώς διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον δικτάτορα της Ισπανίας Φράνκο. Το 1949, η Πορτογαλία συμμετείχε ως μία από τις 12 ιδρύτριες χώρες της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (ΝΑΤΟ).
Παράλληλα, ο Σαλαζάρ επέβαλε μονοκομματική διοίκηση καταργώντας τα υπόλοιπα κόμματα, απαγόρευσε τα εργατικά συνδικάτα και καθιέρωσε κορπορατιστικό (συντεχνιακό) κράτος. Προώθησε τις «κοοπερατίβες», με τις οποίες ο έλεγχος της οικονομίας περνούσε στα χέρια μεγαλογαιοκτημόνων και ισχυρών επιχειρηματιών.
Το καθεστώς αυτό έμεινε γνωστό ως «Νέο Κράτος» (Estado Novo), ένας συνδυασμός της «Νέας Τάξης» του Μουσολίνι (απαγόρευση απεργιών, λογοκρισία, απολυταρχική διακυβέρνηση) και αυστηρού καθολικισμού, και διατηρήθηκε ως to 1974. Ο Σαλαζάρ προέβη σε φυλακίσεις και διώξεις των αντιπάλων του, ενισχύοντας τη θέση του και την παραμονή του στην εξουσία.
Ο αυταρχισμός του καθεστώτος οδήγησε σε προσπάθειες ανατροπής του. Αξιοσημείωτη απόπειρα ήταν αυτή των αναρχοσυνδικαλιστών της CGT (Confederação Geral do Trabalho – Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) το 1934 που μαζί με το PCP (Partido Comunista Português – Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας) κήρυξαν γενική απεργία διαρκείας που οδήγησε το λαό σε εξέγερση, αλλά τελικά απέτυχε.
Το 1963, 1.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν έξω από το κτήριο του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας, διεκδικώντας το δικαίωμα να οργανώνουν φοιτητικούς συλλόγους, που είχε απαγορευτεί από το καθεστώς Σαλαζάρ, αλλά η δικτατορία απεδείχθη ανθεκτική.
Τον Σαλαζάρ, λόγω προβλήματος υγείας (υπέστη εγκεφαλικό και υπεβλήθη σε χειρουργική επέμβαση, που του άφησε αναπηρία) διαδέχθηκε το 1968 ο Μαρσέλο Καετάνο, καθηγητής Νομικής.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η Πορτογαλία αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα, αφού η αποικιοκρατική της παρουσία στην Αφρική στοίχιζε τεράστια ποσά του κρατικού προϋπολογισμού. Παράλληλα και η οικονομική εξαθλίωση του πληθυσμού αποδίδονταν στην κακοδιαχείριση του δικτατορικού καθεστώτος.
Πιο σοβαρή και οργανωμένη προσπάθεια για την ανατροπή της δικτατορίας γίνεται το βράδυ της 24ης προς 25η του Απρίλη 1974, όταν εκδηλώνεται στρατιωτικό κίνημα από μία οργάνωση κατώτερων και μεσαίων αξιωματικών αλλά και υψηλόβαθμων στελεχών των πορτογαλικών Ενόπλων Δυνάμεων, το «Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων» (ΚΕΔ).
Το «Κίνημα Ενόπλων Δυνάμεων» εξέφραζε την αυξανόμενη δυσαρέσκεια της συνεχούς υποβάθμισης των στρατιωτικών -καθώς ο Καετάνο είχε επιτρέψει την ένταξη εφέδρων αξιωματικών στην ιεραρχία του στρατού- και εκμεταλλεύτηκε τη λαϊκή βούληση που επιθυμούσε την καθαίρεση των δικτατόρων. Ταυτόχρονα, το Κομμουνιστικό Κόμμα ασκούσε όλο και μεγαλύτερη επιρροή, παρόλο που δρούσε εκτός νόμου.
Τη νύχτα της 24ης του Απριλίου, στρατιωτικές μονάδες του ΚΕΔ κινούνται και καταλαμβάνουν όλα τα κρίσιμα σημεία, με αρχηγό τον ταγματάρχη Οτέλο Σαράιβα ντε Καρβάλιο. Μάλιστα το κίνημα συνδέθηκε με δύο τραγούδια. Μερικές μέρες νωρίτερα, είχε διεξαχθεί ο διαγωνισμός της Γιουροβίζιον και τη χώρα εκπροσωπούσε ο Πάουλο ντε Καρβάλιο με το τραγούδι «Μετά το Αντίο» («E depois do adeus»). Στις 22:50 ακούστηκε το τραγούδι αυτό από το ραδιόφωνο, δίνοντας το σύνθημα , ενώ αργότερα το βράδυ, ακούστηκε το τραγούδι «Γκράντολα, μελαψή πόλη» («Grandola, Vila Morena») του αντιστασιακού τραγουδιστή Ζέκα Αφόνσο που αναφερόταν στην αδελφοσύνη και τη δύναμη των εργατών και αποτέλεσε το γενικό πρόσταγμα της επανάστασης.
Λίγες ώρες μετά το κίνημα έχει επικρατήσει καθώς χιλιάδες διαδηλωτές που βγήκαν στους δρόμους , βάζοντας στα όπλα των στρατιωτών κόκκινα γαρύφαλλα ως ένδειξη ειρήνης και συμφιλίωσης. Ταυτόχρονα οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια, οι αγρότες τις μεγάλες γαιοκτησίες και οι πολιτικοί κρατούμενοι αποφυλακίστηκαν. Ο δικτάτορας Καετάνο έφυγε από την Πορτογαλία για τη Βραζιλία, ενώ η Πορτογαλία σταδιακά προχώρησε στην ανεξαρτητοποίηση των αποικιών της στην Αφρική. Η Γουϊνέα – Μπισάου, η Μοζαμβίκη, η Αγκόλα, το Σάο Τομέ ε Πρίνσιπε και τα Νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου ανεξαρτητοποιήθηκαν.
Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Απριλίου επέστρεψε στην Πορτογαλία από το Παρίσι ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Μάριο Σοάρες, ενώ στις 30 Απριλίου ήρθε από τη Μόσχα ο ηγέτης του Κομμουνιστικού Κόμματος, Αλβάρο Κουνιάλ. Ο Σοάρες και ο Κουνιάλ ήταν οι ομιλητές στην εκδήλωση της Πρωτομαγιάς, που πήρε τη μορφή διαδήλωσης λαού και στρατού για τον εορτασμό της Επανάστασης, που έμεινε γνωστή ως η «Επανάσταση των γαρυφάλλων» (Revolução dos Cravos). Μετά από 48 χρόνια, η δικτατορία ήταν πλέον παρελθόν.
Ως το 1976, τη διακυβέρνηση της χώρας ανέλαβε η επταμελής «Χούντα Εθνικής Σωτηρίας», με επικεφαλής τον στρατηγό Αντόνιο Ριμπέιρο ντε Σπίνολα. Επικράτησε αναστάτωση μεταξύ αριστερών και δεξιών παρατάξεων, όπως του Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΠ), του Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΣΚΠ) αλλά και του Λαϊκού Δημοκρατικού (ΛΔΚ) και του Κεντρώου Δημοκρατικού (ΚΔΚ). Στη συνέχεια, διεξήχθησαν εκλογές, τις οποίες κέρδισε ο σοσιαλιστής Μάριο Σοάρες.
H «Επανάσταση των Γαρυφάλλων» στην Πορτογαλία είναι μέρος του διεθνούς επαναστατικού κύματος, μετά τον Mάη του ’68 στη Γαλλία και το Bιετνάμ. Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Σάμιουελ Χάντιγκτον, προκάλεσε το «τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού», που εξαπλώθηκε στην Eλλάδα, (24 Ιουλίου 1974) με την ανατροπή της χούντας, την Ισπανία (1975) και τη Λατινική Αμερική. Έτσι η Πορτογαλία κατάφερε να ξεπεράσει τον σκόπελο της δικτατορίας και να ακολουθήσει μια δημοκρατική πορεία.
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος