Η σύγχρονη οικονομία είναι πνευματικό παιδί του Τζον Μέυναρντ Κέυνς. Ο Άγγλος οικονομολόγος στο κλασικό πλέον σύγγραμά του “Η γενική θεωρία του τόκου και του χρήματος”, το 1936, έθεσε τα θεμέλια του οικονομικού συστήματος που κυριαρχεί μέχρι και σήμερα. Η επικράτηση του νέου οικονομικού μοντέλου που πρότεινε ο Κέυνς δεν υιοθετήθηκε βέβαια άμεσα αλλά αργά και σταθερά, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο σημείο να χωρίζουμε την οικονομική ιστορία με βάση τη θεωρία του.
Η βασική οικονομική άποψη που επικρατούσε στον κόσμο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο κυριαρχούνταν από τα κλασικά οικονομικά που προέβαλαν ως κύρια αρετή τη φειδώ και όχι τη σπατάλη. Το ευρέως αποδεκτό οικονομικό πρότυπο ήταν η αρχή ότι ο δημόσιος προϋπολογισμός θα έπρεπε να είναι ισοσκελισμένος αν όχι πλεονασματικός. Τα ελλείμματα του προϋπολογισμού θεωρούνταν δείγμα δημοσιονομικής αφροσύνης. Αυτή την προπολεμική περίοδο η ελεύθερη οικονομία θεωρείτο ότι την χαρακτήριζε ο νόμος του Σε (say’s law)[1].
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η παγκόσμια οικονομία άρχισε σιγά σιγά να εγκαταλείπει το οικονομικό μοντέλο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών και του νόμου του Σε και να ακολουθεί το κεϋνσιανό οικονομικό παράδειγμα. Ο νόμος του Σε πέρασε στη λήθη και τη θέση του πήρε το “παράδοξο της φειδούς”[2]. Το κεϋνσιανό μοντέλο που ακολουθήθηκε είχε στον πυρήνα του μια οικονομία που μαστιζόταν εναλλάξ από υπερπροσφορά και μακροχρόνια στασιμότητα. Η δημοσιονομική πολιτική θα έπρεπε να είναι αφοσιωμένη στην εξομάλυνση των κύκλων της ιδιωτικής δραστηριότητας. Δηλαδή, στην ύφεση θα δημιουργούνται ελλείμματα και στον πληθωρισμό θα γεννούνται πλεονάσματα. Όταν στην οικονομία θα επικρατούν συνθήκες ύφεσης τότε θα απαιτούνται ελλείμματα για να επανέλθει η πλήρης απασχόληση και η συνολική ευμάρεια. Η βασική υπόθεση του κέυνς όμως βασίστηκε στην υπόθεση ότι μια φωτισμένη ηγεσία (το βιβλίο γράφτηκε το 1936) θα ασκούσε την οικονομική πολιτική. Μια κοινωνία στην οποία οι οικονομολόγοι θα είχαν τον πρώτο και τελευταίο λόγο σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής. Δεν πρόβλεψε το σύγχρονο δημοκρατικό περιβάλλον στο οποίο για να επιβιώσουν πολιτικά οι κυβερνήσεις μπαίνουν στον πειρασμό να αυξάνουν ολοένα τις δημόσιες δαπάνες δημιουργώντας ελλείμματα και να μεταθέτουν συνεχώς στο μέλλον τη δημιουργία πλεονασμάτων.
Ανάλογο είναι και το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία σήμερα. Η διεθνής οικονομία νοσεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και αυτό οφείλεται στον τρόπο που αντιμετώπισε την χρηματοοικονομική κρίση του 2006-2009. Η κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δημιούργησε μια κρίση ρευστότητας που σε παγκόσμιο επίπεδο αντιμετωπίστηκε από τις κεντρικές τράπεζες με μια αθρόα εισαγωγή χρήματος (αυτό άλλωστε είναι και “ποσοτική χαλάρωση”) για να σωθεί η παγκόσμια οικονομία. Το χρήμα όμως αυτό δεν αποσύρθηκε εγκαίρως πυροδοτώντας μια αύξηση του συνολικού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους κατά 55 τρις δολάρια σε 10 χρόνια. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί οι αγορές είχαν πλέον εθιστεί στο φθηνό χρήμα και οι κυβερνήσεις απέφευγαν να γίνουν αντιδημοφιλείς και μη αρεστές στο εκλογικό τους ακροατήριο, μαζεύοντας το επιπλέον χρήμα από την αγορά και δημιουργώντας πλεονάσματα.
Η κρίση του covid-19 θα φέρει την παγκόσμια οικονομία μπροστά σε μία σειρά από διλήμματα οικονομικής φύσης όταν θα τελειώσει. Οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία, η μείωση του τουρισμού, η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού, η πτώχευση μεγάλων εταιριών και η επακόλουθη παγκόσμια ύφεση θα φέρει σίγουρες αλλαγές στην δημοσιονομική πολιτική των περισσοτέρων κρατών. Στις δύσκολες συνθήκες που θα επικρατήσουν το επόμενο διάστημα οι εθνικές οικονομίες θα πρέπει να δώσουν έμφαση σε τομείς που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια, την ενέργεια, την παραγωγή τροφίμων, την υγεία και την άμυνα. Παράλληλα θα πρέπει να μειώσουν την ανασφάλεια των εργαζόμενων με σκοπό τόσο την εξασφάλιση των θέσεων εργασίας όσο και την παροχή έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης. Άμεσος στόχος της ΕΕ είναι η προσπάθεια διατήρησης των επιχειρήσεων, πέρα από τη λογική της απαγόρευσης ενίσχυσης ιδιωτικών επιχειρήσεων που ίσχυε μέχρι τώρα, ώστε να επανακινηθεί η οικονομία[3].
Οι παραπάνω ενέργειες σίγουρα θα εκτινάξουν τα ελλείμματα της παγκόσμιας οικονομίας, είναι όμως αναγκαίες και απαραίτητες για την επόμενη μέρα. Είναι καθήκον κάθε δημοκρατικής και ευνομούμενης χώρας να προστατέψει τους πολίτες της και να θέσει τα θεμέλια της μελλοντικής ευημερίας τους. Οι συνεχείς ενέσεις ρευστότητας όμως που θα απαιτηθούν θα πρέπει να μας προετοιμάσουν για μια πιο σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Η δημιουργία πλεονασμάτων απαιτεί αύξηση των φόρων και μείωση των δημοσίων δαπανών. Αργά ή γρήγορα οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους ελλειμματικούς προϋπολογισμούς που θα δημιουργηθούν με σκληρά μέτρα. Εδώ εδράζεται και η διαφωνία της Γερμανίας για την “ποσοτική χαλάρωση” και όχι στις διάφορες θεωρίες συνωμοσίας περί αντικοινοτικής συμπεριφοράς[4]. Το 2020 φαίνεται πια ότι θα είναι υφεσιακό έτος σε παγκόσμια κλίμακα. Αν και τα φετινά ελλείμματα φαντάζουν δικαιολογημένα, δε θα πρέπει όμως για κανένα λόγο το μέγεθος αυτών των ελλειμμάτων να γίνει δυσανάλογα μεγάλο. Πέραν τούτου, το αντιληπτό κόστος του κράτους θα είναι γενικά χαμηλότερο από το πραγματικό, λόγω της χρηματοδότησης των ελλειμμάτων.
[1] Jean-Baptiste say : Γάλλος, κλασικός οικονομολόγος, υπέρμαχος του φιλελευθερισμού. Στον Σε οφείλουμε τον τριπλό διαχωρισμό μεταξύ παραγωγής, διάθεσης προϊόντος και κατανάλωσης. Ο περίφημος νόμος του συνήθως συνοψίζεται από την πρόταση “Η προσφορά δημιουργεί δική της ζήτηση”.
[2] Το παράδοξο της φειδούς είναι η ιδέα ότι η μείωση της φειδούς, η αύξηση δηλαδή των δημοσίων δαπανών, θα δώσει ώθηση στην οικονομία.
[3] Το προηγούμενο διάστημα κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, μαζί με αυτές και η ελληνική, εξήγγειλαν μέτρα χορήγησης χαμηλότοκων δανείων προς τις επιχειρήσεις. Η αποδοτικότητα του μέτρου θα κριθεί μετά το τέλος της πανδημίας για το κατά πόσο και αν οι κλειστές και υπερχρεωμένες θα ενδιαφερθούν για δάνεια που είναι αμφίβολο ότι θα μπορούν να αποπληρώσουν σε μελλοντικό χρόνο.
[4] Τα ελλείμματα θα δημιουργήσουν πληθωρισμό. Αυτό είναι και κατεξοχήν πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις, οι συνέπειες του πληθωρισμού δεν είναι άμεσες αλλά αντανακλούν στο μέλλον με μείωση της ευημερίας. Αυτές ακριβώς τις μελλοντικές συνέπειες δεν μπορούν να τις εξηγήσουν στους πολίτες τους (οι οποίοι βέβαια είναι και ψηφοφόροι!)
Γρηγόρης Σκάθαρος*
Οικονομολόγος