Ένας ετοιμοθάνατος πατέρας φώναξε το γιο του και του είπε: «παιδί μου το ένα πόδι μου είναι στον τάφο και θέλω να σου δώσω τρεις συμβουλές, τις οποίες θέλω να τηρήσεις: Με άνθρωπο της εξουσίας να μην κάνεις ποτέ φιλίες, να μην έχεις δοσοληψίες με άνθρωπο που ανοίγει για πρώτη φορά μαγαζί και στη γυναίκα σου να μην πεις ποτέ μυστικό.
Ο γέρο-πατέρας του πέθανε και ο γιος αποδείχτηκε πολύ προκομμένος. Ακολουθώντας τις συμβουλές του απέκτησε πολλά πλούτη και όλοι τον μακάριζαν και μιλούσαν για την αρχοντιά και τη σύνεσή του.
Ο κατής γνωρίζοντας τη μεγάλη του οικονομική επιφάνεια, προσπαθούσε να του αποσπάσει χρήματα. Κάθε φορά που τον συναντούσε ζητούσε με επιμονή να του κάνει το τραπέζι και να γίνουν φίλοι. Ενθυμούμενος όμως τη συμβουλή του πατέρα του να μην κάνει ποτέ φιλίες με ανθρώπους της εξουσίας, τον απέφευγε. Ο κατής όμως για να τον εξαναγκάσει να έρθει στα νερά του τον κατηγορούσε συνέχεια και του κολλούσε ένα σωρό παρατσούκλια. Κάποτε αγανάκτησε και τον κάλεσε ένα βράδυ να φάνε μαζί. Το γεύμα ήταν πλούσιο, κότες, ρακιά, κρέατα και ό,τι τραβούσε η ψυχή του κατή. Ευχαριστημένος ο κατής από τα φαγοπότια, του υποσχέθηκε ότι ακόμα και άνθρωπο να σκοτώσει, θα τον αθωώσει μια και τον θεωρεί τον καλύτερό φίλο του.
Πριν λίγο καιρό είχε ανοίξει μαγαζί στο χωριό ένας μπακάλης. Αποφάσισε να του ζητήσει δανεικά υποσχόμενος να τα επιστρέψει σύντομα. Γνωρίζοντας ο μπακάλης την εντιμότητα και την οικονομική του κατάσταση του δάνεισε με χαρά σχεδόν όσα του ζήτησε. Ο μπακάλης το έκανε από ιδιοτέλεια, επειδή γνώριζε την μεγάλη του οικονομική ευχέρεια και ίσως χρειαζόταν και ο ίδιος κάποια στιγμή να ζητήσει δανεικά.
Μετά από καιρό πήγε μια βόλτα πάνω στα παρχάρια και βρήκε έναν τσοπάνη να φυλάει τα πρόβατά του. Σκέφτηκε τότε να δοκιμάσει και την τρίτη συμβουλή του πατέρα του, να μην πει ποτέ μυστικό στη γυναίκα του. Αγόρασε λοιπόν ένα μεγάλο κριάρι, το έσφαξε και έβαλε τον τσοπάνη να το ψήσει καλά. Μετά το τύλιξε καλά ανάμεσα σε δυο τρεις μουσαμάδες, το πήρε στον ώμο και ήρθε το βράδυ στο σπίτι του.
-Γυναίκα της λέει, σοβαρά-σοβαρά, ώστε να μην της δώσει χρόνο να αντιδράσει, τι θα κάνουμε τώρα; Σκότωσα ένα άνθρωπο, πού θα τον κρύψουμε;
-Τι σε απασχολεί; Του απάντησε η γυναίκα του, μην φοβάσαι, θα τον κρύψουμε μέσα στο αμπάρι.
-Όχι, της είπε, θα βρωμίσει, καλλίτερα να τον κρύψουμε κάτω από την κοπριά. Έτσι και έκαναν.
Την επόμενε βραδιά, χωρίς να το θέλει, λογομάχησε με τη γυναίκα, ήταν και λίγο πιωμένος, τη χτύπησε και έβγαλε το μαχαίρι να την εκφοβήσει. Η γυναίκα τρομοκρατημένη πετάχτηκε έξω στον δρόμο και άρχισε να φωνάζει:
-Ο άντρας μου χτες βράδυ σκότωσε κάποιον και τώρα έβγαλε μαχαίρι να σκοτώσει και μένα.
Τον έπιασαν αμέσως και τον οδήγησαν στον κατή να τον δικάσει. Ο κατής ξεχνώντας όλα, όσα του είχε υποσχεθεί, αποφάσισε να τον καταδικάσει σε θάνατο, αφού η ίδια η γυναίκα του τον καταγγέλλει για φόνο. Η ποινή σου είναι ο θάνατος, είπε ο κατής, και ετοίμασε τα ξύλα της φωτιάς για να τον κάψει.
Ορίστηκε η μέρα της θανατικής εκτέλεσης και λυπημένο τον οδηγούσαν στην πυρά. Όλοι οι συντοπίτες του απορούσαν πώς ένας τέτοιος άνθρωπος μπορούσε να γίνει φονιάς και τον συμπονούσαν. Μόνον ο μπακάλης έτρεχε από πίσω του φώναζε θέλω τα λεφτά που σου δάνεισα.
Διαβάστηκε η απόφαση της θανατικής ποινής και μετά τον ρώτησε ο κατής, αν έχει κάτι να πει.
-Εσύ κατή, του είπε, δήλωνες πως είσαι ο καλλίτερος μου φίλος και μου υποσχόσουν πως και φόνο αν έκανα, θα με αθώωνες. Τώρα αποφάσισες να με σκοτώσεις, χωρίς να έχω κάνει φόνο. Πού είναι το πτώμα; Πού είναι ο αποδείξεις που σε οδήγησαν να με δικάσεις και να με καταδικάσεις σε θάνατο;
Ο κατής προβληματίστηκε, σκέφτηκε πως ίσως έχει δίκιο και έστειλε να φωνάξουν τη γυναίκα του, η οποία τον είχε κατηγορήσει για τον φόνο.
-Εσύ, της είπε, κατηγόρησες άδικα τον άντρα σου, πού είναι το πτώμα;
-Κάτω από την κοπριά το κρύψαμε, απάντησε εκείνη.
Ο κατής έστειλε τους ανθρώπους του να φέρουν το θαμμένο πτώμα. Προς μεγάλη του έκπληξη είδε το ψημένο κριάρι, το οποίο μοσχομύρισε και του τρύπησε τα ρουθούνια.
Μετά από τις απρόσμενες εξελίξεις και τις εξηγήσεις που έδωσε ο άνθρωπος, ο κατής τον ρώτησε, γιατί τα έκανε όλα αυτά.
Του είπε για τις τρεις συμβουλές του πατέρα του, τις οποίες ήθελε να δοκιμάσει στην πράξη, να διαπιστώσει, αν ισχύουν τελικά. Αφού το διαπίστωσε, πλήρωσε τα χρέη στον μπακάλη, έδιωξε τη γυναίκα και συνέχισε τη ζωή του ακολουθώντας πια πιστά τις τρεις συμβουλές του πατέρα του: Με άνθρωπο της εξουσίας να μην κάνεις ποτέ φιλίες, να μην έχεις δοσοληψίες με άνθρωπο που ανοίγει για πρώτη φορά μαγαζί και στη γυναίκα σου να μην πεις ποτέ μυστικό.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος