Οι Έλληνες, μετά από 400 περίπου χρόνια σκλαβιάς, επαναστάτησαν εναντίον των Οθωμανών, τον Μάρτιο του 1821, με επίκεντρο την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα, επαναστατικές εστίες ξεσπούσαν σε όλη την υπόλοιπη Ελλάδα, τόσο στον ηπειρωτικό χώρο όσο και στον νησιωτικό.
Η Χίος, την περίοδο αυτή, ήταν ένα νησί με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό και μεγάλη οικονομική ανάπτυξη λόγω της καλλιέργειας και της εκμετάλλευσης των μαστιχόδεντρων. Η μαστίχα αποτελούσε και την αφορμή για την παραχώρηση προνομίων και φοροαπαλλαγών από τους Οθωμανούς προς τους κατοίκους του νησιού. Τα έσοδα από την καλλιέργεια της μαστίχας παραχωρούνταν στην αδερφή του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. Στο νησί λειτουργούσε το Γυμνάσιο, όπου είχαν διδάξει σημαντικοί λόγιοι και διδάσκαλοι όπως οι: Αδαμάντιος Ρώσιος, Αθανάσιος Πάριος, Δωρόθεος Πρώϊος, Κωνσταντίνος Βαρδάλαχος, Ιωάννης Τσελεπής και Νεόφυτος Βάμβας. Οι κάτοικοι όμως γνώριζαν και την τουρκική καταπίεση, ιδιαίτερα μετά τον ερχομό του Βαχήτ πασά.
Η πρώτη σύλληψη της ιδέας της εξέγερσης των Χίων ανήκε στον λόγιο-διδάσκαλο, Νεόφυτο Βάμβα, ο οποίος καταγόταν από το νησί. Ευρισκόμενος στην Ύδρα, όταν ξέσπασε η επανάσταση εκεί, θεώρησε πως ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης και για τους συμπατριώτες του. Έπεισε λοιπόν τους Υδραίους και τους Σπετσιώτες ότι πριν την εκστρατεία στο Ιόνιο έπρεπε να προηγηθεί η Χίος, καθώς ο πλούτος του νησιού θα συνέβαλε στην αύξηση των πόρων της Επανάστασης.
Έτσι, τον Μάιο του 1821, πλοία του ελληνικού στόλου υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Γιακουμάκη Τομπάζη, προσέγγισαν το νησί της Χίου, προσπαθώντας να πείσουν τους κατοίκους της να προσχωρήσουν στην Επανάσταση. Όμως δε βρήκαν θετική ανταπόκριση ενώ οι Οθωμανοί, αφού οχυρώθηκαν στο φρούριο, συνέλαβαν κάποιους Έλληνες και ένα σώμα ατάκτων πέρασε στο νησί για τη διατήρηση της τάξης και της ασφάλειας. Παράλληλα, οι πρόκριτοι παρακάλεσαν τον στόλο να αναχωρήσει, φοβούμενοι τα αντίποινα των Τούρκων, ο οποίος απέπλευσε στις αρχές Μαΐου. Οι Οθωμανοί εκδήλωσαν τη μανία τους, στέλνοντας 5.000 στρατιώτες υπό τον Μπεχήδ πασά, συνέλαβαν όλους τους προκρίτους και ενίσχυσαν το φρούριο.
Τον Ιούλιο του 1821, υπήρξε ένα άλλο σχέδιο εξέγερσης, το οποίο είχε αναλάβει ο Ιωάννης Ράλλης, Χιώτης, Φιλικός, έμπορος στην Οδησσό. Όμως, άλλοι Χιώτες έμποροι τον έπεισαν ότι κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο, ενώ συμφώνησε και ο Υψηλάντης.
Μία πιο σοβαρή προσπάθεια ξεσηκωμού ξεκίνησε όταν ο Αντώνης Μπουρνιάς (Χατζηαντώνης), Χιώτης στην καταγωγή, αξιωματικός του Ναπολέοντα στην εκστρατεία του στην Αίγυπτο, αποβιβάστηκε στη Σάμο και ζήτησε τη συνδρομή του Λυκούργου Λυκοθέτη, ηγέτη της σαμιακής επανάστασης. Έτσι, στις 10 Μαρτίου 1822, ο Αντώνης Μπουρνιάς έφτασε στη Χίο με ένα στρατιωτικό σώμα 1.500 αντρών.
Η απόβαση ήταν αιφνιδιαστική και οι Τούρκοι κλείστηκαν στο φρούριο. Ο ξεσηκωμός της Χίου εξόργισε τον σουλτάνο, που έλαβε σκληρά μέτρα. Αρχικά, διέταξε τη θανάτωση τριών προκρίτων που είχαν συλληφθεί το 1821 αλλά και 60 εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, έστειλε τον οθωμανικό στόλο με 46 πλοία υπό τη διοίκηση του Καρά Αλή για να καταστείλει την επανάσταση στο νησί με 7.000 στρατιώτες.
Η ελληνική αντίδραση άργησε. Μόνο οι Ψαριανοί έστειλαν βοήθεια στους Χίους, η οποία όμως δε στάθηκε ικανή να αποτρέψει την καταστροφή. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την πόλη και κατευθύνθηκαν προς το εσωτερικό του νησιού. Στις 31 Μαρτίου 1822, Μεγάλη Παρασκευή, οι Τούρκοι πυρπολούν τον ναό της Τουρλωτής και δίνεται το σύνθημα για το κάψιμο της πόλης. Το Μεγάλο Σάββατο, 1η Απριλίου 1822 καίγεται η Σχολή της Χίου και ακολουθούν σφαγές. Στις 2 Απριλίου, ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα, 15.000 Τούρκοι κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι του Αγίου Μηνά, όπου είχαν καταφύγει περίπου 3.000 Έλληνες. Επειδή αρνήθηκαν να παραδοθούν, οι Τούρκοι τους έσφαξαν και πυρπόλησαν τη μονή. Το ίδιο συνέβη και στη Νέα Μονή. Την επόμενη μέρα επιτέθηκαν στο χωριό Άγιος Γεώργιος όπου βρίσκονταν 2.300 επαναστάτες.
Οι Σαμιώτες επαναστάτες εγκατέλειψαν το νησί, καθώς ο Καρά Αλή, στις 5 Απριλίου ανακοίνωσε τη χορήγηση αμνηστίας, μέσω των προξένων της Αγγλίας και της Αυστρίας που βρίσκονταν στη Χίο, στους κατοίκους υπό τον όρο να επιστρέψουν στις περιοχές που εγκατέλειψαν. Γράφει ο Ν.Σπηλιάδης για τους προξένους: «Έδραμον εις τα όρη, εις τα παράλια και εις όλα τα μέρη, κηρύττοντες αμνηστίαν, εκθειάζοντες των ευσπλαγχνίαν των Τούρκων, προσκαλούντες τους Χριστιανούς εις υποταγήν και υποσχόμενοι προς αυτούς όλην την ασφάλειαν».Οι κάτοικοι πείσθηκαν και επέστρεψαν, παραδίνοντας τα όπλα τους. Οι Τούρκοι εξαπέλυσαν όλη την εκδικητική τους μανία, προβαίνοντας σε λεηλασίες, σφαγές, εμπρησμούς, βιασμούς, και αιχμαλωσίες. Τους επόμενους τέσσερις μήνες, φτάνουν Τούρκοι κατάδικοι από τις απέναντι τουρκικές ακτές με σκοπό τους φόνους, τις δηώσεις και τα λάφυρα. Υπολογίζεται ότι κατέφθασαν 40.000 Τούρκοι άτακτοι αυτήν την περίοδο. Ταυτόχρονα ο Βαχήτ Πασάς αναγγέλλει τη διαταγή του σουλτάνου να θανατώνονται βρέφη έως 3 ετών , αγόρια και άνδρες άνω των 12 ετών , γυναίκες άνω των 40 ετών , να αιχμαλωτίζονται κορίτσια και γυναίκες από 3 έως 40 ετών και αγόρια από 3 έως 12 ετών. Γλίτωναν μόνο όσοι ασπάζονταν το μωαμεθανισμό.
Το αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος περίπου 40.000 ανθρώπων, πολλές χιλιάδες άνθρωποι αιχμαλωτίσθηκαν, ενώ τα γυναικόπαιδα πωλούνταν ως δούλοι σε σκλαβοπάζαρα. Λιγότεροι από 2.000 παρέμειναν στο νησί, καθώς πολλοί το εγκατέλειψαν για να σωθούν . Ο Βαχίτ πασάς, Τοποτηρητής της Χίου, που κατέγραψε τα όσα συνέβησαν, αναφέρει χαρτακτηριστικά: «τους μεν ηλικιωμένους επέρασαν (οι μουσουλμάνοι) γενναιότατα εν στόματι μαχαίρας, παρομοίως και τας ηλικιωμένας γραίας, την δε κινητήν περιουσίαν αυτών ελεηλάτησαν … τας δε ωραίας κόρας των και τους τρυφερούς νεανίσκους των ηχμαλώτισαν. Το αίμα έρρευσε ποταμηδόν …».
Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ, σημειώνει πως τα πτώματα των σφαγιασμένων Χίων, «συνόδευαν» τα διερχόμενα πλοία που πήγαιναν από τη Χίο στη Μικρά Ασία: «Συσσωρευθέντα πέριξ των πλοίων δεν αφήκαν πλέον τα πλευρά αυτών. Ηκολούθησαν τους αύλακες δί ων αι τρόπιδες (καρίνες) ώργουν το κύμα, πολλά δε, ως απαίσιος συνοδεία, αφήκοντο ούτω μέχρι Τσεσμέ και εις τον Κόλπον της Σμύρνης…».
Η σφαγή της Χίου προκάλεσε μεγάλο κύμα προσφύγων προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο. Η νοσταλγία για την πατρίδα τους οδήγησε πολλούς Χίους να επιστρέψουν στο νησί, από τον Οκτώβριο του 1822 , παρόλο που αυτό βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Όσοι δεν επέστρεψαν σχεδιάζανε την ανακατάληψη του νησιού τους. Μάλιστα, χαρακτηριστική υπήρξε η αποτυχημένη επιχείρηση του Γάλλου φιλέλληνα Φαβιέρου (1827-1828), που προετοιμάστηκε από Χίους πρόσφυγες.
Η καταστροφή του νησιού και η ανελέητη σφαγή συγκίνησε τόσο τους Έλληνες όσο και τους Ευρωπαίους. Το φιλελληνικό κίνημα ενισχύθηκε από τον αποτροπιασμό για τις φρικαλεότητες των Τούρκων. Η ελληνική κυβέρνηση κατηγορήθηκε καθώς δεν μπόρεσε να αντιδράσει εγκαίρως. Η εκδίκηση ήρθε από τον ελληνικό στόλο, από τον πλοίαρχο των Ψαρών, τον Κωνσταντίνο Κανάρη, τον επονομαζόμενο μπουρλοτιέρη, ο οποίος μαζί με τον Υδραίο Ανδρέα Πιπίνο, πυρπόλησε στις 7 Ιουνίου τη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου, που ήταν αγκυροβολημένη στο λιμάνι της Χίου, σκοτώνοντας 2.000 άντρες, ανάμεσα τους και τον ίδιο τον Καρά Αλή.
Η σφαγή της Χίου αποτέλεσε μια από τις τραγικότερες στιγμές της ελληνικής Επανάστασης και της ιστορίας του τόπου μας, που ενέπνευσε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών.
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος