Της ψυχολόγου Αγγελικής Μπουμπούλη
Το παιδί στην βρεφική του ηλικία είναι απολύτως εξαρτημένο για την επιβίωσή του από τους γονείς του και κυρίως από τη μητέρα του. Καθοριστική σημασία στη συγκρότηση και στην ωρίμανση του έχει η δημιουργία ασφαλούς δεσμού με τη μητέρα κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της ζωής του. Η μητέρα παίζει το ρόλο του ρυθμιστή της ψυχικής ασφάλειας του παιδιού μέσα από την ικανοποίηση που αυτή παρέχει στις σωματικές κυρίως ανάγκες του για τροφή, φροντίδα και εκτόνωση των βιολογικών αλλά και ψυχολογικών εντάσεών του. Η εύρυθμη λειτουργία της δυάδας παιδιού – μητέρας οδηγεί στη δημιουργία ενός ασφαλούς δεσμού μεταξύ τους ο οποίος αποτελεί την αναγκαία και απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχοσυναισθηματική ωρίμανση και απαρτίωση του παιδιού.
Στην ηλικία των 2 ετών σε γενικές γραμμές ένα παιδί περπατάει καλά, τρέχει, κάθεται μόνο του σε καρέκλα, χρησιμοποιεί κουτάλι και πιρούνι, κλωτσά την μπάλα και προσπαθεί να ντυθεί μόνο του. Στην ηλικία αυτή έχουμε και την εκπαίδευση στην τουαλέτα. Τα παιδιά χρησιμοποιούν λέξεις, φράσεις και απλές προτάσεις, καταλαβαίνουν απλές οδηγίες, σχηματίζουν απλά σχέδια ή μουντζουρώνουν το χαρτί. Η προσοχή τους αποσπάται κατά διαστήματα. Στην ηλικία αυτή το παιδί είναι εγωκεντρικό, αρχίζει να έχει την αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας, εμφανίζει κτητικότητα, αρνητισμό και απογοήτευση, απολαμβάνει τη σωματική στοργή, αντιδρά στις αλλαγές και ανταποκρίνεται στο χιούμορ. Κάνει μοναχικό παιχνίδι και εξαρτάται σ’ αυτό από την καθοδήγηση ενός ενήλικα.
Στην ηλικία των 3 ετών το παιδί μπορεί να οδηγήσει ποδήλατο με τρεις ρόδες, τρώει μόνο του, φοράει παπούτσια και κάλτσες, κουμπώνεται ή ξεκουμπώνεται. Κάνει μικρές προτάσεις, λέει απλές ιστορίες, θέτει ερωτήσεις και γενικά εμφανίζει μεγάλη ανάπτυξη της επικοινωνίας. Επίσης παρατηρείται ανάπτυξη της φαντασίας. Πλέον δεν αντιδρά στις αλλαγές, νιώθει ασφάλεια και αρχίζει να γίνεται τολμηρό. Κάνει παράλληλο παιχνίδι με άλλα παιδιά, απολαμβάνει τις σύντομες δραστηριότητες σε ομάδα και ανταποκρίνεται σε προφορικές οδηγίες.
Στη ηλικία των 4 ετών το παιδί κάνει «κουτσό», πετάει την μπάλα ψηλά, κόβει με ψαλίδι, ζωγραφίζει ανθρώπους, πλένει και σκουπίζει το πρόσωπό του, πλένει τα δόντια του και ντύνεται μόνο του. Κάνει ολοκληρωμένες προτάσεις και ζωγραφίζει απλά αντικείμενα. Συχνά γίνεται αρνητικό, κάποιες φορές προκλητικό και χρειάζεται ελεγχόμενη ελευθερία. Παίζει και απολαμβάνει την παρέα και το παιχνίδι των άλλων παιδιών.
Στα 5-6 χρόνια, οι απλές δεξιότητες ολοκληρώνονται, το παιδί αποκτά καλή ισορροπία, μπορεί να μάθει ποδήλατο με δύο ρόδες και μαθαίνει να δένει κορδόνια. Έχει πλήρη έλεγχο των σφιγκτήρων του. Ζωγραφίζει ανθρωπάκια, μαθαίνει να γράφει γράμματα, κάνει μεγάλες προτάσεις. Του αρέσει να ακολουθεί κανόνες, δείχνει σταθερότητα και έχει φίλους.
Στα 7-8 χρόνια αναπτύσσονται ακόμα περισσότερο οι λεκτικές ικανότητες και τα παιδιά γνωρίζουν πλέον όλα τα μέρη του λόγου, διαβάζουν απλά βιβλία και γράφουν.
Από τα 7 έως τα 12 αρχίζουν να σκέπτονται για τον εαυτό τους, να αναπτύσσουν δεξιότητες συνεργασίας και να εντάσσονται ως μέλη σε μια ομάδα. Οι δραστηριότητες καθορίζονται πια από το φύλο. Αναπτύσσουν σχολικές, καλλιτεχνικές, αθλητικές και λοιπές δεξιότητες. Αυτό συνεχίζεται και μέχρι την αρχή της εφηβείας όπου τα παιδιά παίζουν με ομάδες ομοφύλων τους.
Κλείνοντας είναι σημαντικό να αναφερθούμε στο παιχνίδι, που κυριαρχεί στις ηλικίες αυτές. Το παιχνίδι είναι ένας τρόπος εκπαίδευσης των παιδιών, ένας τρόπος να μεγαλώσουν και να αναπτυχθούν, μια ένδειξη ψυχικής υγείας. Είναι μια δραστηριότητα αυθόρμητα διαλεγμένη από το παιδί, μέσα από την οποία δρα ελεύθερα και αβίαστα, δημιουργεί και μαθαίνει, αναπτύσσει τη σκέψη του και την ικανότητα λύσης προβλημάτων, οξύνει την κρίση του, ερευνά τον υλικό κόσμο, αναπτύσσει τη γλώσσα, ζει σε έναν κόσμο φανταστικό που μπορεί να εξουσιάσει, αναπτύσσει διαπροσωπικές σχέσεις, εκφράζει συναισθήματα και αισθάνεται ευχαρίστηση.
Το παιχνίδι αρχίζει αυθόρμητα από τη βρεφική ηλικία αλλά η ανάπτυξή του εξαρτάται από την ενθάρρυνση και την παρουσία των μεγάλων. Τα προσφερόμενα παιχνίδια πρέπει να είναι ανάλογα του σταδίου εξέλιξης του παιδιού, ο προσφερόμενος χώρος κατάλληλος και ο χρόνος αρκετός για την ολοκλήρωση του παιχνιδιού, ώστε να μη δημιουργείται θυμός από την πρόωρη διακοπή, αλλά και όχι πάρα πολύς για να βαρεθεί και να αισθανθεί παραμέληση. Η ανάγκη για συντροφιά υφίσταται από την αρχή αλλά γίνεται εντονότερη στην ηλικία των 4-6 ετών.
Ποιος είναι όμως ο ρόλος του ενήλικα στο παιχνίδι; Ο ενήλικας πρέπει να δεχτεί τον τρόπο παιχνιδιού του παιδιού, δηλαδή να αλλάζει συχνά παιχνίδι χωρίς να τελειώνει αυτό που άρχισε, να ανεχθεί τη φασαρία, να το αφήσει να είναι αυθόρμητο και να χρησιμοποιεί η φαντασία του χωρίς κριτική και κανόνες, όταν παίζουν μαζί, να παίζει σαν ίσος προς ίσο και όχι σαν παθητικός αντίπαλος για να μην το θυμώνει, να μιλά κανονικά και όχι παιδικά (ο ενήλικας είναι το πρότυπο για το παιδί), να μην το επαινεί διαρκώς γιατί αυτό καλλιεργεί την εξάρτηση, να μη νομίζει ότι χάνει το κύρος του. Πολύ σημαντικό είναι να ξέρουν οι γονείς ότι το παιδί έχει τεράστια ανάγκη για ένα σύντροφο στο παιχνίδι.
Αγγελική Μπουμπούλη*
Ψυχολόγος, Επιστημονική Συνεργάτης της Εταιρείας Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ψυχικής Υγείας
Διαβάστε ακόμα:
Ηλεκτρονικός εκφοβισμός (Cyber bullying)
Κατάθλιψη: Τι πρέπει να γνωρίζετε