Το αγροτικό ζήτημα ταλανίζει την Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος το 1881, η χώρα αποκτά πολλά πεδινά εδάφη, εύφορα και κατάλληλα για καλλιέργεια γεωργικών προϊόντων. Όμως το ιδιοκτησιακό καθεστώς που εξακολουθεί να ισχύει δημιουργεί νέα προβλήματα. Η απελευθέρωση από τους Τούρκους, σηματοδοτεί την έκρηξη του αγροτικού ζητήματος.
Στην περιοχή της Θεσσαλίας υπάρχουν τα τσιφλίκια, μεγάλες εκτάσεις γης που ανήκουν σε ένα πρόσωπο και καλλιεργούνται από τους κολίγους. Αυτοί οι ντόπιοι ακτήμονες γεωργοί, οι Καραγκούνηδες του θεσσαλικού κάμπου, κατοικούν στα κτήματα και υποχρεούνται να καταβάλλουν τη «μορτή» (μέρος της σοδειάς) στους αφέντες τους αλλά και το «φόρο αροτριώντων» στο κράτος. Έχουν στην κατοχή τους ζώα, συνήθως βόδια ή βουβάλια που τα χρησιμοποιούν για την καλλιέργεια της γης. Υπάρχουν και οι παρακεντέδες και οι κουλουκτσήδες, οι οποίοι εργάζονται ως εργάτες γης, ως βοσκοί ή και για άλλες δουλειές. Αμείβονται σε είδος και βρίσκονται σε χειρότερη μοίρα ακόμα και από τους κολίγους.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι τσιφλικάδες είχαν μόνο το δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων που κατείχαν, ενώ οι κολίγοι είχαν πατροπαράδοτα δικαιώματα επί των κοινόχρηστων χώρων του τσιφλικιού, δηλαδή της γης, των σπιτιών, των δασών και των βοσκοτόπων. Συνήθως ανέθεταν την επίβλεψη των κτημάτων και των εργασιών στον επιστάτη. Ο επιστάτης, σύμφωνα με το δημοσιογράφο της εποχής Σπ. Παγανέλη, υποχρέωνε τους κολίγους «να εργάζονται τις Κυριακές, να μη συνάπτουν γάμους, να αρνούνται τη φιλοξενία, να μη βρίσκονται στους δρόμους μετά τη δύση του ηλίου». Η συμπεριφορά των τσιφλικάδων και των επιστατών στους κολίγους καταντούσε πολλές φορές απάνθρωπη, καθώς τους υποχρέωναν να εργάζονται πολλές ώρες κάτω από άσχημες συνθήκες. Οι κολίγοι έμεναν σε καλύβες στο τσιφλίκι ενώ ο τσιφλικάς στο κονάκι.
Ο Δ. Μπούσδρας αναφέρει σχετικά: «Οι καλλιεργηταί, υποχρεούντο να δίδωσιν εις τον γαιοκτήμονα (αφέντην), το τρίτον ή το ήμισυ των παραγομένων καρπών, ενοίκιον διά την βοσκήν των κτηνών, μέγαν αριθμόν ορνίθων και αμνών, ικανήν ποσότητα τυρού, βουτύρου, καυσοξύλων, αιγών, πεπονιών, χόρτου και αχύρου, να στέλλωσιν εν θήλυ μέλος, ίνα ζυμώνη και ψήνη το ψωμί της επιστασίας, λείψανον του δικαιώματος της πρώτης νυκτός: Οι τσιφλικούχοι εξουσίαζον το σώμα των γυναικών και των θυγατέρων των κολίγων… Κατώκουν (οι κολίγοι) εις τρώγλας και πολλοί συνέτρωγον εν την αυτή φάτνη με τους όνους των, θνήσκοντες δε, και με αιμάσσουσαν καρδίαν, ητένιζον τα πέριξ της κλίνης του θανάτου τέκνα των, διότι τα εγκατέλειπον άστεγα… Οσάκις δε υπεδέχοντο τον αφέντην επισήμως, γονυπετείς, εσύροντο, εκτύπων το χώμα με το μέτωπον τρεις φορές και εφίλουν τον αριστερόν πόδα του. Γενικώς δε ειπείν αι μεγάλαι πιέσεις, αι εξαθλιώσεις και αι αφόρηται ταπεινώσεις δίκην μαστιγίου, έπληττον τα νώτα και είχον κάμει τους χωρικούς δέκτας ενός επαναστατικού ευαγγελίου…».
Μετά την απελευθέρωση, εμφανίζονται και οι μικροϊδιοκτήτες γης. Τα τσιφλίκια άλλαξαν ιδιοκτήτες καθώς οι Οθωμανοί ξεπούλησαν τα κτήματά τους σε Έλληνες κεφαλαιούχους τους εξωτερικού (Χρ. Ζωγράφος, Π.Στεφάνοβικ- Σκυλίτσης, Αλ.Μπαλτατζής, Ανδρέας Συγγρός, Γ. Ζαρίφης, Κων/νος Ζάππας, Τερτίπης, Γ. Καρτάλης κ.α) σε εξευτελιστικές τιμές. Κάποιοι κολίγοι δανείζονται για να αγοράσουν γη από ξεπεσμένους τσιφλικάδες, με αποτέλεσμα να βρεθούν χρεωμένοι, καθώς οι δόσεις και οι φόροι ήταν δυσβάστακτοι.
Οι εξώσεις ήταν το κυριότερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι κολίγοι, μετά την προσάρτηση, οι οποίες δεν υφίσταντο επί Τουρκοκρατίας. Νομιμοποιήθηκαν το 1899, με το νόμο της κυβέρνησης Θεοτόκη «περί εξώσεως δυστροπούντων ενοικιαστών». Πράγματι η ζωή για τους κολίγους τώρα ήταν χειρότερη από εκείνη των προγόνων τους επί Τουρκοκρατίας. Ο καυτός ήλιος, οι δύσκολες συνθήκες και η ελονοσία τους θερίζουν. Κάποιοι φεύγουν ως μετανάστες στην Αμερική και σε άλλα μέρη, ενώ άλλοι καταφεύγουν στα βουνά και στρέφονται στη ληστεία, οι λεγόμενοι Τσιτσούληδες.
Φυσικό και επόμενο λοιπόν ήταν να ανθίσει το αγροτικό κίνημα. Σιγά σιγά δυναμώνουν οι φωνές που ζητούν την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Οι αγρότες οργανώνονται και ιδρύεται στην Καρδίτσα, αρχικά, ο «Γεωργικός Σύλλογος» και στη συνέχεια ακολούθησε η δημιουργία αντίστοιχων συλλόγων στη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Πρώτη η Εφημερίδα «Πανθεσσαλική» του Σοφ. Τριανταφυλλίδη, η οποία εκδιδόταν στο Βόλο από το 1900, προέβαλε το θέμα ενώ το υποστήριξαν οι ριζοσπάστες και οι σοσιαλιστές της εποχής. Ο Κεφαλλονίτης Μαρίνος Αντύπας, στα 1906 ήρθε στη Θεσσαλία και ανέλαβε επιστάτης στα κτήματα του θείου του. Ο ίδιος υποστήριζε θερμά την ιδέα της απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών: «Τας ανωτέρω ιδέας προσπαθώ να φυτεύσω εις την ψυχήν των χωρικών, διά να γίνωσι μίαν ημέραν ελεύθεροι – ήδη είνε είλωτες – και επειδή η εργασία αύτη απαιτεί οικονομικήν ευρωστίαν – οιονεί λίπασμα διά το φυτόν – διά τούτο προσπαθώ το κατά δύναμιν ν’ αφαιρεθώσιν από τα κακώς κτηθέντα δικαιώματα των τσιφλικιούχων, διά να δοθώσιν εις τους αδίκως εξ αυτών απογυμνωθέντας χωρικούς… Φρονώ ότι το δίκαιον είνε εκεί όπου το συμφέρον των πολλών και όχι των ολίγων, επομένως μεταχειρίζομαι τας δυνάμεις μου υπέρ της εξαφανίσεως του τσιφλικιού και της πλήρους ανεξαρτησίας του καλλιεργητού». Οι λόγοι και οι κινήσεις του προκαλούν την οργή των τσιφλικάδων με αποτέλεσμα τη δολοφονία του στις 8 Μαρτίου 1907. Τους κολίγους του θεσσαλικού κάμπου ενέπνευσαν οι απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, καθώς και οι αγώνες του Σοσιαλιστικού Κέντρου του Βόλου.
Απ’ το 1908 ο θεσσαλικός κάμπος βρίσκεται σε αναβρασμό. Οι αγρότες της Θεσσαλίας αρχίζουν τις κινητοποιήσεις. Το Φλεβάρη του 1909 στην Καρδίτσα έγινε το πρώτο μεγάλο αγροτικό συλλαλητήριο. Μικρότερα συλλαλητήρια έγιναν τον ίδιο μήνα στα Τρίκαλα, Σοφάδες, Αγιά, Τύρναβο και Φάρσαλα. Στις αρχές του 1910, κάποιοι αγρότες με επαναστατικές ιδέες, αγανακτισμένοι από τις συνθήκες εκμετάλλευσης που επικρατούν, γυρνούν τη θεσσαλική γη, μιλούν για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και καλούν τους κολίγους σε κινητοποιήσεις στις θεσσαλικές πόλεις.
Στις 6 Μαρτίου 1910, αγρότες από διάφορα σημεία της Θεσσαλίας ξεκινούν για τη Λάρισα, όπου οργανωνόταν μεγάλο παναγροτικό συλλαλητήριο με αφορμή τη συζήτηση και την ψήφιση του αγροτικού νομοσχεδίου στη Βουλή. Πρώτα φτάνουν στη Λάρισα οι κολίγοι του Δήμου Κρανώνος. Στο χωριό Κιλελέρ (Κυψέλη) περίπου 200 κολίγοι επιβιβάστηκαν στο τρένο, για να πάνε στη Λάρισα χωρίς να βγάλουν εισιτήριο. Στο τρένο επέβαινε και ο διευθυντής των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, (Πολίτης) ο οποίος αρνήθηκε την μη καταβολή αντιτίμου. Οι κολίγοι οργισμένοι άρχισαν να λιθοβολούν το συρμό, σπάζοντας τα τζάμια των βαγονιών. Λίγο παρακάτω επαναλαμβάνονται τα επεισόδια με μεγαλύτερο αριθμό κολίγων, ενώ ο Πολίτης ζήτησε την επέμβαση των στρατιωτών που βρίσκονται στο τρένο, οι οποίοι πυροβολούν στον αέρα για εκφοβισμό. Οι πυροβολισμοί εξαγριώνουν το πλήθος και οι αγρότες επιτίθενται με πέτρες και ξύλα. Επεισόδια σημειώνονται και στο χωριό Τσουλάρ (Μελία). Σκοτώνονται οι αγρότες Αθ. Νταφούλης και Αθ. Μπόκας, ενώ πολλοί τραυματίζονται.
Το συλλαλητήριο τελικά πραγματοποιείται στη Λάρισα, στην πλατεία Θέμιδος στις 3 το μεσημέρι ενώ αποστέλλεται σχετικό ψήφισμα στη Βουλή και στην κυβέρνηση. Για τα επεισόδια συνελήφθησαν πολλοί διαδηλωτές ενώ κάποιοι απ’ αυτούς παραπέμφθηκαν σε δίκη αλλά αθωώθηκαν.
Η εξέγερση του Κιλελέρ, έδωσε νέα ώθηση στο αγροτικό ζήτημα όπως αποδεικνύει και το αναθεωρημένο σύνταγμα του 1911: το κράτος μπορεί να αφαιρεί από τους ιδιοκτήτες τους με αποζημίωση μεγάλες εκτάσεις γης για να μοιραστούν σε ακτήμονες. Η αγροτική μεταρρύθμιση ολοκληρώνεται το 1917, επί Βενιζέλου με την απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιοκτησιών γης.
(Πρώτη δημοσίευση στο schooltime.gr – Μάρτιος 2016)
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος