Η Ελλάδα τον 19ο αιώνα μαστίζονταν από τη ληστεία και την πειρατεία. Παρ’ όλες τις προσπάθειες πάταξής τους από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, τα φαινόμενα δεν εξέλιπαν ακόμη και στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα. Το 1870, επί βασιλείας Γεωργίου Α΄ και κυβέρνησης Θρασύβουλου Ζαΐμη συνέβη ένα επεισόδιο που επηρέασε τις διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με τις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά και αμαύρωσε την εικόνα της χώρας μας διεθνώς: η απαγωγή και ο θάνατος από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες μιας ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών στις αρχές του Απριλίου του 1870 στο Δήλεσι.
Οι λήσταρχοι Τάκος και Χρήστος Αρβανιτάκης είχαν έρθει από την περιοχή των Αγράφων, όπου είχαν συμμετάσχει στην επανάσταση στην περιοχή το 1866 και η κυβέρνηση προσπάθησε να τους σταματήσει στην περιοχή της Λιβαδειάς και της Θήβας, όπου έγιναν αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ ληστών και χωροφυλακής. Είχαν ήδη απασχολήσει τις αρχές με τη βίαιη δράση τους.
Τον Μάρτιο του 1868 οι Αρβανιτάκηδες απήγαγαν τους είκοσι επτά μαθητές του Αλληλοδιδακτικού Δημοτικού Σχολείου Γαρδικίου, τους οποίους οδήγησαν μαζί με τον δάσκαλό τους στον κοντινό λόφο των Αγίων Θεοδώρων. Εκεί, αφού συγκέντρωσαν πληροφορίες για την οικονομική κατάσταση των γονιών των μαθητών, απελευθέρωσαν το δάσκαλο και κάποιους μαθητές, εκτός από δεκατέσσερις, τους οποίους κατακράτησαν, ζητώντας λύτρα, από 500 έως 2.000 δραχμές για κάθε παιδί, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των γονέων. Αφού ικανοποιήθηκε το αίτημά τους, απελευθέρωσαν όλους τους μαθητές εκτός από δύο αδέλφια, που ήταν τα παιδιά της οικογένειας Γαρδίκη, επειδή η οικογένεια αυτή συμμετείχε στην καταδίωξη των ληστοσυμμοριών. Τελικά, τα παιδιά αυτά οι Αρβανιτάκηδες τα έσφαξαν στο Λάπατο.
Τη Δευτέρα 29 Μαρτίου 1870, μια ομάδα Άγγλων περιηγητών, ανάμεσά τους ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο εγγονός του κόμη Γκρέυ Φρειδερίκος Βίνερ, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο δικηγόρος της Εταιρείας Σιδηροδρόμων Εδουάρδος Λόιντ με τη σύζυγο και την κόρη του, o γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας της Αθήνας κόμης Αλβέρτος ντε Μπόιλ, ένας Ιταλός υπηρέτης και ένας Έλληνας ξεναγός, ο Αλέξανδρος Ανεμογιάννης, υπάλληλος του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, όπου είχαν καταλύσει οι επισκέπτες, ξεκίνησαν με δύο άμαξες και τέσσερις έφιππους χωροφύλακες, για να επισκεφτούν τον Μαραθώνα.
Μετά την ολοκλήρωση της ξενάγησης, η ομάδα, καθώς επέστρεφε στην Αθήνα, γύρω στο απόγευμα, περνώντας ανάμεσα στο Πικέρμι και τα Σπάτα δέχτηκε επίθεση από τη συμμορία των λήσταρχων Τάκου και Χρήστου Αρβανιτάκη, που την αποτελούσαν περίπου 25 ληστές. Τότε οι τέσσερις ιππείς ρίχτηκαν κατά πάνω τους πυροβολώντας, περικυκλώθηκαν οι άμαξες και υποχρεώθηκαν όλοι να κατέβουν. Ακολούθησε συμπλοκή, κατά την οποία σκοτώθηκαν οι δύο χωροφύλακες ενώ οι άλλοι δύο αναγκάστηκαν να παραδοθούν στους ληστές όπως και οι ξένοι αριστοκράτες και οδηγήθηκαν σε μια σπηλιά της Πεντέλης. Στη συνέχεια, οι ληστές διατύπωσαν τα αιτήματά τους: ζητούσαν λύτρα 50.000 αγγλικές λίρες, παροχή αμνηστίας και διακοπή κάθε καταδίωξης.
Στις διαπραγματεύσεις πήρε μέρος ο Βρετανός πρέσβης, ενώ εντύπωση προκάλεσε η θέση του βασιλιά Γεωργίου Α΄, ο οποίος ζήτησε να μπει αυτός στη θέση των ομήρων. Η αγγλική πρεσβεία αποδέχθηκε τα αιτήματα των ληστών και ζήτησε τη συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης. Ο υπουργός Στρατιωτικών, Σκαρλάτος Σούτσος αρνήθηκε, μιλώντας εξ ονόματος της κυβέρνησης, καθώς η χορήγηση αμνηστίας ήταν αντισυνταγματική και θα δημιουργούσε την εντύπωση πως η κυβέρνηση είναι έρμαιο των ληστάρχων, πράγμα που θα διέσυρε διεθνώς την Ελλάδα. Μάλιστα, ο λόρδος Μάνκαστερ, ζήτησε από τους απαγωγείς να τον αφήσουν ελεύθερο για να συγκεντρώσει το ποσό και να πείσει την κυβέρνηση για την αμνηστία. Η κυβέρνηση Ζαΐμη όμως αρκέστηκε στο να στείλει ένα στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους ληστές. Στη συνέχεια, οι Αρβανιτάκηδες, οι οποίοι άλλαζαν διαρκώς κρησφύγετα, απελευθέρωσαν τις γυναίκες, τους δύο τραυματίες χωροφύλακες και τον Ιταλό υπηρέτη, που τους δυσκόλευαν στις μετακινήσεις.
Η αντιπολίτευση κατηγόρησε τον πρωθυπουργό Θρασύβουλο Ζαΐμη και τον Σκαρλάτο Σούτσο για ανικανότητα. Οι Αρβανιτάκηδες μετακινούνταν διαρκώς και ζητούσαν να σταματήσει η καταδίωξή τους και να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους, απειλώντας με εκτέλεση τους ομήρους . Η κυβέρνηση αναθέτει στον ταγματάρχη Θεαγένη την απελευθέρωση των ομήρων. Στην τελική συμπλοκή ληστών -στρατιωτών, στις 9 Απριλίου, στο Δήλεσι, δολοφονήθηκαν τέσσερις Ευρωπαίοι (Λόιντ , Μπόιλ, Βάινερ, Χέρμπερτ) από τη συμμορία και σκοτώθηκαν εννιά ληστές, ανάμεσά τους και ο Χρήστος Αρβανιτάκης. Ο Τάκος και οι υπόλοιποι ληστές συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στην Αθήνα, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν.
Το γεγονός αυτό είχε ηχηρό αντίκτυπο στις διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας, Αγγλίας και Ιταλίας, και οδήγησε τελικά στην πτώση της κυβέρνησης Θρασύβουλου Ζαΐμη. Μάλιστα, ο ευρωπαϊκός Τύπος αναφερόταν σε «χώρα ημιβαρβάρων», «φωλεά ληστών και πειρατών» και χαρακτήρισε την Ελλάδα «εντροπή για τον πολιτισμό». Σε άλλα κείμενα αναφέρεται ότι «η Ελλάς τίθεται εκτός του κύκλου των εξευγενισμένων κρατών» και ότι «αι ληστείαι συμφωνούνται εν Αθήναις, ένθα και διανέμονται τα χρήματα».
Μόνο ο φιλέλληνας υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, Γλάδστων, καθώς και οι πρεσβευτές της Ρωσίας και των ΗΠΑ υποστήριξαν πως η ελληνική κυβέρνηση έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Κατόπιν, η ελληνική κυβέρνηση αφού εξέφρασε τη λύπη της προς τις κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας, προσέφερε 22.000 λίρες ως αποζημίωση σε κάθε μία από τις οικογένειες των θυμάτων. Ο ίδιος ο Σκαρλάτος Σούτσος, κάτοχος μεγάλων εκτάσεων γης, κατηγορήθηκε ότι παρείχε προστασία στους ληστές και παραιτήθηκε, ακολουθούμενος και από τον πρωθυπουργό Θρασύβουλο Ζαΐμη.
Αναμφίβολα, η σφαγή στο Δήλεσι αποτέλεσε μια αποτροπιαστική πράξη που έπληξε το κύρος και τη δημόσια εικόνα του ελληνικού κράτους αλλά και τις σχέσεις του με την ευρωπαϊκή διπλωματία.
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος