Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία ο ερωτιάρης πατέρας των θεών, ο Δίας, ερωτεύτηκε παράφορα τη νύμφη Καλλιστώ. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Αρκάς, ο ήρωας της Αρκαδίας. Η ζηλιάρα Ήρα, όταν έμαθε τα κατορθώματα του Δία, από τη ζήλεια της μεταμόρφωσε την Καλλιστώ σε αρκούδα. Όταν μεγάλωσε ο Αρκάς, βγαίνοντας για κυνήγι στόχευσε να σκοτώσει την αρκούδα-μητέρα του. Ο Δίας μεταμόρφωσε τότε τον Αρκά σε αρκουδάκι για να αναγνωρίζει τη μητέρα του. Η ζήλεια της Ήρας όμως δεν κατευνάστηκε. Έτσι ο Δίας τους μετέφερε στον ουράνιο θόλο και τους μεταμόρφωσε σε αστερισμούς, τη μικρή και τη μεγάλη Άρκτο. Δίπλα τους έβαλε φρουρό να τους φυλάει τον Αρκτούρο.
Η ποντιακή παράδοση αναφέρεται και αυτή σε μια ιστορία με αρκούδα. Σύμφωνα με αυτήν ο ΄Άρκον άρθωπος έτον κι έλεγάν ατον Βασίλ΄. Έναν ημέραν ο Βασίλτς εξέβεν απάν΄ ΄ς σ΄ έναν κεράσ΄ και έτρωγεν κεράσια. Ζέστε έτον και ο Χριστόν πα έτυχεν να περάν΄ επ΄ εκέσ΄, νεγκασμένος και διψασμένος και επαρακάλεσέν ατον να σύρ΄ ατον ολίγα κλαδόπα κεράσια να τρώει ατα και σερινλαεύκεται. Άμαν ο Βασίλτς έσυρέν ατον πιπίλια. Ο Χριστόν πα εκαταρέθεν ατον να ΄ίνεται άρκος. Ας ατότες κιαν΄τον άρκον λέν΄ατον Αρκοβάσιλον. (Η αρκούδα ήταν κάποτε άνθρωπος και τον έλεγαν Βασίλη. Μια μέρα ανέβηκε πάνω σε μια κερασιά και έτρωγε κεράσια. Έκανε ζέστη και πέρασε από εκεί ο Χριστός κουρασμένος και διψασμένος και τον παρακάλεσε να του ρίξει μερικά κλαδάκια με κεράσια για να δροσιστεί. Ο Βασίλης όμως του έριξε κουκούτσια και ο Χριστός τον καταράστηκε να γίνει αρκούδα. Από τότε την αρκούδα την λένε Αρκοβασίλη). Με τη λέξη Αρκοβασίλης χαρακτηρίζεται ο άξεστος και βάναυσος άνθρωπος, ο χωρίς τρόπους, ο αγροίκος. Στο ίδιο πνεύμα είναι και η λέξη αρκοκέφαλος = ο χαζός, ο δύσνους, ο αγροίκος. Άλλες λέξεις που χαρακτηρίζουν συμπεριφορές: αρκουδότε = τρόποι και συνήθεις αρκούδας, αρκουδωτός = άξεστος, αγροίκος, απολίτιστος, αρκοτσούβαλος = ευτραφής, μωρός, χαζός. Τις αδέξιες γυναίκες τις αποκαλούσαν αρκουδία.
Η ποντιακή διάλεκτος έπλασε μια μεγάλη οικογένεια λέξεων από τη λέξη αρκούδα. Η αρκοκαλομάνα είναι η προγιαγιά και αρκοπάππος = προπάππος. Η ποντιακή έπλασε μια ακόμα λέξη, σύνθετη, τη λέξη αρκοκόπαλον. Ήταν ξύλινος μηχανισμός, ο οποίος λειτουργούσε με τρεχούμενο νερό, και ο κόπανος κατά διαστήματα παρήγαγε τόσο δυνατό θόρυβο, ικανό να τρομάξει ακόμα και την αρκούδα. Γενικά ό,τι θύμιζε τον όγκο και το μέγεθος της αρκούδας το έκαναν λέξεις: αρκολάχανον = λάχανο με τεράστια φύλλα, αρκόλορον = φυτό του δάσους με μεγάλα άνθη και φύλλα, έφερε στέλεχος 0,50 εκατοστά και ένα τεράστιο κατακόκκινο λουλούδι σαν την παπαρούνα. Αρκοπατώ = κινούμαι σαν αρκούδα, αρκοτούζαγον = μεγάλη παγίδα.
Υπάρχουν και εκφράσεις σχετικές με την αρκούδα. «Ο Άρκον πα ΄σ σα χίλια χρόνε μίαν αχπαράεται» (λέγεται για σπάνιο γεγονός). Άλλη έκφραση, «Άρκονος πορδήν έκ΄σα και αϊκον πράμαν ΄κί έκ΄σα (λέγεται για πρωτάκουστο πράγμα). Το καλόν τ΄ απίδ΄ Άρκον τρώγια το (λέγεται για κάποιον που δεν έχει την τύχη που του αξίζει). Έστειλαν τον άρκον ΄σ σα ξύλα κι εγρίλεψεν τ΄ ορμάν΄ (η καταστροφή που προκαλείται είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσφορά). Άρκονος μαλλίν μετάξ΄ ΄κί γίνεται (για άνθρωπο που δεν πρόκειται να αλλάξει και να εξευγενιστεί). Ο άρκον είδε τα μήλα και τα αγρόμηλα άλλο ΄κί εσάρεψαν ατον(για άνθρωπο που είδε τα καλύτερα, τα καλά δεν του άρεσαν πια). Τον άρκον εδέκαν ατον τραντάφ΄λλον κι εκείνος εσέγκεν α ΄ς σον κώλον ατ΄(για άνθρωπο απολίτιστο, άξεστο).
Τον άρκον ή τον λύκον ετραβαγγέλιζαν ατον κι εκείνος έλεεν τη ποπά τα πρόγατα μέρ΄ κέσ΄ επήγαν (οι συνήθειες δεν αλλάζουν). Άρκον κι αγρονόετε (ηλίθιε σαν αρκούδα). Τα΄ομμάτε τ΄ άμον αρκούτσονος (μικρά μάτια σαν μικρής αρκουδίτδσας).
Λείχ΄ την απαλαμιάν = γλύφει την παλάμη του (πίστευαν ότι οι αρκούδες την περίοδο της νάρκης τους γλύφουν τις παλάμες της για να ζήσουν, η φράση λέγεται για την πολύ μεγάλη φτώχεια).
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος