Σε κάθε εποχή, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης τα γυναικεία μαλλιά εθεωρούντο στοιχείο σεξουαλικότητας και σύμβολο πρόκλησης των ανδρών. Σε αλλοτινές εποχές για να ελέγξουν οι άντρες τη γυναικεία σεξουαλικότητα επέβαλλαν πέπλα και καλύμματα κεφαλής. Η μορφή και το σχήμα του πέπλου ή του καλύμματος της κεφαλής ποίκιλε, αλλά ο κύριος και αντικειμενικός στόχος ήταν να κρυφτούν τα γυναικεία μαλλιά.
Η Πηνελόπη, το σύμβολο της συζυγικής πίστης παρουσιάζεται να φοράει πέπλο. Η πρώτη αναφορά σ’ αυτό ανάγεται σε κάποιο Ασσυριακό νομικό κείμενο του δέκατου τρίτου αιώνα π. Χ.
Στον Πόντο, μια συντηρητική κοινωνία, το κάλυμμα της γυναικείας κεφαλής σε κάθε στιγμή της ζωής της ήταν όρος απαράβατος. Η πρώτη εκείνη γενιά των γυναικών συνέχισε την παράδοση και εδώ στην Ελλάδα. Δεν είδα ποτέ τις γιαγιάδες μου χωρίς τη μαντήλα τους. Την αποχωρίζονταν μόνον την ώρα του μπάνιου και αφού χτενίζονταν, την φορούσαν πολύ γρήγορα για να μη δει κανείς τα μαλλιά τους. Όλοι οι κανόνες έχουν και τις εξαιρέσεις τους, αλλά τα ποντιακά ήθη δεν επέτρεπαν καμιά εξαίρεση. Την πρώτη δεκαετία της ανταλλαγής, ίσως ήταν το 1930, ήρθε στο χωριό μου μια νύφη Πόντια μεν, αλλά με αστικές συνήθειες. Στη νέα της πατρίδα πέταξε το κάλυμμα της κεφαλής της, έβαλε χτενάκια και πήγε στην εκκλησία. Αυτό θεωρήθηκε σκάνδαλο, μαζεύτηκαν τότε οι σεβάσμιοι άντρες του χωριού και πήγαν στον άντρα της. Το τελεσίγραφό ήταν ή να φορέσει μαντήλα η γυναίκα του ή να τη διώξει. Ήταν τόσο σκανδαλώδες το περιστατικό, ώστε η μικρή κοινωνία του χωριού μου το συζητούσε για πολλά χρόνια.
Στα «Ληστρικά τραγούδια» του (Εστία, 2000), ο Δημήτρης Χαλατσάς γράφει πως η Μαρία Πενταγιώτισσα, στα χρόνια του Όθωνα, «έμπαινε στην εκκλησιά ξεμαντίλωτη, χωρίς μαντίλι στο κεφάλι της –μεγάλη καινοτομία και εκσυγχρονισμός για την εποχή εκείνη– και οι γυναίκες ψιθύριζαν «ήρθε η πριμαντόνα».
Στον Πόντο υπήρχε μια μεγάλη ποικιλία από καλύμματα κεφαλής, για όλες τις ώρες και σε ποικιλία υφασμάτων και χρωμάτων.
Η βαλά ήταν ένα κιτρινόχρου μεταξωτό ύφασμα που το χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες ως κεφαλόδεσμο. Η διαδρομή της λέξης εγείρει διαφωνίες ως προς την προέλευσή της. Ο Β. Σκουβαράς παράγει την λέξη από την ρουμάνικη val = πέπλο. Η παρουσία όμως της λέξης στον Πόντο κατά τον A. Tietze έχει περσική προέλευση μέσω της τουρκικής vala = πέπλο. Στην ίδια ρίζα ανάγεται και το γαλλικό voile = πέπλο και το βουλγάρικο vala. Στο Ακ Νταγ Ματέν και σε άλλα μέρη του Πόντου ήταν νυφικό κάλυμμα κεφαλής, το οποίο κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τη μέση πίσω και μπροστά.
Πουρλαμά ή πουρλούν ή πουλλούν. Η λέξη είναι τουρκική από το ρήμα παρλαεύω, λ. τ. parlamak = στίλβω, λάμπω. Ήταν νυφική καλύπτρα χρυσίζουσα με μικρά σφαιρικά κέρματα. Το ύφασμα ήταν πολύ λεπτό σε χρώμα πράσινο ή κόκκινο και έφτανε στους ώμους καλύπτοντας τη νύφη στο πρόσωπο και την πλάτη. Συνήθως το φορούσαν μετά τη στέψη.
Σάλ΄, το σάλι, το γνωστό γυναικείο κάλυμμα των ώμων. Η λέξη είναι περσική shāl και από εκεί πέρασε και σε άλλες γλώσσες ιταλική scialle < γαλλική châle < περσική shāl. Στον Πόντο το φορούσαν συνήθως οι μεσήλικες γυναίκες και οι γριές στην εκκλησία. Με αυτό κάλυπταν το κεφάλι, τα νώτα, τους ώμους και το στήθος. Ήταν μπορούμε να πούμε ένα είδος μπέρτας από καλά μάλλινα ευρωπαϊκά υφάσματα μονόχρωμα ή πολύχρωμα.
Το τσαρκούλ΄, είδος καλύπτρας της κεφαλής, συνήθως ποδήρης. Ήταν φτιαγμένο από άσπρο μεταξωτό ύφασμα και κάλυπτε όλο το γυναικείο σώμα. Το φορούσαν οι νέες γυναίκες, όταν εκκλησιάζονταν. Σε μερικά μέρη του Πόντοι το φορούσαν και ως νυφικό κάλυμμα κεφαλής. Από το ουσιαστικό παράγονται και δυο ρήματα το τσαρκουλέζω και τσαρκουλώνω, τα οποία σημαίνουν καλύπτω. Τσαρκουλ΄ είναι και το λοφίο των πτηνών. Τη λέξη βρίσκουμε στο γνωστό ποντιακό δημοτικό τραγούδι: Αητέντς επαραπέτανεν, ψηλά σα επουράνια. ούι αμαν αμάν ούι αμαν αμαν. Είχεν τ’ αντζία τ’ κόκκινα και το τσαρκούλ’ν ατ’ μαύρον, ούι αμαν αμάν.
Η κάγια ήταν και αυτή καλύπτρα της κεφαλής, η οποία κάλυπτε το κεφάλι μέχρι τη μέση και τα νώτα. Υπάρχει και η φράση «έπρεπεν την κάταν κάγια», λέγεται ειρωνικά για ανθρώπους που επιθυμούν πράγματα που δεν τους αρμόζουν.
Το καμαρωρέρ΄, από τη λέξη καμαρώνω, ήταν και αυτό νυφικός πέπλος. Σε άλλα μέρη λεγόταν τουβάκ΄, λέξη τουρκική duvak = πέπλο.
Το λετσέκ΄, ήταν γυναικείο κεφαλομάντηλο, λ. περσ. lajak < λ. τ. leçek (κατά Χ. Συμεωνίδη και Κ. Καραποτόσογλου). Παράγωγη λέξη: απολετεκούμαι = λύνω και κατεβάζω το λετέκ΄. Σχετ. φράση: Εφόρεσεν το λετέκ΄ν ατ΄ς κ΄ επή΄εν ΄ς σο χορόν (= Φόρεσε τη μαντήλα της και πήγε στο χορό). Το φορούσαν οι γυναίκες μέσης ηλικίας. Ήταν τετράγωνο με διαστάσεις 1.20 Χ. 1.20 και είχε συνήθως έντονα χρώματα. Τα υφάσματα ήταν λινάτσα ή γάζα. Το άφηναν συνήθως λυτό και οι δυο άκρες έπεφταν στους ώμους.
Το τσίτ΄ ή κατζοδέτρα ήταν ένα τετράγωνο μαντήλι καθημερινό, μικρότερο σε διαστάσεις από το λετσέκ΄. Το χρώμα τους ήταν συνήθως άσπρο, μπεζ, μπλε, μαύρο και καμιά φορά με έντονους χρωματισμούς (κόκκινο) και λουλουδάτα. Η λέξη είναι τουρκική çit < περσική chīt.
Το τεπελίκ΄ ή τάπλα ήταν ένα καπελάκι που κοσμούσε τη γυναικεία κεφαλή. Εσωτερικά είχε σκληρό χαρτόνι και εξωτερικά τσόχα ή βελούδο ή κάμποτο. Είχε περίμετρο 10 εκατοστά. Δενόταν πάνω στο κεφάλι με δυο κορδέλες.
Σήμερα, η μαντίλα, και η μπούρκα, είναι, επιβεβλημένη από μουλάδες και πολιτικούς ηγέτες στις γυναίκες του Ισλάμ.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος