Τώνια Τσαρούχα

Της Τώνιας Τσαρούχα

«ΑΠΟΨΕ ΣΕ ΕΙΔΑ στον ύπνο μου. Ήσουν τόσο γλυκιά… Αλλά ξαφνικά έγινες μία τίγρη έτοιμη να με κατασπαράξει. Δεν φοβήθηκα. Σου έδωσα το μπράτσο μου να το φας. Μετά ηρέμησες»

Πρόκειται για ένα κείμενο σπαρακτικό και σπαραγματικό, που δομείται από αφηγηματικά θραύσματα φαντασιώσεων, εντυπώσεων, ονείρων και αναμνήσεων πριν και μετά το θάνατο της μητέρας της αφηγήτριας. Είναι γραμμένο με κοφτές, σύντομες φράσεις που μοιάζουν με αναστεναγμούς, με κραυγές και ψιθύρους, για να θυμηθούμε τον Μπέργκμαν. Αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε για την περισσότερο συγγενική με το βιβλίο ταινία του, τότε πρέπει να αναφερθούμε στη συγκλονιστική Περσόνα.

Στην εισαγωγική σκηνή της ταινίας βλέπουμε ένα αγόρι που βλέπει τη μορφή της ηθοποιού μητέρας του μέσα από μια κινηματογραφική οθόνη, ως μια άπιαστη υπερπαρουσία. Έτσι ακριβώς βλέπει και τη δική της μητέρα η ανώνυμη κόρη του βιβλίου, που, αν και δεν κατονομάζεται, ξέρουμε πως πρόκειται για την Καραπάνου. Υπάρχουν κι άλλες αναλογίες και ομοιότητες ανάμεσα στην ταινία και στο βιβλίο. Αφού και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με το παιχνίδι της αυτοβιογραφίας και το ανέφικτο του αυτοβιογραφικού εγχειρήματος. Μέσα από ένα κατοπτρικό παιχνίδι φωτοσκιάσεων και διπόλων η αλήθεια αντανακλάται στο ψέμα, η φαντασίωση στην πραγματικότητα, η μητέρα στην κόρη, το παρόν στο παρελθόν.

Μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι καταστρατηγείται η καταστατική συνθήκη του αυτοβιογραφικού συμβολαίου που είναι η αλήθεια των όσων περιγράφονται. Η αφήγηση της Καραπάνου δεν περιορίζεται μόνο στα πραγματικά γεγονότα και στην αποτύπωση ενός ενιαίου και αμετάβλητου εγώ. Η βαθύτερη επιθυμία που κινητοποιεί την αφήγηση είναι να αρθρώσει όλες τις εκδοχές της αλήθειας και την πολυπρισματικότητα της ύπαρξης, δηλαδή να αναπαραστήσει όλα τα εγώ που τη συναποτελούν. Επίσης, η συγγραφέας επιχείρησε να αποδώσει όλες τις εκφάνσεις της σχέσης με τη μητέρα, ως μια σχέση οικειότητας-ξενότητας, έλξης-άπωσης, ερωτισμού και αποστροφής. Μιλάει με το εν λόγω βιβλίο για τον έρωτα και το θάνατο, τη μοναξιά και τα γηρατειά, την ανεστιότητα, την κρίση έκφρασης ως αποτέλεσμα της υπαρξιακής και ταυτοτικής κρίσης. Εξάλλου, τι άλλο είναι η λογοτεχνία παρά η αποκάλυψη της πολυπλοκότητας της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Μέσα από ένα φαινομενικά αμοντάριστο, αυτοβιογραφικό υλικό, επαναδιαπραγματεύεται αφηγηματικά τη σχέση της με τη μητέρα και παράλληλα την αυτονόμηση της ως ατομικό και συγγραφικό υποκείμενο. Πρόκειται, εν ολίγοις, για ένα κειμενικό παιχνίδι αναζήτησης και επινόησης του παρελθόντος και της ταυτότητας μέσα από τη μητρική ετερότητα «…Είσαι τόσο εσύ…Με κάνεις και μένα να είμαι εγώ…».

«Μαμά»
Μέσω του αυτοβιογραφικού εγχειρήματος, δίνεται στην αφηγήτρια η δυνατότητα να αποκτήσει πρόσβαση στις πιο μύχιες πλευρές τις προσωπικότητας της μητέρας της, αλλά και να φωτίσει τις πιο σκοτεινές πλευρές του δικού της υποσυνειδήτου κι έτσι να επανασυνδεθεί με το Άλλο με έναν τρόπο αλογόκριτο και απογυμνωμένο από τις συμβάσεις. Της δίνεται, με άλλα λόγια η δυνατότητα, να επιστρέψει σε ένα προοιδιπόδειο στάδιο και να επανασυνδεθεί με το πρωταρχικό αντικείμενο της αγάπης, σε μια προπλασματική, ενδομητριακή συνύπαρξη, όπου το Εγώ, η μητέρα κι ο κόσμος ήταν μια αδιαίρετη και ομοούσια τριάδα.

Έτσι, όχι μόνο ανακαλεί, αλλά και επινοεί περασμένες στιγμές, επιβεβαιώνοντας με τον καλύτερο τρόπο ότι ο χρόνος, και άρα το παρελθόν, δεν μπορεί να ανακτηθεί αν δεν επινοηθεί. Μέσω της γραφής καταφέρνει να διορθώσει τις ματαιώσεις και να επουλώσει τα τραύματα, αφού πρώτα τα φέρνει σε κοινή θέα. Η συγγραφέας μοιάζει να έχει την ανάγκη μιας άλλης αφήγησης, που θα αντικαταστήσει τις αφηγήσεις των άλλων και κυρίως της μητέρας. Επομένως, μοιάζει να διεκδικεί ένα δικό της δωμάτιο σ’ έναν κόσμο δίχως σπίτι. Έτσι, είτε είναι στην Αθήνα, στην Ύδρα, στο Παρίσι ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, θα παραμείνει ένα πλάσμα ανέστιο, μοναχικό και τραυματισμένο, που παρά την απεγνωσμένη της ανάγκη για αγάπη, δεν κατάφερε ποτέ να συνδεθεί πραγματικά με τους άλλους.

«ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ συγγραφέας. Ίσως η βαθιά δυστυχία να με ώθησε. Μια μέρα, άρχισα το πρώτο μου μυθιστόρημα. Έκλαιγα από χαρά, τα δάκρυα μουτζουρώνανε τις σελίδες. Μητέρα, κι εσύ έκλαψες από χαρά. Τα γραμμένα χαρτιά επιτέλους μας χώριζαν. Εκείνη τη νύχτα δεν είχα εφιάλτες, με κατέκλυσε μια γλυκιά γαλήνη. Είχα γεννηθεί…».

(«Μαμά» της Μαργαρίτας Καραπάνου, Εκδόσεις Ωκεανίδα)

Τώνια Τσαρούχα*

Διαβάστε ακόμα:

Ακολουθήστε την επίσημη σελίδα μας στο facebook schooltime για να βλέπετε τις σημαντικότερες ειδήσεις στη ροή του schooltime.gr

Ακολουθήστε μας στο facebook