Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας – Οι ονοματικοί τύποι του ρήματος
Το απαρέμφατο
Το απαρέμφατο στην Αρχαία Ελληνική κατείχε περίοπτη θέση και ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη δομή των προτάσεων. Είτε άναρθρο είτε έναρθρο το συναντάμε αρκετά συχνά και καλό είναι να γνωρίζουμε όσο γίνεται πληρέστερα τις λειτουργίες του και τον ιδιαίτερο ρόλο του.
Το απαρέμφατο είναι άκλιτος ρηματικός τύπος. Άλλοτε εμφανίζεται χωρίς άρθρο, άναρθρο απαρέμφατο, π.χ. ποεῖν κι άλλοτε με άρθρο, έναρθρο απαρέμφατο, π.χ. τὸ λακωνίζειν
«Το άναρθρο απαρέμφατο»
Άναρθρο απαρέμφατο λέγεται το απαρέμφατο που χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο. Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό και ως ρήμα.
Η χρήση του άναρθρου απαρεμφάτου |
1. υποκείμενο των απρόσωπων ρημάτων και εκφράσεων Χρὴ τοῦ βάρους μεταδιδόναι τοῖς φίλοις. 2. αντικείμενο Ἐκήρυξεν τοῖς Ἕλλησι συσκευάζεσθαι. 3. κατηγορούμενοσε συνδετικά ρήματα, ιδιαίτερα σε άλλο έναρθρο απαρέμφατο: Τὸ κακῶς ποιεῖν ἐστιν ἀδικεῖν. 4. επεξήγησησε προηγούμενη λέξη, συνηθέστερα επίρρημα, ή ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας: Εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης. 5. προσδιορισμός του κατά τι ή της αναφοράς. (Στην περίπτωση αυτή το απαρέμφατο συνοδεύεταιόταν εξαρτάται από επίθετα που δηλώνουν ικανότητα, δυνατότητα, αναγκαιότητα, προθυμία, καταλληλότητα, όπως: ἄξιος, δεινός, ἐπιτήδειος, ἡδύς, ἱκανός, καλός, πικρός, ῥᾴδιος, στυγνός, χαλεπός.) Δημοσθένης ἦν δεινότατος λέγειν. 6. του σκοπού ή του αποτελέσματος. (Το απαρέμφατο ως προσδιορισμός του σκοπού ή του αποτελέσματος εξαρτάται από ρήματα που δηλώνουν σκόπιμη ενέργεια (ποιῶ, πράττω), κίνηση (φέρω, ἔρχομαι), παροχή, εκλογή, καθώς και τα ρήματα φύομαι και εἰμί. Αναλύεται σε τελική ή συμπερασματική πρόταση και μεταφράζεται με το «για να» ή «ώστε να» . Λακεδαιμόνιοι ἔδοσαν Αἰγηνήταις Θυρέαν οἰκεῖν. 7. απόλυτα(δεν εξαρτάται από κάποιο ρήμα). Στην περίπτωση αυτή είναι προσδιορισμός της αναφοράς ή του σκοπού. Μερικά από τα πιο εύχρηστα απόλυτα απαρέμφατα είναι τα ακόλουθα: τὸ ἐπ’ ἐκείνῳ / ἐκείνοις εἶναι (όσο εξαρτάται από εκείνον/εκείνους), τὸ ἐπὶ τούτῳ / τούτοις / σφᾶς εἶναι (όσο εξαρτάται από αυτόν/αυτούς), τὸ κατὰ τοῦτον εἶναι (όσο εξαρτάται από αυτόν), τὸ νῦν εἶναι (όσο για τώρα), τὸ ξύμπαν εἰπεῖν (και γενικά), ἑκὼν εἶναι (θεληματικά), ὡς συντόμως / ὡς συνελόντι / ὡς διὰ βραχέων εἰπεῖν (για να μιλήσω σύντομα), ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰπεῖν (για να μιλήσω περιληπτικά), ὡς ἔπος εἰπεῖν, ὡς εἰπεῖν (για να μιλήσω έτσι), ὡς εἰκάσαι (όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς), ὡς τἀληθὲς εἰπεῖν (για να πω την αλήθεια), οὕτως εἰπεῖν (για να το πω έτσι), ὀλίγου / μικροῦ / οὐ πολλοῦ δεῖν (λίγο έλειψε), ὡς ἐμοὶ δοκεῖν (κατά τη γνώμη μου), σὺν θεῷ εἰπεῖν (για να πω με τη βοήθεια του Θεού). π.χ. Ἀληθὲς γε, ὡς ἔπος εἰπεῖν, οὐδὲν εἰρήκασιν. Ἑκὼν εἶναι οὐδὲν ψεύσομαι. 8. αντί προστακτικής. Χρησιμοποιείται συνήθως από τους ποιητές. Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις. 9. στις αναφωνήσεις. Χρησιμοποιείται σπανίως από τους ποιητές. Ἐμὲ τάδε παθεῖν; Φεῦ! (= Εγώ να τα πάθω αυτά; Αλίμονο!) 10. Β’ όρος σύγκρισης, μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) όταν ο α΄ όρος είναι επίσης απαρέμφατο. Πότερον βούλει μένειν ἢ ἀπιέναι; β) όταν ο α΄ όρος είναι δυσανάλογα ανώτερος από τον β΄ όρο σύγκρισης (ἢ ὥστε + απαρέμφατο). ᾜσθοντο αὐτὸν ἐλάττω ἔχοντα δύναμιν ἢ ὥστε τοὺς φίλους ὠφελεῖν. 11.Απαρέμφατο σε θέση ρήματος (χρησιμοποιείται ως έγκλιση) σε: α) Κύριες προτάσεις επιθυμίας που δηλώνουν: προσταγή ή απαγόρευση: Θαρσῶν νῦν, Διόμηδες, μάχεσθαι. [αντί της προστακτικής μάχου] ευχή που αναφέρεται στο μέλλον ή κάποιο συναίσθημα (επιφωνηματικό απαρέμφατο): Θεοὶ πολῖται, μή με δουλείας τυχεῖν. [αντί της ευχετικής ευκτικής μὴ τύχοιμι] Εἴθε δέ με καὶ κωφὸν γεγονέναι, ἵνα μηδὲ ἀκούοιμι αἰσχρῶν λόγων. Ἐμὲ παθεῖν τάδε, φεῦ! β) Δευτερεύουσες χρονικές , συμπερασματικές ή αναφορικές συμπερασματικές προτάσεις που εισάγονται με τα οἷος, ὅσος: Κἀκεῖνος ἀποθνῄσκει, πρὶν αὑτῷ γενέσθαι παῖδας. [χρονική] Ὁ ποταμὸς τοσοῦτος βάθος ὡς μηδὲ τὰ δόρατα ὑπερέχειν. [συμπερασματική] Ὁ μὲν γὰρ φύσει τοιοῦτος οἷος δεδιέναι πάντα. [αναφορική συμπερασματική] |
Το άναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται ευρύτατα στον αρχαίο ελληνικό λόγο. Διακρίνεται σε:
α) Ειδικό· απαντά σε κάθε χρόνο, δέχεται άρνηση οὐ, ισοδυναμεί με δευτερεύουσα ειδική πρόταση και μεταφράζεται με «ότι» + οριστική του χρόνου στον οποίο βρίσκεται. Μπορεί να συνοδεύεται από το δυνητικό «ἄν». Όταν όμως είναι απαρέμφατο ενεστώτα ή παρακειμένου που εξαρτάται από ιστορικό χρόνο, μεταφράζεται με οριστική παρατατικού ή υπερσυντελίκου αντίστοιχα:
Ἐγὼ δὲ οὔθ’ ὑμᾶς ταύτην ἔχειν τὴν γνώμην ἡγοῦμαι. (ότι ούτε εσείς έχετε)
Αἰγινῆται ἔλεγον οὐκ εἶναι αὐτόνομοι κατὰ τὰς σπονδάς. (ότι δεν ήταν)
Το ειδικό απαρέμφατο συντάσσεται με τις εξής κατηγορίες ρημάτων:
Λεκτικά: λέγω, φημί, ὁμολογῶ κ.ά.
Δοξαστικά: δοκῶ, ἐλπίζω, ἡγοῦμαι, κ.ά.
Γνωστικά και αισθητικά: γιγνώσκω, πυνθάνομαι (= πληροφορούμαι)
Απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις παρόμοιας σημασίας: δοκεῖ, λέγεται, νομίζεται κ.ά.
β) Τελικό· δεν απαντά σε χρόνο μέλλοντα (με εξαίρεση το απαρέμφατο που εξαρτάται από το ρήμα μέλλω), δέχεται άρνηση μή, ισοδυναμεί με δευτερεύουσα τελική πρόταση και μεταφράζεται με «να» + υποτακτική του χρόνου στον οποίο βρίσκεται:
Νῦν δε μοι δοκεῖ αἰσχρὸν εἶναι μὴ βοηθῆσαι Καλλίᾳ τὰ δίκαια. (να μη βοηθήσω)
Εὐρυμέδοντα ἐπὶ τῶν πλειόνων νεῶν ἀποπέμψειν ἔμελλον. (να στείλουν)
Το τελικό απαρέμφατο συντάσσεται με τις εξής κατηγορίες ρημάτων:
Βουλητικά: βούλομαι, ἐπιθυμῶ, εὔχομαι κ.ά.
Προτρεπτικά και παραχωρητικά: κελεύω, κηρύττω, παραινῶ, κ.ά.
Απαγορευτικά: ἀπαγορεύω, ἀποτρέπω, κ.ά.
Αποπειρατικά και δυνητικά: δύναμαι, πειρῶμαικ.ά.
Ρήματα που σημαίνουν συνήθεια, σκέψη, απόφαση, απαίτηση, παράκληση ή δισταγμό: ἐθίζω, βουλεύομαι, διανοοῦμαι, μέλλω, σκοπῶ κ.ά.
Απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις παρόμοιας σημασίας: ἀνάγκη ἐστί, δεινόν ἐστι, καλῶς ἔχει, οἷόν τ’ ἐστι κ.ά.
«Το έναρθρο απαρέμφατο»
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο συντακτικό φαινόμενο που το συναντάμε κυρίως στα έργα της κλασικής πεζογραφίας –και ιδιαίτερα στο Θουκυδίδη – καθώς την περίοδο αυτή υπήρξε μεγάλη ανάγκη για αφηρημένα εκφραστικά μέσα.
Έναρθρο ονομάζεται το απαρέμφατο που εκφέρεται με άρθρο ουδετέρου γένους σε κάθε πτώση του ενικού αριθμού (πλην της κλητικής) και ισοδυναμεί με το αντίστοιχο ουσιαστικό. Βρίσκεται σε όλους τους χρόνους και δέχεται άρνηση μή. Μεταφράζεται: α) με «το να» + υποτακτική, β) με «το ότι» + οριστική, γ) με το αντίστοιχό του αφηρημένο ουσιαστικό.
Η έναρθρη εκφορά του απαρεμφάτου είναι υποχρεωτική, όταν αυτό συνοδεύεται από έναν προσδιορισμό σε δοτική ή γενική ή από προθέσεις.
Συντακτικός ρόλος έναρθρου απαρεμφάτου:
Το έναρθρο απαρέμφατο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως:
Υποκείμενο σε οποιοδήποτε προσωπικό ρήμα και βρίσκεται σε πτώση ονομαστική, π.χ. Τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν(= Το να μιμείται κανείς τους Λάκωνες είναι φιλοσοφία ή ο λακωνισμός είναι φιλοσοφία)… τὸ ἐρᾶν ἐθελούσιόν ἐστιν (το να αγαπά κανείς εξαρτάται από τη θέληση του ανθρώπου)…
Αντικείμενο σε οποιοδήποτε (μεταβατικό) ρήμα και βρίσκεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, ανάλογα με τη σύνταξη του ρήματος, π.χ. Ἤρξαν το τοῦ διαβαίνειν (σε γενική πτώση)(= άρχισαν να διαβαίνουν ή άρχισαν τη διάβαση)Τὸ ἀποθνῄσκειν οὐδεὶς φοβεῖται […] τὸ δὲ ἀδικεῖν φοβεῖται (σε αιτιατική πτώση)
Κατηγορούμενο με εξάρτηση από συνδετικό ρήμα, π.χἜστω δὴ τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον.
Επεξήγηση (ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός), όπως και το άναρθρο, σε λέξη που προηγείται και ιδιαίτερα σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας, π.χ. Καὶ τοῦτο ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν… αἰνέω καὶ τόνδε [τὸν νόμον], τὸ μὴ μιῆς αἰτίης εἵνεκα μηδένα φονεύειν(επικροτώ και αυτή τη συνήθεια, το να μη επιτρέπεται δηλαδή να σκοτώσει κανείς κάποιον για μια και μόνη αιτία)…
Ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός σε μία από τις πλάγιες πτώσεις:
Γενική, π.χ. Ἐπαινοῖεν δ’ ἂν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλήλους διὰτὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον (γενική αντικειμενική)… Γίγνεται ἀμήχανος τοῦ κακῶς φρονεῖν ( γενική υποκειμενική)… Οὐδέν οὔτε ἀναιδείας, οὔτε τοῦ ψεύδεσθαι παραλείψει (γενική διαρετική)… Τοὺς καρπούς, οἵ τοῦ μὴ θηριωδῶς ζῆν ἡμᾶς αἴτιοι γεγόνασι (γενική της αιτίας)… Ἄξιος αὐτοῖς ἐδόκεις εἶναι τοῦ ταῦτα ἀκούειν (γενική της αξίας)…ἐμοὶ μὲν οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ ὡς ὅ τι βέλτιστον ἐμὲ γίγνεσθαι (γενική συγκριτική)…
Δοτική, π.χ. Τοῦτο ὅμοιόν ἐστι τῷ ὀνειδίζειν (δοτική αντικειμενική στο «ὅμοιόν»).
Αιτιατική, π.χ. Τὸ μὲν ἐς τὴν γῆν ἡμῶν ἐσβάλλειν ἱκανοί εἰσιν (αιτιατική του κατά τι ή της αναφοράς στο επίθετο «ἱκανοί»)… τὸ δὲ βίᾳ πολιτῶν δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος…
Επιρρηματικός προσδιορισμός, εμπρόθετος (i) ή πλάγιας πτώσης (ii):
Ως εμπρόθετος προσδιορισμός με τις προθέσεις διὰ (= επειδή, διότι), ἐπί, πρός, εἰς (για, για να, προς, στο να), κατὰ και μερικές φορές εἰς (= σε, σε σχέση με, ως προς), παρὰ (= σε σύγκριση με), μετὰ (μετά, κατόπιν), περὶ (αναφορικά με, για), π.χ. ὉπότεἈθηναῖοιδιὰτὸἐπιλελοιπέναιἅπαντατὸνσῖτονἔμελλονὁμολογήσεινὅ,τι τις λέγοι … [ὁ Κῦρος] διὰ τὸ φιλομαθὴς εἶναι πολλὰ τοὺς παρόντας ἀνηρώτα […] καὶ […] διὰ τὸ ἀγχίνους εἶναι ταχὺ ἀπεκρίνετο… Κῦρος πάντων τῶν ἡλίκων διαφέρων ἐφαίνετο καὶ εἰς τὸ ταχὺ μανθάνειν ἃ δέοι καὶ εἰς τὸ καλῶς καὶ ἀνδρείως ἕκαστα ποιεῖν… ὁκοῖόν τι εἴη ἄρχειν μετὰ τὸ βασιλεύειν…
Με την επιρρηματική χρήση των πλάγιων πτώσεων:
α. Συνηθισμένη είναι η χρήση της γενικής του απαρεμφάτου (ιδίως από τον Θουκυδίδη και εξής) για τη δήλωση του σκοπού, π.χ. Ἐτειχίσθη Ἀταλάντη ὑπὸ Ἀθηναίων τοῦ μὴ λῃστὰς κακουργεῖν τὴν Εὔβοιαν (γενική του σκοπού στο ρ. «Ἐτειχίσθη») … Μίνως τὸλῃστικὸν καθῄρει ἐκ τῆς θαλάσσης τοῦτὰς προσόδους μᾶλλον ἰένα ιαὐτῷ (ο Μίνως εκκαθάρισε την θάλασσα από τους ληστές για να εισρέουν τα εισοδήματα σε αυτόν τον ίδιο)… ή ως προσδιορισμός του αποτελέσματος σε πτώση γενική, π.χ. Ὡς δὲ προσῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος τοῦ πρόσηβον γενέσθαι…
β. Σε δοτική πτώση: ως δοτική της αιτίας, π.χ. ἐβριμοῦτό τε τῷ Κύρῳ καὶ τοῖς Μήδοις τῷ καταλιπόντας αὐτὸν ἔρημον οἴχεσθαι… ἡ βασιλέως ἀρχὴ τῷ διεσπάσθαι τὰς δυνάμεις ἀσθενὴς [ἦν]… ως δοτική του οργάνου ή του μέσου, π.χ. οὐδενὶ τῶν πάντων πλέον κεκράτηκε Φίλιππος, ἢ τῷ πρότερος πρὸς τοῖς πράγμασι γίγνεσθαι…
Σε σύναψη με το επίρρημα ἅμα, π.χ. ἅμα τῷ τιμᾶσθαι καὶ τὴν ἰσχὺν αὐξήσει (μαζί με την αναγνώριση θα του αυξήσει και τη δύναμή του)…
Το έναρθρο απαρέμφατο χρησιμοποιείται, όπως και το άναρθρο, ως επιφώνημα, π.χ. τῆς τύχης, τὸ ἐμὲ νῦν κληθέντα δεῦρο τυχεῖν…
Το υποκείμενο του έναρθρου απαρεμφάτου
Ισχύει ό,τι και για το υποκείμενο του άναρθρου απαρεμφάτο.
Συγκεκριμένα: σε περίπτωση ταυτοπροσωπίας με το υποκείμενο του κύριου ρήματος το υποκείμενο του απαρεμφάτου αποσιωπάται ενώ το ενδεχόμενο κατηγορούμενο ή οι κατηγορηματικοί προσδιορισμοί του αποσιωπώμενου υποκείμενου του απαρεμφάτου εκφέρονται, λόγω έλξης, σε ονομαστική, π.χ. ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι ἐτράποντο καθ’ ἡδονὰς τῷ δήμῳ καὶ τὰ πράγματα ἐνδιδόναι… ἐκ πάντων ἀνθρώπων τὸ ἀξιόπιστοι εἶναι ἀποβαλεῖτε…
Σε περίπτωση ετεροπροσωπίας εκφέρεται κατά κανόνα σε αιτιατική, π.χ. τὸ ἐλθεῖν τοῦτον οἶμαι …
Μόνο σε ορισμένες πολύ σπάνιες περιπτώσεις ετεροπροσωπίας το υποκείμενο του έναρθρου απαρεμφάτου εκφέρεται αντί για αιτιατική σε γενική υποκειμενική, π.χ. γιγνώσκω τὰς τούτων ἀπειλὰς οὐχ ἦττον σωφρονιζούσας ἢ ἄλλων τὸ ἤδη κολάζειν…
Η μετοχή
Η μετοχή έχει, όπως και το απαρέμφατο χαρακτήρα τόσο ονόματος όσο και ρήματος. Τη διττή της φύση φανερώνει και ο όρος «μετοχή», καθώς «μετέχει» τόσο στο όνομα, όσο και στο ρήμα στο μέτρο που παρουσιάζει ιδιότητες και των δύο φαινομένων (Γι’αυτό το λόγο, οι ονοματικοί τύποι του ρήματος αποκαλούνται από κάποιους και «μετοχικοί»).
Συγκεκριμένα, χαρακτήρα ονόματος έχει η μετοχή επειδή κλίνεται όπως ένα επίθετο κι επειδή μπορεί να ουσιαστικοποιηθεί μέσω ενός άρθρου. Ρηματικό χαρακτήρα έχει επειδή παρουσιάζει διαθέσεις, χρόνο, όψη ή ποιόν ενεργείας, και επειδή μπορεί να αποκτά ακόμη και διαφορετική τροπική χροιά με τη χρήση του ἄν.
Τη μετοχή τη χρησιμοποιούμε συνέχεια στη νεοελληνική γλώσσα, με τους δυο τύπους, την ενεργητική, που είναι άκλιτη, με την κατάληξη -οντας ή -ώντας και την παθητική, που είναι ένα επίθετο με κατάληξη -μένος, -μένη, -μένο, π.χ.διαβάζ-οντας, γελ-ώντας, διαβασ-μένος… Στα αρχαία ελληνικά, όμως, δε συναντάμε άκλιτο τύπο μετοχής. Όλοι οι τύποι μετοχών στα αρχαία ελληνικά, σ’ όλες τις φωνές είναι επίθετα με τρία γένη.
Η συχνότερη λειτουργία και χρήση της μετοχής στα αρχαία ελληνικά αφορά στη δήλωση ενός ρηματικού περιεχομένου που υφίσταται είτε παράλληλα με το κύριο ρήμα της πρότασης είτε πριν είτε από αυτό. Με λίγα λόγια η μετοχή συμπληρώνει ή προσδιορίζει το κύριο ρήμα της πρότασης.. Η ενέργεια ουσιαστικά που δηλώνεται με το κύριο ρήμα της πρότασης μπορεί να χαρακτηριστεί και ως «κύρια» ή «πρωτεύουσα», ενώ εκείνη που εκφράζεται με τη μετοχή ως «συνοδευτική» ή «δευτερεύουσα».
Η μετοχή έχει τη δυνατότητα να ουσιαστικοποιηθεί και να χρησιμοποιείται -συνήθως έναρθρη- ως ουσιαστικό, π.χ. ὁ ἄρχων. Στις περιπτώσεις αυτές υπονοείται ένα γενικού χαρακτήρα ουσιαστικό όπως π.χ. ἄνθρωπος ή η αντωνυμία τίς (τί).
Η μετοχή ουσιαστικά είναι ένα ρηματικό επίθετο με τρία γένη και τρεις καταλήξεις (τριγενές και τρικατάληκτο). Μετοχή έχουν ο ενεστώτας, ο μέλλοντας, ο αόριστος και ο παρακείμενος.
Κλίση μετοχών:
α) Οι μετοχές όλων των χρόνων της μέσης φωνής κλίνονται κατά τα δευτερόκλιτα τρικατάληκτα επίθετα:
λυόμενος, λυομένου, κτλ λυομένη, λυομένης, κτλ λυόμενον, λυομένου, κτλ | τιμώμενος, τιμωμένου, κτλ τιμωμένη, τιμωμένης, κτλ τιμώμενον, τιμωμένου, κτλ | τιθέμενος, τιθεμένου, κτλ τιθεμένη, τιθεμένης, κτλ τιθέμενον,τιθεμένου, κτλ |
Όμοια κλίνονται και οι μετοχές των άλλων χρόνων: λεξόμενος -η -ον, σωθησόμενος -η -ον, πραξάμενος -η -ον, πεπραγμένος -η -ον, κτλ.
β) Οι μετοχές αρσενικού και ουδετέρου γένους όλων των χρόνων της ενεργητικής φωνής και των παθητικών αορίστων κλίνονται κατά την γ΄ κλίση:
- σε -ας, ᾶσα, -αν: (κατάτοπᾶς, πᾶσα, πᾶν)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | ||
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λύσας, λύσασα, λῦσαν λύσαντος, λυσάσης, λύσαντος λύσαντι, λυσάσῃ, λύσαντι λύσαντα, λύσασαν, λῦσαν λύσας, λύσασα, λῦσαν | ἱστάς, ἱστᾶσα, ἱστὰν ἱστάντος, ἱστάσης, ἱστάντος ἱστάντι, ἱστάσῃ, ἱστάντι ἱστάντα, ἱστάσαν, ἱστάν ἱστάς, ἱστᾶσα,ἱστὰν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | ||
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λύσαντες, λύσασαι, λύσαντα λυσάντων, λυσασῶν, λυσάντων λύσασι, λυσάσαις, λύσασι λύσαντας, λυσάσας, λύσαντα λύσαντες, λύσασαι, λύσαντα | ἱστάντες, ἱστᾶσαι, ἱστάντα ἱστάντων, ἱστασῶν, ἱστάντων ἱστᾶσι, ἱστάσαις, ἱστᾶσι ἱστάντας, ἱστάσας, ἱστάντα ἱστάντες, ἱστᾶσαι, ἱστάντα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού αορίστου α΄, άσιγμων αορίστων των υγρόληκτων και ενρινόληκτων ρημάτων (ὁ μείνας-ασα-αν, ὁ ἀγγείλας-ασα-αν) καιοιμετοχέςβάς, βᾶσα, βάν, δράς, δρᾶσα, δράν, κ.ά.
- σε -είς, -εῖσα, -έν: (κατάτοχαρίεις, χαρίεσσα, χαρίεν)
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν λυθέντος, λυθείσης, λυθέντος λυθέντι, λυθείσῃ, λυθέντι λυθέντα, λυθεῖσαν, λυθὲν λυθείς, λυθεῖσα, λυθὲν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λυθέντες, λυθεῖσαι, λυθέντα λυθέντων, λυθεισῶν, λυθέντων λυθεῖσι, λυθείσαις, λυθεῖσι λυθέντας, λυθείσας, λυθέντα λυθέντες, λυθεῖσαι, λυθέντα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές α΄και β΄ παθητικού αορίστου (σωθεὶς-εῖσα-έν, ἀπαλλαγεὶς-εῖσα -έν), οιμετοχέςτιθεὶς-εῖσα-έν, ἱείς, ἱεῖσα, ἱένκαι ῥυείς, ῥυεῖσα, ῥυέν, κ.ά.
- σε -ούς, -οῦσα, -όν: (κατάτο ὁ ὀδούς, τοῦ ὀδόντος) κλίνεταιημετοχήγνοὺς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | γνούς, γνοῦσα, γνὸν γνόντος, γνούσης, γνόντος γνόντι, γνούσῃ, γνόντι γνόντα, γνοῦσαν, γνὸν γνούς, γνοῦσα, γνὸν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | γνόντες, γνοῦσαι, γνόντα γνόντων, γνουσῶν, γνόντων γνοῦσι, γνούσαις, γνοῦσι γνόντας, γνούσας, γνόντα γνόντες, γνοῦσαι, γνόντα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ἁλούς, ἁλοῦσα, ἁλόν (μτχ. αορ. β΄τουρ. ἁλίσκομαι), βιούς, βιοῦσα, βιόν (μτχ. αορ. β΄τουρ. ζῶ).
- σε -ύς, -ῦσα, -ύν: (κατάτο ἱμάς, ἱμάντος) κλίνεταιημετοχήδεικνὺς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν δεικνύντος, δεικνύσης, δεικνύντος δεικνύντι, δεικνύσῃ, δεικνύντι δεικνύντα, δεικνῦσαν, δεικνὺν δεικνύς, δεικνῦσα, δεικνὺν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | δεικνύντες, δεικνῦσαι, δεικνύντα δεικνύντων, δεικνυσῶν, δεικνύντων δεικνῦσι, δεικνύσαις, δεικνῦσι δεικνύντας, δεικνύσας, δεικνύντα δεικνύντες, δεικνῦσαι, δεικνύντα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ἀπολλύς, ἀπολλῡσα, ἀπολλὺν (μτχ. ενεστώτατουρ. ἀπόλλυμι), δύς, δῦσα, δὺν (μτχ. αορ. β΄τουρ. δύομαι), φύς, φῦσα, φὺν (μτχ. αορ. β΄τουρ. φύομαι) κ.ά.
- σε ων, -ουσα, -ον: (κατά το ἄκων, ἄκουσα, ἆκον- ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκὸν) κλίνονται οι μετοχές λύων και φυγὼν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λύων, λύουσα, λῦον λύοντος, λυούσης, λύοντος λύοντι, λυούσῃ, λύοντι λύοντα, λύουσαν, λῦον λύων, λύουσα, λῦον |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λύοντες, λύουσαι, λύοντα λυόντων, λυουσῶν, λυόντων λύουσι, λυούσαις, λύουσι λύοντας, λυούσας, λύοντα λύοντες, λύουσαι, λύοντα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού ενεστώτα και μέλλοντα, η μετοχή ενεστώτα του ρ. εἰμίκαιοιμετοχέςκάθεενεργητικούαορ. β΄.
- σε -ῶν, -ῶσα, -ῶν: (κατάτοΞενοφῶν, -ῶντος) κλίνεταιημετοχήτιμῶν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν τιμῶντος, τιμώσης, τιμῶντος τιμῶντι, τιμώσῃ, τιμῶντι τιμῶντα, τιμῶσαν, τιμῶν τιμῶν, τιμῶσα, τιμῶν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | τιμῶντες, τιμῶσαι, τιμῶντα τιμώντων, τιμωσῶν, τιμώντων τιμῶσι, τιμώσαις, τιμῶσι τιμῶντας, τιμώσας, τιμῶντα τιμῶντες, τιμῶσαι, τιμῶντα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές των συνηρημένων ρ. σε –άω.
- σε -ῶν, -οῦσα, -οῡν: (κατάτοπλακοῦς, -οῦντος) κλίνεταιημετοχήδηλῶν
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν δηλοῦντος, δηλούσης, δηλοῦντος δηλοῦντι, δηλούσῃ, δηλοῦντι δηλοῦντα, δηλοῦσαν, δηλοῦν δηλῶν, δηλοῦσα, δηλοῦν |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | δηλοῦντες, δηλοῦσαι, δηλοῦντα δηλούντων, δηλουσῶν, δηλούντων δηλοῦσι, δηλούσαις, δηλοῦσι δηλοῦντας, δηλούσας, δηλοῦντα δηλοῦντες, δηλοῦσαι, δηλοῦντα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές των συνηρημένων ρ. σε -έω, σε -όω, οι μετοχές του ενεργητικού μέλλοντα των υγρόληκτων και ενρινόληκτων ρημάτων και των υπερδισύλλαβων σε -ιζω: μενῶν, ἀγγελῶν, κομιῶν, κ.ά.)
- σε -ώς, -υῖα, -ός: κλίνεταιημετοχήλελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς λελυκότος, λελυκυίας, λελυκότος λελυκότι, λελυκυίᾳ, λελυκότι λελυκότα, λελυκυῖαν, λελυκὸς λελυκώς, λελυκυῖα, λελυκὸς |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα λελυκότων, λελυκυιῶν, λελυκότων λελυκόσι, λελυκυίαις, λελυκόσι λελυκότας, λελυκυίας, λελυκότα λελυκότες, λελυκυῖαι, λελυκότα |
Όμοια κλίνονται οι μετοχές ενεργητικού Παρακειμένου και η μετοχή εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδός.
- σε -ώς, -ῶσα, -ώς: κλίνεταιημετοχή ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς
ΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼςή ὸς ἑστῶτος, ἑστώσης, ἑστῶ(ό)τος ἑστῶτι, ἑστώσῃ, ἑστῶ(ό)τι ἑστῶτα, ἑστῶσαν, ἑστὼςή ὸς ἑστώς, ἑστῶσα, ἑστὼς ἠ ὸς |
ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ | |
Ον. Γεν. Δοτ. Αιτ. Κλητ. | ἑστῶτες, ἑστῶσαι, ἑστῶτα ἑστώτων, ἑστωσῶν, ἑστώτων ἑστῶσι, ἑστώσαις, ἑστῶσι ἑστῶτας, ἑστῶσας, ἑστῶτα ἑστῶτας, ἑστῶσας, ἑστῶτα |
Όμοια κλίνεται η μετοχή τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεὼς (είναιβ΄τύποςμετοχήςτουπαρακειμένουτέθνηκατουρ. ἀποθνῄσκω).
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ:
Η κλητική του ενικού των τριτόκλιτων μετοχών σχηματίζεται όμοια με την ονομαστική: ὦ λύσας, ὦ λυθείς, ὦ διδούς, ὦ δεικνύς, ὦ λύων, ὦ τιμῶνκ.τ.λ.
Η μετοχή του αορίστου δεν παίρνει αύξηση.
Η μετοχή του παρακειμένου διατηρεί τον αναδιπλασιασμό, π.χ. ὁ ἐσκευακώς, ἡ ἐσκευακυῖα, τὸ ἐσκευακός.
Η μετοχή ενεστώτα του ρ. εἰμὶ είναι: ὤν, οὖσα, ὄν.
Το αρσενικό και ουδέτερο γένος των μετοχών όλων των χρόνων της ενεργητικής φωνής κλίνονται σύμφωνα με τη γ΄ κλίση, ενώ το θηλυκό σύμφωνα με τα θηλυκά σε -α της α΄ κλίσης. Επιπλέον, το θηλυκό στη γενική του πληθυντικού τονίζεται πάντοτε στη λήγουσα, π.χ. τῶν λυουσῶν, τῶν λυσουσῶν, τῶν λυσασῶν, τῶν λελυκυιῶν.
Βιβλιογραφία:
- Συντακτικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Α’, Β’, Γ’ Γυμνασίου, Πολυξένη Μπίλλα, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση Α 2007
- Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής, Α. Β. Μουμτζάκης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, Έκδοση 2006
- Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2009
- Εγχειρίδιο γλωσσικής διδασκαλίας, ΟΕΔΒ
- Συντακτικό της Αρχαίας ελληνικής, Aναγνωστόπουλος Δ. Βασίλης, Εκδόσεις Αναστασάκη
- Ψηφιακά Εκπαιδευτικά Βοηθήματα, Υπουργείο Παιδείας
- Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (σε 66 ενότητες), Ν.Σπ. Ασωνίτη, Β.Δ. Αναγνωστόπουλου, Αθήνα χ.χ.
- Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, Καραδήμος Ιωάννης, εκδ. Φίλιππος, Θεσσαλονίκη, 1992
- Συντακτικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Κωνσταντίνος Σ. Κατεβαίνης, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 1978
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος
Πλήρες εκπαιδευτικό υλικό για τα Αρχαία Ελληνικά Λυκείου
- Πώς θα εξετάζονται τα Αρχαία ελληνικά στη Β’ και τη Γ’ Λυκείου
- Αρχαία Ελληνικά Γ΄ Λυκείου: Κριτήρια αξιολόγησης από το ΙΕΠ σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις
- 15 δωρεάν βοηθήματα για το «άγνωστο κείμενο» στα αρχαία ελληνικά
- «Συνοπτικό Συντακτικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας» δωρεάν e-book
- «Αρχαία Ελληνικά: Ασκήσεις Γραμματικής και Συντακτικού» δωρεάν e-book
- Κατεβάστε δωρεάν τη Γραμματική και το Συντακτικό του Αχιλλέα Τζάρτζανου
- Κατεβάστε δωρεάν 200+ σχολικά βοηθήματα από το schooltime.gr
1. Αρχαία Α’ Λυκείου, 2. Αρχαία Β’ Λυκείου, 3. Αρχαία Γ’ Λυκείου, 4. Υποστηρικτικό υλικό, 5. Γραμματική, 6. Συντακτικό 7. Άγνωστο κείμενο