Άρης Ιωαννίδης

Του Άρη Ιωαννίδη

Κοιτάζω ή κυττάζω;

Οι νεότεροι βέβαια ίσως και να απορούν με τον τύπο «κυττάζω». Υπάρχει κάποια λογική εξήγηση; Ετυμολογικά «στέκουν» οι δύο τύποι; Για μια ακόμη φορά οι απόψεις – επίσημες και μη – πολλές και διίστανται. Ίσως τελικά  αυτή να είναι η ομορφιά της γλώσσας μας. Δεν πλήττεις ποτέ μελετώντας την. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν την περιήγησή μας.

Βερναρδάκης [Ν. Ημέρα 1885, – Φιλήντας Γλωσσογνωσία – Ανδριώτης – Κουκουλές: Ετυμολογούν τη λέξη  από το «κοίτη» (Πύλη για την ελληνική γλώσσα: κοίτη η [kíti]  : 1. (λόγ.) κλίνη, μόνο στην έκφραση χωρισμός από τραπέζης* και κοίτης. 2. κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ποτάμι ή ρυάκι: H ~ του Aλιάκμωνα / του Aξιού) .

Μέγα Ετυμολογικό λεξικό (εκδόσεις Σιδέρη, σελ. 744): Κοιτάζω, (κοίτη) βάλλω εις την κλίνην, κατακοιμίζω, Ησύχ., «κοιταστέον τας κύνας» Αρρ. Κυν.9 εν τη επιγραφή.-Μέσ., μετά Δωρ.αορ. εκοιταξάμην, υπάγω εις την κλίνην, «πλαγιάζω», κατακλίνομαι, «ανά βωμώ Θεάς κοιτάξατο νύκτα» Πινδ. Ο. 13. 107, ωσαύτως παρά Πολυβ. 10. 15, 9 κτλ.  ΙΙ Αμετάβ., έχω την κοίτην μου, κοιμώμαι, επί λέοντος, «που κοιτάζει», που κοιμάται. Αισωπ. 114

Ν. ΒΑΡΜΑΤΖΗΣ [Μικρό Ερμηνευτικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας –  Εκδ. Μαλλιαρης Παιδεια 1981 σ.409]: κοιτάζω 1. στρέφω το βλέμμα σε κάτι ή κάποιον, βλέπω, π.χ. Κοιτάζω την όμορφη γυναίκα. 2. προσέχω, φροντίζω:, π.χ  Κοιτάζει τους γονείς του. 3. εξετάζω άρρωστο, π.χ.  Ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

 Τεγόπουλος – Φυτράκης [Μείζον Ελληνικό Λεξικό] σελ. 597: Κοιτάζω  ρ. [<αρχ. Κοιτάζω <κοίτη ] βλέπω, παρατηρώ. 

Αυτές θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι οι νεότερες ετυμολογικές προσεγγίσεις της λέξης. Έτσι το διδαχθήκαμε από το σχολείο κι έτσι το συνηθίσαμε. Όμως…

Χατζηδάκης [«Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά» ], και  Αδαμάντιος Κοραής [«Πρόδρομος Ελλ. Βιλιοθήκης»]: ετυμολογούν τη λέξη από το ρήμα  «κυπτάζω»  =κύπτω, ερευνώ).

Σταματάκος [Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής σ.560]: Κυπτάζω, μέλ. -άσω. Θαμιστικόν του κύπτω= Κύ­πτω συνεχώς, σκαλίζω, μικροπραγμονώ, εξετάζω, ερευνώ λεπτομερώς γύρω από τι. πρβλ. κυττάζω).

Μέγα Ετυμολογικό λεξικό (εκδόσεις Σιδέρη, σελ. 801): Κυπτάζω: μέλλ.-άσω, θαμιστικό του κύπτω, εξακολουθώ να κύπτω, κύπτω και περιεργάζομαι, εξετάζω εκ του πλησίον, ερευνώ, «κυττάζω», Σώφρων παρά τω Σχολ. εις Αριστοφ.Λυσ. 17 περί τινα Αριστοφ ενθ΄ανωτ. «τι κυπτάζεις έχων περί την θύραν?» ο αυτ.εν Νεφ. 509 «ειώθασι μάλιστα περί τας σκηνάς κλέπται» κ. ο αυτ. εν Ειρ. 731 «περί τον τεθνεώτα» Πλάτ.Πολ. 469D απολ., «κυπτάζοντα ζην» ο αυτ. εν. Αντεραστ. 137Β.

Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου: «Η επικρατούσα ορθογραφία «κοιτάζω» είναι εσφαλμένη και απομακρύνει από την ορθή ετυμολογία και έννοια. Το ρήμα δεν έχει σχέση με την κοίτην ή το κείμαι. Τουναντίον, αυτός που κείται, συνήθως έχει τους οφθαλμούς κλειστούς. «Κοιτάζω» σημαίνει κοιμίζω, κοιμάμαι».

Τα συμπεράσματα δικά σας…

 

«Πιρούνι ή πηρούνι (ή και πειρούνι);»

Όπως και να γράφεται ο συγκεκριμένος τύπος η ουσία είναι ότι την ίδια απόλαυση μας προσφέρει όταν το χρησιμοποιούμε. Για να είμαστε όμως τυπικοί ας δούμε τι γίνεται.

ΛΚΝ:  πιρούνι το [pirúni] O44 : 1. επιτραπέζιο μεταλλικό συνήθ. σκεύος, με μακριά, συνήθ. πεπλατυσμένη στη μια άκρη λαβή, στην άλλη άκρη της οποίας υπάρχουν αιχμές (σπανιότερα δύο, συχνότερα τρεις ή περισσότερες)· το χρησιμοποιούμε για να τρώμε στερεές τροφές: Ξύλινο / πλαστι κό / ασημένιο ~. Έμαθε να τρώει με μαχαίρι και με ~. ΦP άναψαν* τα πιρούνια. γρήγορο / γερό ~, για κπ. που τρώει πολύ και γρήγορα. 2. (τεχν.) τμήμα του σκελετού των δικύκλων, στο οποίο προσαρμόζεται ο μπροστινός τροχός: Tηλεσκοπικό ~. πιρουνάκι το YΠOKOP. [μσν. πιρούνι < ελνστ. περόνιον `μικρή περόνη, καρφάκι΄ ([o > u] από επίδρ. του [r] και του [n], [e > i] αναλ. προς λ. με παρόμοια εναλλ.: μηρός – μερί)]

«Ορισμένες νεωτερικές λέξεις έχουν αναπτύξει νέους, σε σχέση με τους προδρόμους τους, φθόγγους, γι’ αυτό και γράφονται με την απλούστερη γραφή. Απλούστερη εδώ δεν σημαίνει απλοποιημένη γραφή έναντι μιας άλλης, δήθεν ετυμολογικά σωστής. Απλούστερη γραφή των υπό συζήτηση λέξεων σημαίνει ορθογραφική παράσταση των λέξεων αυτών με τον απλούστερο δυνατό τρόπο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: ο νέος φθόγγος [i] στο πιγούνι (που προέρχεται από το μεσαιωνικό πουγούνι) και το πιρούνι (που προέρχεται από το «μεταγενέστερο» ή ελληνιστικό περόνιον) θα αποδοθεί με τον απλούστερο δυνατό τρόπο, δηλ. με ι. Οι γραφές πηγούνι και πηρούνι είναι αβάσιμες ετυμολογικά, επομένως εσφαλμένες. Δεν είναι εύκολο να πούμε γιατί γράφονται αυτές οι λέξεις -κακώς- και με η. Ίσως στο ορθογραφικό αυτό λάθος παίζει ρόλο η στρεβλή εντύπωση ότι γενικά οι γραφές με ι είναι απλοποιημένες, αφού άλλωστε το ι σε πολλές περιπτώσεις νεοελληνικών λέξεων αντιπροσωπεύει την απλοποίηση των η, υ κτλ. Στη γραφή νεότερων δάνειων λέξεων λ.χ., όπως μπίρα, πέναλτι κ.λπ., η απλοποίηση συνίσταται μεταξύ άλλων στη χρήση μόνο του ι και όχι της ποικιλίας των η, υ κτλ. Ως προς τις γραφές πιγούνι και πιρούνι συμφωνούν μεταξύ τους τα τρία εγκυρότερα νεοελληνικά λεξικά, το ΛΚΝ, το ΛΝΕΓ και το ΝΕΛ. Επιπλέον, το ΣΓΑ στα αντίστοιχα λήμματα τονίζει ότι δεν δικαιολογείται ή δεν στηρίζεται ετυμολογικά η γραφή των δύο αυτών λέξεων με η» (ΠΕΡΙΓΛΩΣΣΙΟ)

«Το πιρούνι γράφεται με -ι-, για να δηλωθεί με τον πιο απλό τρόπο η φωνητική τροπή του -ε- (περόνη – περόνιον) σε -ι- (πιρούνι)»: (Γ. Μπαμπινιώτης)

 «Αρχική – Ριζική: πέρας < ΙΕ περ- (δηλωτικό κίνησης και κατεύθυνσης, τέλος, τέρμα, διαπερνώ, πουλώ) Ετυμολογία: [<μσν. πιρούνι < μτγν. περόνιον, υποκορ. του αρχ. περόνη]» ( lexigram)

Για κάποιους : «Το «πειρούνι» είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα.  Ο λόγος είναι πολύ απλός, καθώς το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε».

Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος

Ακολουθήστε την επίσημη σελίδα μας στο facebook schooltime για να βλέπετε τις σημαντικότερες ειδήσεις στη ροή του schooltime.gr

Ακολουθήστε μας στο facebook