Η ελληνική επανάσταση του 1821 συνεχιζόταν επί οχτώ έτη και οι Έλληνες αγωνίζονταν για την απελευθέρωσή τους από την τουρκική κατοχή παράλληλα με την ανεξαρτησία τους, καθώς έχει δρομολογηθεί η ίδρυση ελληνικού κράτους.
Τον Σεπτέμβριο του 1828, έρχονται στον Πόρο οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων με οδηγίες τον καθορισμό των συνόρων του νέου κράτους. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 4/16 Νοεμβρίου 1828 αντανακλά πλήρως την αγγλική πολιτική. Κύριος όρος του Πρωτοκόλλου ανέφερε τα εξής: «Η Πελοπόννησος, αι παρακείμεναι νήσοι και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες, να τεθώσιν υπό την προσωρινήν εγγύησιν των τριών Αυλών, έως ότου να αποφασισθή οριστικώς η τύχη της Ελλάδος με την συγκατάθεσιν της Πύλης, χωρίς να εννοούν ότι με τούτο να προαποφασίσουν εις το παραμικρόν το περί των οριστικών ορίων της Ελλάδος ζήτημα…». Ανήσυχος ο κυβερνήτης Καποδίστριας, υπέβαλε υπόμνημα όπου ανάπτυσσε την επιχειρηματολογία του για τη συνοριακή γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού, στη Ρωσία και τη Γαλλία. Η Ρωσία, άρχισε να προσανατολίζεται προς την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους.
Τον Μάρτιο του 1829, υπογράφηκε νέο Πρωτόκολλο με τους εξής όρους: 1) καθιέρωνε τη γραμμή Παγασητικού -Αμβρακικού, περιλαμβάνοντας στο ελληνικό κράτος την Εύβοια και τις Κυκλάδες, 2) καθόριζε τον ετήσιο φόρο υποτέλειας προς το σουλτάνο σε 1.500.000 γρόσια και τις αποζημιώσεις των μουσουλμάνων, 3) προβλεπόταν κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας, χριστιανός και ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των Εγγυητριών Δυνάμεων που θα εκλεγόταν «κατά συναίνεσιν των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης» και 4) παρεχόταν γενική αμνηστία στους Έλληνες επαναστάτες.
Η Επανάσταση όδευε στο τέλος της, όταν στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 οι ελληνικές δυνάμεις με τον Δημήτριο Υψηλάντη νίκησαν τους Τούρκους στην Πέτρα της Βοιωτίας.
Την ίδια χρονιά, λήγει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1828-1829 με νίκη της Ρωσίας σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπογράφεται στις 14 Σεπτεμβρίου 1829 η Συνθήκη της Ανδριανουπόλεως. Στο δέκατο άρθρο της οριζόταν η ανεξαρτησία της Ελλάδας και η Τουρκία αποδεχόταν τη Συνθήκη του Λονδίνου (6 Ιουλίου 1827) και το Πρωτόκολλο της 22ας Μαρτίου 1829.
Στο Λονδίνο συνεχιζόταν οι διπλωματικές διεργασίες και στις 22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830, έπειτα από αγγλική πρόταση, υπογράφτηκε το νέο Πρωτόκολλο από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία μέσω των πληρεξουσίων της, Άμπερντην, Μονμορανσὺ Λαβὰλ και Λίβεν, που ίδρυε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, διακηρύσσοντας την πολιτική του ανεξαρτησία. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
Το νέο κράτος όμως θα είχε περιορισμένα σύνορα, στη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού, αφήνοντας εκτός ένα μεγάλο μέρος της δυτικής Στερεάς Ελλάδας. Συγκεκριμένα αναφερόταν στο άρθρο 2: «[…] η διοριστική γραμμή των συνόρων της Ελλάδος, αρξαμένη από τας εκβολάς του Ασπροποτάμου, θέλει ανατρέξει τον ποταμόν αυτόν έως κατέναντι της λίμνης του Αγγελοκάστρου, και διασχίσασα τόσον αυτήν την λίμνην όσον και τας του Βραχωρίου και της Σταυροβίτσας, θέλει καταλήξει εις το όρος Αρτοτίνα, εξ ου θέλει ακολουθήσει την κορυφήν του όρους ’ξου, την κοιλάδα της Κοτούρης και την κορυφήν του όρους Οίτης έως τον κόλπον του Ζητουνίου, εις τον οποίον θέλει καταντήσει προς τας εκβολάς του Σπερχειού. Όλαι αι χώραι και τόποι κείμενοι προς Μεσημβρίαν αυτής της γραμμής, την οποίαν το συμβούλιον εχάραξεν επί του ενταύθα υπό στοιχείον Στ συναπτομένου γεωγραφικού πίνακος, θέλουν ανήκει εις την Ελλάδα […]. Θέλουν ανήκει ωσαύτως εις την Ελλάδα η νήσος Εύβοια ολόκληρος, αι Δαιμονόνησοι, η νήσος Σκύρος και αι νήσοι, αι εγνωσμέναι το αρχαίον υπό το όνομα Κυκλάδες, συμπεριλαμβανομένης και της νήσου Αμοργού […]».
Καθιερωνόταν ως πολίτευμα η μοναρχία και ως βασιλιάς του νέου κράτους, οριζόταν από τις Δυνάμεις ο Λεοπόλδος του Σαξ Κόμπουργκ, ο οποίος όμως αρνήθηκε το θρόνο. Στο άρθρο 3 οριζόταν: «Η Ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας. Θέλει εμπιστευθή εις ένα Ηγεμόνα, όστις δεν θέλει είναι δυνατόν να εκλεχθή μεταξύ των οικογενειών των βασιλευουσών εις τας Επικρατείας τας υπογραψάσας την συνθήκην της 6ης Ιουλίου 1827, και θέλει φέρει τον τίτλον Ηγεμών Κυριάρχης της Ελλάδος [ …]».
Ταυτόχρονα, δόθηκε πλήρης αμνηστία και προβλεπόταν δικαίωμα μετανάστευσης από ή και προς «τόπον Οθωμανικόν». Ακόμη το Πρωτόκολλο έκανε αναφορά και στην αποκατάσταση των εμπορικών δραστηριοτήτων και της ναυτιλίας.
Στο άρθρο 8 αναφερόταν: «Ἑκάστη τῶν τριῶν Αὐλῶν φυλάττει τὴν […] ἐξουσίαν τοῦ νὰ ἐγγυᾶται περὶ τοῦ ὅλου τῶν προηγουμένων συμβιβασμῶν καὶ ἄρθρων. Αἱ περὶ ἐγγυήσεως πράξεις, ἐὰν γενῶσι, θέλουν συνταχθῆ χωριστά. […]».
Το Πρωτόκολλο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από την ελληνική πλευρά: «Ηύχετο η Γερουσία να ευρίσκετο εις θέσιν του να εκφράση ζωηρώτατα… τα αισθήματα της βαθείας ευγνωμοσύνης… Με όλον τούτο εγκρίνει παμψηφεί …και οσονούπω θέλει εκφράσει τας λεπτομερείς σκέψεις και παρατηρήσεις της», ενώ η απάντηση της Πύλης ήταν η εξής: «Δίδει η Υψηλή Πύλη εις τούτο την συγκατάθεσίν της και αποδέχεται τα περί αυτό αποφασισθέντα, ως αφορώντα εις το να παρέξωσιν εις τον τόπον ασφάλειαν και ησυχίαν και να στερεώσωσι την καθολικήν ευδαιμονίαν…».
Στη συνέχεια οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλεξαν ως νέο βασιλιά τον Όθωνα, δευτερότοκο γιο του Λουδοβίκου Α΄, βασιλιά της Βαυαρίας. Παράλληλα, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης στις 27 Ιουνίου/9 Ιουλίου 1832, μεταξύ των τριών Δυνάμεων και της Υψηλής Πύλης, επανήλθαν τα σύνορα στην γραμμή που είχε οριστεί με το Πρωτόκολλο του Μαρτίου 1829 (συνοριακή γραμμή Aμβρακικού-Παγασητικού). Το ελληνικό κράτος περιελάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια, τις Κυκλάδες, τις Β.Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού.
Η ανεξάρτητη Ελλάδα, το 1833 είχε έκταση 47.516 τετραγωνικά χιλιόμετρα και 750.000 κατοίκους. Έτσι, ξεκινούσε η πολιτική ύπαρξη του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, μικρού σε έκταση, καθώς έμεναν εκτός του εθνικού κορμού περιοχές με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς.
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος