Σήμερα η Τούμπα είναι η πιο μεγάλη συνοικία του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης και ανήκει οργανικά στον δήμο Θεσσαλονίκης. Οι πρώτοι κάτοικοί της όμως, όλοι πρόσφυγες, πέρασαν δια πυρός και σιδήρου.
Οι πλούσιοι Θεσσαλονικείς δεν ήθελαν κανέναν πρόσφυγα ανάμεσά τους, γι αυτό πρόσφεραν μεγάλη οικονομική βοήθεια να επισκευαστούν οι 100 στρατιωτικοί θάλαμοι, οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί από τους συμμάχους και την Εθνική Άμυνα το 1917 στην περιοχή της Τούμπας, και να στεγαστούν. Εκεί λοιπόν εγκαταστάθηκαν σε πρώτοι φάση οι ταλαιπωρημένοι πρόσφυγες.
Η Τούμπα ήταν ένας χέρσος τόπος, ακαλλιέργητος, ένας βοσκότοπος, όπου έβοσκαν τα κοπάδια τους οι Καπουτζηδιανοί, οι κάτοικοι της Πυλαίας. Αυτοί ήταν κάτοχοι, σύμφωνα με σουλτανικό φιρμάνι του 1430 του Σουλτάνου Μουράτ, της Τούμπας, αλλά και άλλων περιοχών. Σύμφωνα με τις πηγές ο Σουλτάνος Μουράτ εκπόρθησε τη Θεσσαλονίκη το 1430. Εντυπωσιάστηκε από την ανδρεία και τη γενναιότητα με την οποία υπερασπίστηκαν οι Καπουτζηδιανοί τα κάστρα και έτσι τους έκανε καστροφύλακες, Καπουτζηδιανοί (από την τουρκική kapı = πύλη).
Έτσι η εγκατάσταση των προσφύγων στην περιοχή προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις των γηγενών κατοίκων. Οι αντιδράσεις είχαν τη μορφή μαζικών κινητοποιήσεων με καταλήψεις των περιοχών που είχαν απαλλοτριωθεί. Κατέβαιναν με τσεκούρια και δικράνια και γκρέμιζαν τα σπίτια που είχε φτιάξει ο Εποικισμός. Προσπαθούσαν και αυτοί να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους, ανθρώπινο και κατανοητό. Φτωχοί άνθρωποι ήταν και αυτοί, μαθημένοι σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής και έπρεπε ξαφνικά να δεχτούν τις αλλαγές. Τους αποκαλούσαν Τουρκόσπορους που ήρθαν να αρπάξουν τις περιουσίες τους.
Οι πρόσφυγες όμως είχαν να αντιμετωπίσουν ακόμα πιο σοβαρά προβλήματα, την επιβίωση. Ζούσαν με τα συσσίτια της Περίθαλψης και του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού. Λίγη ζάχαρη, λίγο ψωμί, το οποίο φτιαχνόταν με αμερικάνικα αλεύρια, τους κράτησαν στη ζωή μέχρι να ορθοποδήσουν. Τα συσσίτια αυτά λειτούργησαν μέχρι το 1930.
Άλλο σημαντικό πρόβλημα που τους ταλάνιζε ήταν οι επιδημίες. Οι δύσκολες συνθήκες και η σωματική εξάντληση, και η έλλειψη υποδομών υγιεινής τους έκαναν επιρρεπείς στις επιδημίες. Ο εξανθηματικός τύφος , ο ελώδης πυρετός, ο δάγκειος πυρετός και η ευλογιά θέριζαν τον πληθυσμό. Οι επιδημίες υποχώρησαν μετά το 1933. Αποξηράνθηκαν τα ρέματα, κατασκευάστηκαν υπόνομοι, φυτεύτηκαν δέντρα και χορηγήθηκαν κινίνα.
Τα πρώτα σπίτια που κτίστηκαν από την Επιτροπή Αποκατάστασης προσφύγων ήταν μικρές παραγκούλες χτισμένες σε οκτάγωνα, δηλαδή το κάθε οικοδομικό τετράγωνο είχε οκτώ μικρές παράγκες, κάθε μια από τις οποίες είχε πρόσοψη 30 μέτρα. Ήταν ξύλινες παράγκες, καλυμμένες με πισσόχαρτο, κεραμιδένια σκεπή και ξύλινα πατώματα. Οι εργατικοί και φιλοπρόοδοι πρόσφυγες τα μετέτρεψαν εσωτερικά χτίζοντας από τη μέσα πλευρά πλιθιά, ανοίγοντας παραθυράκια και τοποθετώντας παντζούρια. Τα πλεχτά κουρτινάκια και τα γεράνια στις μικρές αυλίτσες έδωσαν ελπίδα για καλύτερη ζωή. Βέβαια αυτές οι κατοικίες ήταν προσωρινές, θα μετοικούσαν σε καλύτερα σπίτια σύμφωνα με τις υποσχέσεις των αρμοδίων. Τα χρόνια όμως πέρασαν και δεκάδες οικογένειες έμειναν σε αυτές τις παραγκούλες μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 50, οπότε ξεκίνησε η περίφημη αντιπαροχή, η οποία άλλαξε ριζικά το πρόσωπο της Τούμπας μας.
Εκτός από τα οκτάγωνα παραγκάκια σπίτια κτίστηκαν από το Ταμείο Περιθάλψεως προσφύγων, από το Εμπορικό Επιμελητήριο και από εργολάβους της εποχής εκείνης.
Η Άνω Τούμπα χτίστηκε άναρχα, χωρίς καλό ρυμοτομικό σχέδιο, ενώ αντίθετα η Κάτω Τούμπα σχεδιάστηκε και κτίστηκε με μεγάλους και φαρδείς δρόμους. Ωστόσο οι δρόμοι και στην Άνω και την Κάτω Τούμπα ήταν ακόμα χωμάτινοι. Όταν έβρεχε η επικοινωνία ήταν πολύ δύσκολη. Χώμα και λάσπες παντού. Καθώς υπήρχαν και αδιαμόρφωτα ρέματα, οι πλημμύρες σπιτιών δεν ήταν σπάνιες. Την περιοχή διέσχιζαν τρία ρέματα. Το ένα δυτικά χώριζε την Τούμπα από την Τριανδρία, το άλλο διέσχιζε το κέντρο της Κάτω Τούμπας και το τρίτο το ανατολικό περνούσε δίπλα από τον κήπο του Καλού.
Ο φωτισμός ήταν ανύπαρκτος, καθώς θεωρήθηκε πολυτέλεια, μια και τους έλειπαν τα βασικά για την επιβίωσή τους. Η Τούμπα ηλεκτροφωτίστηκε αρχικά το 1929, εκτός από την περιοχή του λοφίσκου, η οποία είχε γκαζοφάναρα. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1935 από την Ηλεκτρική Εταιρία.
Η συγκοινωνία άρχισε το 1923 με 4 λεωφορεία τα οποία εκτελούσαν τη διαδρομή Τούμπα-Σιντριβάνι. Το 1930 τερμάτιζαν στην Αριστοτέλους. Το εισιτήριο όμως ήταν υπέρογκο για τους φτωχούς πρόσφυγες και προτιμούσαν να κατεβαίνουν στην πόλη με τα πόδια. Αν δούλευαν στην άλλη πλευρά της πόλης, το Χαρμάνκιο (σημερινός Εύοσμος), περπατούσαν 20 χιλιόμετρα καθημερινά με το πήγαινε – έλα. Οι κάτοικοι της Κάτω Τούμπας περπατούσαν μέχρι το Ιπποκράτειο και από έπαιρναν το τραμ.
Επειδή η φτώχεια θέλει καλοπέραση γρήγορα εμφανίστηκαν ταβέρνες, καφενεία και τέλος οι κινηματογράφοι. Ο πρώτος κινηματογράφος ήταν ο «Φοίνικας», τον πρόλαβα και εγώ, καθώς λειτούργησε αδιάκοπα μέχρι τις αρχές του 70 περίπου. Έκλεισε το 73 λόγω της κρίσης του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1926 λειτούργησε ο δεύτερος κινηματογράφος «Αίγλη», ήταν μόνον θερινός και λειτούργησε στην ταράτσα του καφενείου του Γιοσμά.
Ο «Αστήρ», στην γειτονιά μου και αυτός, λειτούργησε πρώτη φορά αρχές του 1930, έκλεισε κα αυτός το 1973, καθώς η τηλεόραση εκτόπισε για τα καλά τον κινηματογράφο. Εγώ θυμάμαι και το «Σινέ Δουκάκη», αλλά δεν ξέρω πότε λειτούργησε για πρώτη φορά, πάντως έκλεισε την ίδια εποχή με τους άλλους κινηματογράφους της Τούμπας.
Η ΜΕΝΤ και ο σύλλογος «Ελπίς» ήταν χώροι όπου δραστηριοποιούνταν στο θέατρο οι νέοι της περιοχής. Η ΜΕΝΤ ήταν μορφωτικό σωματείο, λειτουργεί μέχρι σήμερα μάλιστα, με σκοπό να προσελκύσει τους νέους και να ανυψώσει το μορφωτικό τους επίπεδο. Στη ΜΕΝΤ δραστηριοποιήθηκαν οι μετέπειτα ηθοποιοί Ζωζώ Σαπουντζάκη και η Σμαρούλα Γιούλη. Στους χώρους της ΜΕΝΤ λειτούργησε για πρώτη φορά η δανειστική βιβλιοθήκη, η σημερινή Βιβλιοθήκη της Τούμπας «Γ. Ιωάννου». Εκεί δίνονταν και θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες. Παράλληλα λειτουργούσε και το αθλητικό τμήμα ποδοσφαίρου, βόλεϊ, μπάσκετ και κλασικού αθλητισμού.
Η αγαπημένη μας Τούμπα μέχρι τη δεκαετία του ΄70, διατηρούσε την προσφυγική της ταυτότητα. Υπήρχαν οι γειτονιές, οι καλημέρες με τους γείτονες, ο μανάβης με το κάρο που το έσερνε το γαϊδουράκι, οι αυλές, ακόμα και οι λάσπες.
Σήμερα σχεδόν τίποτα δεν θυμίζει το παρελθόν. Άλλαξαν όλα: οι γειτονιές, οι άνθρωποι, χάθηκαν οι αυλές, ξεχάστηκαν οι καλημέρες. Θυμάμαι πια σαν σε όνειρο την παλιά μου γειτονιά με τα προσφυγικά χαμόσπιτα. Στα τέλη του ΄60 η οικοδομή μας ήταν από τις ελάχιστες γύρω από το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα χνάρι της παλιάς γειτονιάς. Η αντιπαροχή μετέτρεψε την Τούμπα σε μια άλλη πόλη, ξένη πια για μας που γνωρίσαμε το άλλο της πρόσωπο, το προσφυγικό.
Κυκλοφορώ στους δρόμους της εφηβείας μου και νιώθω ξένη, σε μια περιοχή ξένη πια για μένα. Η Τούμπα που αγάπησα δεν υπάρχει πια. Η υποβαθμισμένη και αδικημένη Τούμπα είναι πια παρελθόν. Είναι μια σύγχρονη μεγαλούπολη, το μεγαλύτερο κομμάτι του δήμου Θεσσαλονίκης, με όλα τα θετικά και αρνητικά μιας μεγαλούπολης.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος