Η Ιωάννα Λιούτσια γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1992. Είναι απόφοιτη του τμήματος Θεάτρου ΑΠΘ (κατεύθυνση Σκηνοθεσίας), του τμήματος Ιστορίας Αρχαιολογίας ΑΠΘ (κατεύθυνση Αρχαιολογία&Ιστορία Τέχνης) και της Ανωτέρας Δραματικής σχολής “Σύγχρονο Θέατρο Βασίλης Διαμαντόπουλος”. Έχει κυκλοφορήσει δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές: Συνομιλίες σε Μη+ (2014) και Αρρυθμίες (2016), ενώ ποιήματά της και πεζά συμπεριλαμβάνονται σε ανθολογίες και συλλογικά έργα. Από το 2012 αρθρογραφεί σε ιστοσελίδες και περιοδικά κυρίως με άρθρα γύρω από το θέατρο και τη λογοτεχνία. Εργάζεται ως ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατροπαιδαγωγός.
Συζητήσαμε μαζί της με αφορμή την παράσταση «Ερωτικό Γαϊτανάκι» που θα πραγματοποιηθεί στη Θεσσαλονίκη 11 και 18 Δεκεμβρίου, στο καλλιτεχνικό καφενείο Νέον.
***
Ηθοποιός στην Ελλάδα. Έστω ότι έχετε να γράψετε ένα κείμενο με αυτόν τον τίτλο. Τι θα γράφατε; Πώς θα το ξεκινούσατε;
Με έναν κλισέ αστεϊσμό. Ηθοποιός σημαίνει φως, νερό, τηλέφωνο, κοινόχρηστα… Δεν σημαίνει μόνο λάμψη, ή αυτό που νομίζουμε, ιλουστρασιόν εικόνες και εξώφυλλα – που κι αυτού του είδους οι ηθοποιοί εκλείπουν γιατί έχουν παραχωρήσει το πόστο αυτό σε παίκτες κάθε είδους ριάλιτι σόου ή “τηλεπαιχνιδιού”. Οι ηθοποιοί είναι δίπλα μας, είναι πραγματικοί άνθρωποι, παράξενοι αλλά πραγματικοί, κι έχουνε κι αυτοί έξοδα. Στην Ελλάδα τους αντιμετωπίζουμε σαν να πρόκειται για τον «τρελό του χωριού» , που μπορεί να λέει ή να φέρνει τις αλήθειες αλλά είναι και λίγο τρελούλης και δεν τον παίρνουμε πάντα στα σοβαρά. Είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση επαγγέλματος γιατί είναι θολή η κοινωνική του θέση, κι έτσι ενώ χαίρει συνήθως εκτίμησης και υψηλού κοινωνικού στάτους, από την άλλη είναι ένα κακοπληρωμένο επάγγελμα – όταν πληρώνεται. Υπάρχει μια αντίφαση εδώ που δεν μπορώ να σκεφτώ τώρα άλλους επαγγελματίες που βιώνουν τέτοιου είδους χάσμα. Ο ηθοποιός στην Ελλάδα είναι κάποιος που έχει παλέψει πάρα πολύ να κάνει σπουδές στη δραματική σχολή, κι επιπλέον σπουδές στον χορό ή στο τραγούδι και τη μουσική, να είναι και ζογκλέρ ή ό,τι άλλο και να μην σταματά ποτέ να μαθαίνει.
Τι είναι το θέατρο για εσάς; Δημιουργία, έκφραση, επάγγελμα ή ψυχοθεραπεία;
Θα ξεκινήσω αντίστροφα. Αν και σίγουρα το θέατρο επιδρά στην ψυχή των ανθρώπων, προσωπικά δεν τα πάω πολύ καλά με το θέατρο ως δραματοθεραπεία. Αυτό είναι κάτι άλλο, είναι εργαλείο στα χέρια των επιστημόνων. Οπότε δεν θα πω ότι το θέατρο είναι ψυχοθεραπεία για μένα. Το θέατρο δεν είναι πάρεργο, δεν είναι χόμπυ, είναι επάγγελμα. Είναι μια σκληρή δουλειά, ναι βέβαια δεν δουλεύουμε στα ορυχεία, αλλά ωστόσο είναι μια εργασία που συνδυάζει έντονη ψυχική, διανοητική και σωματική κόπωση, απαιτεί πολλές θυσίες και μια προετοιμασία αντίστοιχη των αθλητών. Το θέατρο είναι δημιουργία, νομίζω δεν το καταλαβαίνεις πολύ όταν το κάνεις. Όταν έχεις μια πρώτη ιδέα, αισθάνεσαι δημιουργικός, αφού τελειώσει και περάσει καιρός και το σκεφτείς πάλι αισθάνεσαι δημιουργικός, τη στιγμή που το δημιουργείς δεν νομίζω ότι αισθάνεσαι κάτι. Όσο για την έκφραση, η αλήθεια είναι πως είμαι επιφυλακτική με τη λέξη γιατί φοβάμαι τη φράση «αχ έχω ανάγκη να εκφραστώ». Από την άλλη, ναι, μόνο όταν έχεις πραγματικά ανάγκη να εκφράσεις κάτι και να πεις κάτι, πρέπει να κάνεις μια παράσταση. Αλλιώς καλύτερα να σιωπάς, είτε λεκτικά είτε καλλιτεχνικά.
Από όλες τις θεατρικές θεωρίες του 20ού αιώνα ποια σας εκφράζει περισσότερο;
Ένας συγκερασμός στοιχείων θα ήταν το ιδανικό. Σίγουρα μ’ ενδιαφέρουν οι θεωρίες που γέννησε ή που δέχτηκαν την επίδραση του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Βρίσκω εξαιρετική τη θεωρία του Μπρεχτ, μόνο που δεν θα την εφάρμοζα στα έργα του. Με συγκινούν θεωρίες της αποστασιοποίησης, του επικού θεάτρου, κατόπιν του μεταμοντέρνου και άλλων που δείχνουν δηλαδή ότι όλα είναι μια κατασκευή, ότι το θέατρο είναι ένα παιχνίδι, ότι μπορώ να σου δείξω τους μηχανισμούς του, θεωρίες που επιτρέπουν και την ύπαρξη μιας κριτικής στο ίδιο το κείμενο, στο ίδιο το μέσο – το θέατρο, στους ηθοποιούς αλλά και τους θεατές.
Είναι το θέατρο η τέχνη των μειονοτήτων;
Κάθε τέχνη μπορεί να μιλήσει για ζητήματα μειονοτήτων. Πιστεύω πως το θέατρο είναι μια αδύναμη τέχνη.
Δηλαδή;
Αναλογίζομαι συχνά το σε ποιους απευθυνόμαστε κάνοντας θέατρο, αν είναι πάντα ένα ίδιο κοινό, αν τα «λέμε» μεταξύ μας. Ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία πχ μπορούν να έχουν πρόσβαση σ’ ένα ευρύ κοινό. Μια ταινία ή ένα βιβλίο μπορεί να βρει θεατή και αναγνώστη πολλά χρόνια μετά. Με μια θεατρική παράσταση αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Το κοινό είναι πεπερασμένο. Συχνά αναρωτιέμαι μήπως είμαστε κλεισμένοι στον μικρόκοσμό μας κι έτσι ακόμη κι αν κάνουμε μια παράσταση με θέμα τις μειονότητες ή όποιο άλλο κοινωνικό θέμα, σκέφτομαι μήπως το ίδιο το θέατρο είναι μια μειονότητα. Εκτός αν μια παράσταση γίνει γνωστή σκανδαλοθηρικά γιατί «προκαλεί» ή «σοκάρει».
Ποια θέματα είναι εκείνα με τα οποία ασχολείστε στις θεατρικές σας δουλειές;
Τα θέματα που σε κεντρίζουν αλλάζουν κάθε φορά. Μπορώ να μιλήσω για το «Ερωτικό Γαϊτανάκι» του Άρθουρ Σνίτσλερ που παρουσιάζουμε τώρα, που είναι ένα έργο των τελών του 19ου αιώνα το οποίο δέχτηκε έντονη λογοκρισία και στις γερμανόφωνες χώρες ανέβηκε μόλις το 1982. Στο συγκεκριμένο έργο με ενδιαφέρει πάρα πολύ το πώς διαβρώνονται οι προσωπικές μας σχέσεις και δεν υπάρχει ειλικρίνεια συναισθημάτων ή δεν υπάρχουν αισθήματα πια, κι αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και στις μέρες μας. Ακόμη κι αν υπάρχουν, τα φυλάμε και δεν τα εκφράζουμε, φοβόμαστε. Αυτή η διάβρωση των σχέσεων δεν μπορεί να είναι άσχετη με την κοινωνία στην οποία ζούμε. Είναι μια κοινωνία που παρακμάζει, που όπως και σήμερα βλέπουμε μια κοινωνία που αρρωσταίνει όλο και πιο πολύ, όλο και πιο βαθιά απ’ άκρη σ’ άκρη της, σε απογοητεύει η πραγματικότητα και οι ειδήσεις, και όχι μόνο για τα δημοσιονομικά αλλά γιατί οι άνθρωποι έχουν γίνει βίαιοι, επιθετικοί, φοβισμένοι, κλειστοί. Αυτή η μοναχικότητα είναι κάτι που μ’ ενδιαφέρει. Απ’ τη μια η έντονη επιθετικότητα και από την άλλη ο φόβος είναι τα δύο άκρα που δημιουργούν αυτήν την μοναχικότητα που βιώνουν οι άνθρωποι. Πέρα από το «Γαϊτανάκι» με τα ψέματα και την κοινωνική κριτική, γενικώς θέλουμε τα σίγουρα, φοβόμαστε να ρισκάρουμε, να χάσουμε τα κεκτημένα μας. Κι αυτά είναι θέματα που με ταλανίζουν και σε ό,τι έχω γράψει ως τώρα.
Μπορεί το θέατρο να είναι ένα μέσο αφύπνισης ως προς αυτό;
Μακάρι, αν και ξαναλέω αμφιβάλλω για τη δυναμική του. Ωστόσο κι ένας θεατής ακόμη να αφυπνιστεί είναι κέρδος. Κι αυτή η αφύπνιση μπορεί να προέλθει και από τη σύνδεση – κοινωνία, ηθοποιού και θεατή. Βέβαια αυτό συνεπάγεται ότι και ο ηθοποιός έχει συνείδηση του ρόλου του. Θέλω να πω πως αντιλαμβάνεται κι εκείνος τα ρίσκα που πρέπει να πάρει, ώστε στην ουσία να μην υπάρχει διάκριση μεταξύ της καλλιτεχνικής και της προσωπικής ζωής. Να είναι συνεπής στον εαυτό του. Να μην ευαγγελίζεται δηλαδή στο θέατρο μια «ανοιχτωσιά» προς τον κόσμο, ή την «επανάσταση», και στην προσωπική του ζωή να φοβάται. Τότε κάτι δεν πάει καλά κατά τη γνώμη μου. Δεν είναι τίμιος ως προς τον εαυτό του.
Ο καλλιτέχνης οφείλει να έχει πολιτική θέση για τα πράγματα;
Φυσικά και οφείλει. Το ίδιο το θέατρο είναι εξ’ ορισμού πολιτικό. Ό,τι κι αν κάνεις είναι πολιτικό στο θέατρο, ακόμη και μια παράσταση για παιδιά, από τη στιγμή που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό και εκφράζει συγκεκριμένα μηνύματα – συνειδητά ή ασυνείδητα . Κάπου είχα διαβάσει πως πολιτική είναι οποιαδήποτε πράξη αφορά το κοινωνικό σύνολο. Αν αυτό δεν έχει σχέση με το θέατρο, τότε τι μπορεί να έχει; Και μην ξεχνάμε ότι και στην αρχαία Ελλάδα το θέατρο ήταν ένα κατεξοχήν πολιτικό μέσο, οι τραγωδίες και οι κωμωδίες είχαν πολιτική χροιά. Δεν τα πάω καλά με τον όρο «πολιτικό θέατρο» βέβαια, αλλά ακριβώς επειδή πιστεύω ότι κάθε είδος θεάτρου είναι πολιτικό. Κι ωστόσο άλλο η πολιτική θέση κι άλλο η στράτευση. Να παρακολουθεί το θέατρο τις εξελίξεις και την κοινωνία, αλλά μέσα από μια γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων, να μην είναι μόνο άσπρο ή μαύρο.
Από πότε θέλατε να γίνετε ηθοποιός;
Αποφεύγω ν’ απαντάω αυτήν την ερώτηση σε φίλους και γνωστούς γιατί φαίνομαι πολύ ψώνιο. Την πρώτη φορά που θυμάμαι να το ξεστομίζω στη μητέρα μου ήταν στην ΣΤ’ δημοτικού, μετά από μια θεατρική παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει μαζί. Αλλά και τα προηγούμενα χρόνια είχα έντονο ενδιαφέρον γύρω από το θέατρο. Θυμάμαι μάλιστα και την έντονα γοητευτική επίδραση που είχε πάνω μου η πρώτη παράσταση που είδα ποτέ στο θέατρο σε ηλικία έξι χρόνων. Την «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ από το ΚΘΒΕ.
Και πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας σε 10 χρόνια σε σχέση με το θέατρο;
Θα προτιμούσα να ευχηθώ αντί να φανταστώ. Θα ήθελα σε δέκα χρόνια, όποια κι αν είναι η εξέλιξή μου είτε μέσα στο θέατρο είτε έξω από αυτό, να μην έχω προδώσει το κορίτσι που λέγαμε πριν, το κορίτσι που στην στ’ δημοτικού είπε ότι θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο. Να θυμάμαι αυτόν τον ενθουσιασμό, αυτό θέλω. Ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά νομίζω πως είναι και η μόνη πραγματικότητα που μπορεί να υπάρξει. Μια μαγική πραγματικότητα που να μας χωράει.
Υπάρχουν ηθοποιοί του θεάτρου και ηθοποιοί του κινηματογράφου;
Στην Ελλάδα πάσχουμε λίγο από κινηματογραφικούς ηθοποιούς – όχι πως δεν υπάρχουν βέβαια. Αλλά ίσως φταίει και το ταμπεραμέντο μας. Το ότι ακόμη κι αν πάμε για καφέ, μιλάμε και κάνουμε έντονες κινήσεις, αυτό το μεταφέρουμε και στο θέατρο και κατόπιν και στον κινηματογράφο. Γινόμαστε υπερεκφραστικοί σε σχέση με τις ανάγκες του κινηματογράφου μάλλον. Όσον αφορά τις ελληνικές ταινίες, υπάρχουν σίγουρα κάποιες πολύ καλές και σημαντικές, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια στο γεγονός ότι ο Λάνθιμος πχ έπρεπε να φύγει έξω για να διαπρέψει. Ή να κλείσω τα μάτια σε ταινίες που βγαίνουν σε αίθουσες χωρίς λόγο ύπαρξης, με αισθητική τηλεταινιών, που έχουν μάλιστα και σίκουελ. Φαντάζομαι ότι είναι κάτι αντίστοιχο με τις βιντεοταινίες της δεκαετίας του ’80 που σήμερα τις βλέπουμε ως cult, αλλά αυτές νομίζω σήμερα δεν έχουν καν αυτήν την προοπτική.
Ποιοι ηθοποιοί, Έλληνες ή ξένοι, είναι τα πρότυπά σας;
Πολλοί ηθοποιοί μου αρέσουν, αλλά ποτέ δεν έχω λειτουργήσει με πρότυπα. Υπάρχει όμως μια ερμηνεία που έχω ζηλέψει πολύ. Της Έμιλυ Γουότσον στο «Δαμάζοντας τα Κύματα» του Λαρς φον Τρίερ.
Πώς είναι ένας ηθοποιός να γράφει θεατρικά κείμενα; Φαντάζεται πως παίζει ο ίδιος;
Δεν ξέρω πώς είναι γενικά. Προσωπικά, δεν φαντάζομαι κάτι τέτοιο. Μου είναι πιο εύκολα να φανταστώ πως παίζει κάποιος άλλος σ’ αυτά. Πιστεύω πάντως πως σε βοηθάει για να χειριστείς καλύτερα τον χρόνο, τις παύσεις, τον ρυθμό. Η σκηνική εμπειρία βελτιώνει τη θεατρική γραφή, χωρίς όμως να είναι απαραίτητη. Ο Σαίξπηρ είναι το πιο τρανταχτό παράδειγμα ηθοποιού και συγγραφέα.
Η σκηνοθεσία σας ενδιαφέρει; Μπορεί σας βοηθήσουν οι σπουδές σας ως ηθοποιός;
Οι σπουδές μου στο τμήμα Θεάτρου ΑΠΘ αφορούσαν τη σκηνοθεσία. Μέχρι στιγμής το «Ερωτικό Γαϊτανάκι» είναι η δεύτερη σκηνοθετική μου επιμέλεια σε bar theatre, αλλά αυτή τη στιγμή είμαι επίσης και σε διαδικασία προβών για την παράσταση «Αγρυπνία». Πρόκειται για ένα έργο που αντλεί το υλικό του από πέντε ερωτικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η σκηνοθεσία είναι ο τρόπος να ευδοκιμήσουν οι ιδέες σου. Δεν έχω αρκετή εμπειρία για να είμαι ειλικρινής, αλλά πιστεύω πως λειτουργεί αμφίδρομα. Το να έχεις σπουδάσει υποκριτική σε βοηθά να μην είσαι ένας σκηνοθέτης – παρκαδόρος, κι από την άλλη αργότερα ως ηθοποιός αντιλαμβάνεσαι κάπως αλλιώς τα πράγματα, τα ψάχνεις πιο πολύ, γίνεσαι πιο δημιουργικός. Αποκτάς καλύτερη σκηνική αντίληψη.
Ποια είναι τα θέματα με τα οποία καταπιάνεστε στην ποίηση; Έχει σχέση αυτή η ασχολία σας με το επάγγελμά σας ως ηθοποιός;
Η ποίηση δεν είναι αρθρογραφία. Οπότε δεν μπορώ να πω ότι ξεκινώ από συγκεκριμένα θέματα. Τα θέματα μπορούν να προκύψουν στην πορεία. Κυρίως επικεντρώνομαι απ’ ότι φαίνεται σε θέματα έρωτα, μοναξιάς, κοινωνικής απομόνωσης και αποξένωσης. Δεν τα επιλέγω όμως, συμβαίνουν, το αντιλαμβάνομαι μετά. Σε σχέση με τα ποιήματα και το θέατρο τώρα, για μένα όλες οι τέχνες είναι στην ουσία μία τέχνη. Είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Όλα είναι στην ουσία ποίηση. Το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική έχουν όλα ως βάση την ποίηση, απλώς μιλάνε με διαφορετικές διαλέκτους μια ίδια γλώσσα. Όταν γράφεις ποιήματα είναι σαν να παίρνεις έναν ρόλο, και σαν να σκηνοθετείς, και γράφεις και το κείμενο, βάζεις και τη μουσική, είναι μια παράσταση. Ένα ποίημα είναι μια παράσταση.
Πόσες ποιητικές συλλογές έχετε εκδώσει ως τώρα;
Έχουν εκδοθεί δύο προσωπικές ποιητικές συλλογές. Οι «Συνομιλίες σε Μη+» το 2014, και οι «Αρρυθμίες» το 2016. Εντός των ημερών θα κυκλοφορήσει και η τρίτη μου συλλογή από τις εκδόσεις Οροπέδιο με τίτλο «Η Σιωπή σε δύο Χώρους». Βέβαια, ποιήματα και πεζά μου έχουν βρεθεί κατά διαστήματα και σε ανθολογίες ή συλλογικά έργα, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Δοθείσης της ευκαιρίας θα ήθελα να αναφέρω πως κάποια από τα κείμενα που γράφω, είτε είναι ποιήματα είτε διηγήματα ή παραμύθια για παιδιά, δημοσιεύονται επίσης στο προσωπικό μου λογοτεχνικό blog https://penthesileialioutsia.wordpress.com/
Αν ήταν να διαλέξετε μία απ’ αυτές τις ιδιότητες, ποια θα ήταν αυτή;
Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να μου συμβεί. Να διαλέξω. Αντιμετωπίζω την εξειδίκευση ως ασθένεια της εποχής μας. Θαυμάζω ανθρώπους που κατάφεραν να ασχολούνται και να μαθαίνουν και να διαπρέπουν ακόμη σε πολλούς διαφορετικούς τομείς. Δεν μπορώ να λειτουργήσω κάνοντας μόνο ένα πράγμα. Ας αποφασίσουν οι άλλοι με ποια ιδιότητα θέλουν να με βλέπουν, αν σώνει και καλά πρέπει να οριστούμε.
(Αποκλειστική συνέντευξη της Ιωάννας Λιούτσια στο schooltime.gr)
*Πληροφορίες για την παράσταση «Ερωτικό Γαϊτανάκι», μπορείτε να βρείτε εδώ