Λεβέντης. Ο αρρενωπός, γεροδεμένος άνδρας, ο νέος με ωραίο παράστημα, όπως αναφέρει το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη. Σύμφωνα με το ίδιο λεξικό, η λέξη προέρχεται από την περσοτουρκική λέξη «levend», που σημαίνει δυνατός νεαρός, όμορφος.
Στο λεξικό του Ε. Κριαρά γίνεται η εξής αναφορά για την λόγω λέξη: αυτός που έχει αρρενωπό παράστημα, (συνεκδοχικά) γενναιόψυχος, ανδρείος, ενώ για την ετυμολογία της λέξης αναφέρει και αυτός την περσοτουρκική λέξη «levend».
Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ερμηνεία στο λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη. Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης, πληροφορούμαστε ότι από τον τούρκικο τύπο «levend» προέρχεται η ιταλική λέξη «leventi» που δήλωνε ένα σώμα ναυτών πυροβολητών με πειρατές από την ανατολή. Με τη σειρά της, η ιταλική αυτή λέξη προέρχεται με τη σειρά της από τον τύπο «levante» που σημαίνει την «ανατολή». Κατά τον μεσαίωνα, η λέξη δήλωνε τον απείθαρχο νέο, το παράτολμο παλληκάρι. Η σημερινή σημασία συγκέντρωσε όλα τα θετικά χαρακτηριστικά της ανδρείας, της γενναιότητας και του φιλότιμου, δίνοντας στη λέξη τόσο ιδιαίτερο σημασιολογικό περιεχόμενο, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατη η απόδοσή της σε ξένες γλώσσες.
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος