Βαρύς κι ασήκωτος χαρακτηρισμός που οπωσδήποτε δημιουργεί παρεξηγήσεις. Έχουμε αναρωτηθεί όμως την κυριολεκτική σημασία της λέξης και κατ’ επέκταση πώς γράφεται; Για τους περισσότερους βέβαια ο ορθός τρόπος γραφής δεν είναι άλλος από αυτόν με – ι – (καθίκι). Ισχύει; Για να δούμε…
Τι ήταν το καθί(οι/η)κι λοιπόν; Ήταν το «δοχείο νυκτός», αναγκαίο σκεύος υγιεινής, που τοποθετούταν ευλαβικά κάτω από το κρεβάτι συνήθως και προοριζόταν για τις βραδινές ανάγκες του ατόμου. Βέβαια, μεταφορικά δηλώνει ένα άτομο ανυπόληπτο, κακόβουλο, δόλιο, χωρίς αρχές.
Σύμφωνα με το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, η σωστή γραφή είναι «καθοίκι», καθώς προέρχεται από τη φράση «κατ’ οίκον» (= στο σπίτι, δοχείο του σπιτιού). Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, η γραφή «καθίκι» δεν έχει ετυμολογική στήριξη και ίσως προέκυψε από συσχέτιση με το ρήμα «καθίζω».
Τη λέξη τη συναντάμε και με άλλη χρήση, για τα περίεργα μερικές φορές καπέλα και γενικότερα τα υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούσαν κάποτε το κεφάλι, κάνοντας αρκετά συχνά τον φέροντα να παρουσιάζει ένα αρκετά γελοίο θέαμα.
Η γραφή «καθήκι», προέρχεται πιθανώς από το αρχαίο «κάθημαι», αλλά μάλλον δεν δικαιολογείται.
Ο Μπαμπινιώτης υποστηρίζει τη γραφή με – οι – [(καθοίκι): μεσν. <καθ– (<κατα-) + –οίκι<οίκος]. Η δάσυνση καθ– (αντί κατ-) ίσως οφείλεται σε παρετυμολογική επίδραση του ρήματος «καθίζω».
Και το ίδρυμα Τριανταφυλλίδη δέχεται τη γραφή «καθοίκι»: μσν. καθοίκι< φρ. κατ΄οίκ(ον).
Πηγαίνοντας παλιότερα, ο Βυζάντιος δεχόταν τη γραφή «καθίκι», ενώ «καθήκι» ο Κοραής. Για τη γραφή με -η-, μάλιστα ο Κοραής υποστήριζε: «Από του αχρήστου καθέωτον άχρηστον παρακείμενον καθήκα παράγεται το καθήκιον».
Πάντως, η ουσία είναι πως όπως και να το γράψεις, όπως και να το πεις είναι βαρύ και ασήκωτο και δύσκολα «χωνεύεται»…
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος