Τι πιο ευχάριστο, όταν μιλάμε για το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, από το «παιχνίδι» της ετυμολογίας. Δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποιος φιλόλογος που, ευρισκόμενος σε μια παρέα για έναν τυπικό, καθημερινό καφέ, δεν ερωτήθηκε από κάποιον φίλο του (εν είδει «αυθεντίας» της γλώσσας) τι θα πει η τάδε λέξη ή τι σημαίνει ή από πού προέρχεται λες και ο φιλόλογος είναι ο καθ’ όλα άριστος γνώστης μιας γλώσσας, δίχως περιθώριο άγνοιας!
Σήμερα, λοιπόν, επέλεξα εντελώς τυχαία δύο απλά λεξικά λήμματα που στις μέρες μας τα ακούμε πολύ συχνά, λίγοι, ωστόσο, θα έχουν αναρωτηθεί τι σημαίνουν πραγματικά, λιγότεροι δε, ποια είναι η προέλευσή τους, μελετώντας τα μέσα στο διαχρονικό συνεχές. Ας αρχίσουμε, λοιπόν, την επισκόπηση! Οι λέξεις που επέλεξα προς ανάλυση είναι οι εξής: γκόμενα, γκλάμουρ,
Ποιος άλλωστε υπάρχει που, έστω και αστειευόμενος δεν έχει χρησιμοποιήσει τον όρο γκόμενα/-ος, για να ρωτήσει κάποιον φίλο του, αν έχει κάποια σχέση ή πόσες φορές βλέπουμε σε κάποιο περιοδικό lifestyle γκλαμουράτα εστιατόρια με σεφ που πραγματικά είναι αληθινοί επιστήμονες της γαστρονομίας και του ευ ζην! Ας δούμε εν τάχει πιθανές σημασίες των όρων με βάση τη συγχρονική σημασία των λέξεων στη Νέα Ελληνική Γλώσσα, για να τα εξετάσουμε στη συνέχεια εν συντομία σε διαχρονικό πρίσμα.
Με τον όρο «γκόμενα ή γκόμενος» (ο όρος αποδίδεται και για τα δύο φύλα εξίσου), ο ομιλητής της Κοινής Νέας Ελληνικής εννοεί την οποιαδήποτε ελκυστική κοπέλα ή άντρα αντιστοίχως (λόγω εξωτερικής εμφάνισης) ή ίσως το άτομο με το οποίο διατηρεί κάποια προσωπική ερωτική σχέση (είτε σε διάρκεια είτε περιστασιακά). Το λέμε συχνά, το ακούμε πιο συχνά, όμως σίγουρα λίγοι γνωρίζουν την προέλευση της λέξης. Η πορεία του όρου «γκόμενα» έχει ως εξής:
γκόμενα< γκόμενος< ἰταλικὸ gommeno < γαλλικὸ gommeux (ο αρωματισμένος νεαρός άνθρωπος που φέρει το άρωμα από μια ουσία κολλώδη που χρησιμοποιούνταν για αισθητικούς σκοπούς), ενώ υφίσταται μια άλλη εκδοχή που θέλει τη λέξη να έχει βενετσιάνικη προέλευση:
gomeno (βενετ.: σχοινί της άγκυρας) και η λέξη μετέφερε σημασιολογικά το περιεχόμενό της στις γυναίκες με την πάροδο του χρόνου, με την έννοια ότι τραβούν τα αρσενικά πίσω τους, όπως το σχοινί τραβά την άγκυρα. Θα πρέπει φυσικά να είμαστε προσεκτικοί στην απόδοση τέτοιων ερμηνειών καθώς τα όρια ετυμολογίας και παρετυμολογίας είναι πολύ λεπτά!
Μια τρίτη στη σειρά και αρκετά ενδιαφέρουσα εκδοχή για την ετυμολογία της λέξης είναι μια λακ μαλλιών εισαγόμενη από την Αργεντινή το 1935 κ.ε που χρησιμοποιούνταν από τις ηθοποιούς και έφερε τον τίτλο gémina (ισπ.) <gomma < γόμμα (βλ. Λεξικό Μπαμπινιώτη)
Γκλάμουρ (ουδ. άκλιτο). Λέμε κάτι το φανταχτερό, το κραυγαλέο, το ποιοτικά νόστιμο, το εκλεπτυσμένο. Τι θα πει, όμως, αυτό το ουδετέρου γένους όνομα και ποια η σχέση της λέξης αυτής με λέξεις που χρησιμοποιούμε ακόμη πιο συχνά στον καθημερινό μας λόγο;
Πρόκειται για προϊόν αντιδάνειου και ακολουθεί την εξής πορεία σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη:
αγγλικά glamour < σκωτσ. glammar < αγγλικά grammar (γραμματική – γοητεία από την κατάκτηση της γνώσης, της σοφίας και μάλιστα της απόκρυφης ελλ. < γραμματική.
Επομένως, ας μάθουμε πως η λέξη γραμματική που από την Α’ τάξη του Δημοτικού ηχεί στα αυτιά μας συγγενεύει ετυμολογικά με μια λέξη που, επίσης συχνή στην καθημερινή μας ζωή πια, φέρει ένα τελείως διαφορετικό σημασιολογικά περιεχόμενο.
Φίλιππος Ξυράφας*
Φιλόλογος – μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών στον τομέα Κλασικής Φιλολογίας.