Του Νίκου Παναγιώτου*

Είναι κοινά αποδεκτό πως η σημερινή εκπαιδευτική πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη και μεταβαλλόμενη από ποτέ, καθιστώντας αρκετά αναγκαία την εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας στις καθημερινές εκπαιδευτκές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα. Σε αυτό συνεπικουρούν, ο αυξανόμενος ανομοιογενής μαθητικός πληθυσμός (διαφορετική καταγωγή, πολιτισμικές καταβολές, γλώσσα, επίπεδο μαθησιακής ετοιμότητας, μαθησιακό προφίλ κτλ), κοινωνικοί λόγοι (ανάγκη για παροχή ίσων ευκαιριών στο σχολείο, προτροπή για ενεργητική πρόσκτηση και αξιοποίηση της γνώσης κτλ), ψυχολογικές παράμετροι (σύγχρονες αντιλήψεις που εδράζουν στις αρχές του οικοδομισμού, της πολλαπλής νοημοσύνης κτλ), όπως και Παιδαγωγικοί παράγοντες (ανάγκη για διαμόρφωση ενός καινοτόμου και δημοκρατικού σχολείου που θα διέπεται από ανάλογες αξίες και την αρμονική ανάπτυξη και αλληλεπίδραση όλων των ατόμων).

Το εκάστοτε εκπαιδευτικό σύστημα καθώς και το εκπαιδευτικό προσωπικό, αντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες στην προώθηση της οικείας διαδικασίας που αφορά τη διδασκαλία και τη μάθηση, με αποτέλεσμα δυσμενείς συνέπειες, όπως τη συλλήβδην σχολική αποτυχία, τη διαιώνιση αναχρονιστικών αντιλήψεων και την εφαρμογή αναποτελεσματικών πρακτικών. Έτσι, παρατηρείται πως ενυπάρχει η τάση, μολονότι πλέον κυριαρχούν οι τάξεις μικτής ικανότητας, να διατηρείται ένα «πρότυπο» μαθητή, αλλά και μία ενιαία διδασκαλία που απευθύνεται στα χαρακτηριστικά εκείνου του «μέσου» μαθητή. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα εν μέρει παραμερίζεται, αφού η διδασκαλία δεν λογίζεται σαν κάτι συγκεκριμένο και άκαμπτο που αντιστοιχεί σε κάποιο τύπο μαθητή (που θεωρείται και μία αόριστη έννοια). Απεναντίας, η διδασκαλία χρειάζεται να εστιάζει ευέλικτα και μεθοδικά στα ουσιώδη και στη διδασκαλία όλων των μαθητών, σύμφωνα με το μοναδικό προφίλ, τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του καθενός.

Αν και έχει εγείρει έντονο επιστημονικό ενδιαφέρον, συζητήσεις και διαφωνίες, η διαφοροποιημένη διδασκαλία, πρόκειται για μία εναλλακτική φιλοσοφία διδασκαλίας ή αλλιώς μία δέσμη απόψεων παρεμβάσεων-τεχνικών που συσχετίζονται με την προσέγγιση, την οργάνωση και την εκτέλεση της διδασκαλίας- μάθησης, συνδυαστικά με το γενικότερο μαθησιακό περιβάλλον καθώς και μελετώντας τον αντίκτυπο τους στους μαθητές. Δηλαδή, αφορά μία σειρά μέτρων που επιχειρούν να τροποποιήσουν τις διαδικασίες παροχής των μορφωτικών- γνωστικών αγαθών, ώστε να ανταποκρίνονται στο ατομικό (και ενδοατομικό) προφίλ όλων των μαθητών, ανεξαιρέτως.

Η διαφοροποιημένη διδασκαλία διακρίνεται για ορισμένα χαρακτηριστικά της. Θεωρείται μία διαρκής, ποιοτική, μαθητοκεντρική, ευέλικτη, συμμετοχική και εξελικτική διαδικασία διδασκαλίας- μάθησης, όπου απαιτεί συστηματική και προγραμματισμένη προσπάθεια. Επιπρόσθετα, ως κύριο γνώρισμά της καταγράφεται η συνολική αναδιαμόρφωση της μαθησιακής διαδικασίας, όπως προσφέρεται, με τις όποιες αλλαγές που συμβαίνουν, να εναρμονίζονται με τη διαφορετικότητα του κάθε μαθητή. Ακόμη, με τα ενδοατομικά χαρακτηριστικά που επιδεικνύουν οι μαθητές, αλλά και τη δυναμική τους σαν ένα σύνολο, προκρίνοντας τις ίσες ευκαιρίες για μαθησιακή επιτυχία, ομαλή κοινωνικοποίηση και ατομική βελτίωση των συμμετεχόντων. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα σημαντικό λογίζεται πως η όποια εφαρμογή της διαφοροποιημένης διδασκαλίας πρέπει να έχει σημείο «εκκίνησης» διαφορετικό για κάθε μαθητή, ανάλογα το επίπεδο και υπόβαθρο του, ενώ η όποια παρέμβαση τέτοιου είδους, χρειάζεται να προηγείται της μαθησιακής αποτυχίας. Με άλλα λόγια, η αποτυχία ενός μαθητή να μην αποτελεί το εφαλτήριο για την εφαρμογή μίας διαφοροποιημένης διδασκαλίας.

Ωστόσο, χρειάζεται να τονιστεί πως η διαφοροποιημένη διδασκαλία, συγκριτικά με την παραδοσιακή διδασκαλία, ενέχουν ποικίλες αποκλίσεις και αντιθέσεις, ως προς τη φύση, τη δομή και την εφαρμογή τους. Η διαφοροποιημένη διδασκαλία δεν είναι μία επιφανειακή τροποποίηση των υφιστάμενων πρακτικών, ένα είδος ενισχυτικής διδασκαλίας, μία μονομερής διδακτική προσέγγιση, μία χαοτική ή εντελώς νέα κατάσταση στα εκπαιδευτικά πράγματα, ενώ δεν συνδέεται και με την παροχή κυμαινόμενων κινήτρων ή ευκαιριών για μάθηση- ανέλιξη, ανάλογα με τις διοικητικές επιταγές, τις στάσεις των εκπαιδευτικών και την δυναμική των μαθητών, ως απόρροια παραδοσιακών θεωρήσεων.

Ο εκπαιδευτικός δύναται να διαφοροποιήσει πολυεπίπεδα τη διδασκαλία του. Ειδικότερα για τα Αναλυτικά Προγράμματα, μπορεί να επέμβει σε επιμέρους στοιχεία τους, όπως το περιεχόμενο, ο τρόπος επεξεργασίας των δεδομένων, το τελικό αποτέλεσμα και το μαθησιακό περιβάλλον που σχετίζονται με αυτά. Από την άλλη, όμως, είναι ανάγκη η όποια διαφοροποίηση να εκπονείται, σύμφωνα με την ετοιμότητα, τα ενδιαφέροντα και το μαθησιακό προφίλ κάθε μαθητή. Απλούστερα, οφείλει να απαντά με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, πληρότητα και συνέπεια, στα ερωτήματα τί, πού, πώς και γιατί μαθαίνουν οι μαθητές; Επίσης, να λάβει καίριες αποφάσεις, ως προς το τι θα διαφοροποιήσει, με ποιόν τρόπο, ποιές μεθόδους θα χρησιμοποιήσει, άν συμμετέχουν ισότιμα όλοι οι μαθητές, ποίοι είναι οι στόχοι και σε ποιόν βαθμό είναι επιτεύξιμοι, συγκριτικά με τις αρχές της διαφοροποιημένης διδασκαλίας.

Αναλυτικότερα, η διαφοροποιημένη διδασκαλία υποστηρίζει ποικίλες στρατηγικές που εμπίπτουν σε όσα έχουν αναφερθεί (πχ. διαβαθμισμένες ερωτήσεις, χρήση πλούσιου υλικού, ανατροφοδότηση, σύναψη μαθητικού συμβολαίου κτλ), απαιτούν όμως, την ενεργή συμμετοχή και σύμπνοια- συνευθύνη- συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων μερών. Αναντίλεκτα, θεμελιώδης αρχές για την αποτελεσματική εφαρμογή της αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι εξής: η επικέντρωση στα ουσιώδη, η ανταπόκριση στη διαφορετικότητα των μαθητών, η ευέλικτη εργασία στην τάξη, η συνεχής αξιολόγηση των μαθητικών αναγκών, η χρήση είτε εξατομικευμένης υποστήριξης, είτε ομαδοσυνεργατικών μεθόδων, όπου απαιτείται, η καλλιέργεια φιλικού κλίματος, η ορθή διαχείριση της τάξης και η δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης- αμοιβαιότητας, ανάμεσα στα μέλη (στηριζόμενοι στη κοινωνική δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και την ισότητα).

Εν κατακλείδι, η διαφοροποιημένη διδασκαλία είναι μία διαδικασία, κατά την οποία τα μέσα, τα υλικά και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στη μαθησιακή διαδικασία, προσαρμόζονται ουσιαστικά και κατάλληλα στις ατομικές διαφορές και τη συνολική δυναμική της τάξης, με την παράλληλη εισαγωγή νέων και καινοτόμων εκπαιδευτικών πλαισίων και προσανατολισμών. Με άλλα λόγια, υποβοηθείται η ολική ανάπτυξη του κάθε μαθητή και η παροχή ίσων ευκαιριών στη μάθηση και στη καθημερινή αλληλεπίδραση, ώστε ο μαθητής να κατανοήσει και να εφαρμόσει αποτελεσματικά ότι έμαθε. Βαρυσήμαντο ρόλο διαδραματίζει ο εκπαιδευτικός. Αναμφίβολα, αποτελεί αρωγό της όλης προσπάθειας και αναπόσπαστο κομμάτι, ενώ χρειάζεται να υπηρετήσει σωστά τον πολυσχιδή ρόλο του που είναι πιο κρίσιμος, σύνθετος και πολύπλοκος από ποτέ.

Παναγιώτου Νίκος*
Απόφοιτος Παιδαγωγικού
Μεταπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα της Ειδικής Αγωγής

 Αν θέλετε να ενημερώνεστε μέσω facebook για όλες τις νέες δημοσιεύσεις, ακολουθήστε τη σελίδα μας επιλέγοντας τον σύνδεσμο • schooltime

Ακολουθήστε μας στο facebook

Δείτε επίσης

«Η Φιλοσοφία της Συμπεριληπτικής Εκπαίδευσης» του Νίκου Παναγιώτου