Ανέκαθεν οι ταινίες του Παντελή Βούλγαρη ήταν καθρέφτης ενός αδιάλειπτου πάθους για την έβδομη τέχνη. Τόλμη, γνησιότητα και αφοσίωση αποτελούν το τρίπτυχο που συνθέτει το πορτρέτο της δημιουργίας ενός έργου τέχνης. Και σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για το «Τελευταίο Σημείωμα». Ντοκουμέντο και συναίσθημα συνενώνονται σε ένα άρτια σκηνοθετημένο ιστορικό δράμα. Σε ένα δράμα που οδηγεί το θεατή σε μια συγκίνηση η οποία καταλήγει σχεδόν «εκβιαστική».

 Η Ιστορία λοιπόν εμπνέει το «αχτύπητο» καλλιτεχνικά δίδυμο Παντελή Βούλγαρη – Ιωάννας Καρυστιάνη, οι οποίοι γράφουν το δικό τους σημείωμα προς τους νεκρούς κομμουνιστές της Καισαριανής, λέγοντάς τους πως η θυσία τους δεν ήταν μάταιη, αλλά αποτελεί μια τονωτική ένεση πατριωτισμού – και όχι εθνικισμού – για τους σύγχρονους Έλληνες.

Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ο τριαντατετράχρονος Ναπολέων Σουκατζίδης, Κρητικός με μικρασιατικές ρίζες, αγωνιστής του λαϊκού κινήματος και κρατούμενος από το 1936. Κατά την κράτησή του στο Χαϊδάρι, εκτελούσε χρέη διερμηνέα για το Γερμανό διοικητή του, τον υπολοχαγό των SS Καρλ Φίσερ. Έξω από το στρατόπεδο η αγαπημένη του, Χαρά Λιουδάκη, στεκόταν διαρκώς πλάι του με αξιοθαύμαστη καρτερία και βαθιά αγάπη. Ο θάνατος όμως του διοικητή Κρες και τριών Γερμανών στους Μολάους Λακωνίας επιφέρει ως αντίποινα την εκτέλεση πενήντα Ελλήνων για κάθε Γερμανό. Σύνολο διακόσιοι, ανάμεσά τους και ο Ναπολέων Σουκατζίδης, ο οποίος αρνήθηκε την πρόταση του Φίσερ να εξαιρεθεί, επιλέγοντας το θάνατο.

Η θεϊκά τέλεια διαμορφωμένη φιγούρα του Ναπολέοντα αποτελεί τηλαυγή φάρο μιας ολόκληρης Ιδέας για την «αυθάδεια» της ζωής μπροστά στο θάνατο. Τον Κρητικό ήρωα ενσαρκώνει ο πάντοτε ιδανικά εκφραστικός Ανδρέας Κωνσταντίνου, με το παρουσιαστικό που παραπέμπει στη γοητεία ηθοποιών του ασπρόμαυρου κινηματογράφου. Ο ίδιος όμως είναι σίγουρα ένας μοντέρνος ερμηνευτής που κλήθηκε να υπηρετήσει το ρόλο ενός πραγματικού ήρωα με μυθικές διαστάσεις. Το βάρος όμως δεν ανήκει μόνο σε εκείνον, αλλά και στον Αντρέ Χένικε, ή αλλιώς το Γερμανό διοικητή Καρλ Φίσερ, που τα αντιφατικά του συναισθήματα για τον Έλληνα διερμηνέα δεν τον αφήνουν στο τέλος να συμμεριστεί την άνωθεν εντολή για την εκτέλεση του Ναπολέοντα. Ο Παντελής Βούλγαρης λοιπόν καταφέρνει να αποδώσει κατάλληλα τη – σχεδόν ερωτική – έλξη και παράλληλα αναπόδραστη απώθησή τους, σε συνδυασμό με αυτή τη δραματική σύγκρουση κρατών και ιδεολογιών με φόντο το 1944. Η Μελία Κράιλινγκ με τη σειρά της ξεχωρίζει. Καθοριστικές είναι περισσότερο οι εξωγλωσσικές της εκφράσεις παρά τα λιγοστά της λόγια.

«Το δικό μου σημείωμα για τους 200 της Καισαριανής»
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάμε και την επιτυχημένη αναπαράσταση ενός κοινωνικού ψηφιδωτού γεμάτου δυνατές ανθρώπινες στιγμές· μιας ολόκληρης εποχής που δίδαξε τη σύγχρονη Ελλάδα τι σημαίνει μάχη για τα ιδανικά. Μια ταινία – γροθιά στο στομάχι, που κοιτάζει το φασισμό χωρίς μαντήλι στα μάτια, όπως και οι 200 της Καισαριανής το θάνατο. Παραδόξως, θα μπορούσαμε να πούμε πως η κορύφωση του δράματος δεν εντοπίζεται τη στιγμή του θανάτου, αλλά στον πανηγυρισμό της ζωής με τις δυνατές φωνές των φυλακισμένων να αντικαθιστούν τις λύρες και τα λαούτα την τελευταία βραδιά στο κελί, την παραμονή της Πρωτομαγιάς του ’44.

Μια ταινία που ξεκινά με το σημείωμα που βρέθηκε στην τσέπη του Ναπολέοντα, και κλείνει με τα ονόματα των 200 της Καισαριανής. Μια ταινία που υπενθυμίζει στους ήρωες ότι η ζωή τους, όσο μικρή κι αν ήταν για κάποιους από αυτούς, μας εμπνέει. Το φωτοστέφανο της ζωής κόντρα στο θάνατο οφείλει λοιπόν να μας καθοδηγεί κατάλληλα ενάντια σε όλες τις σκοπέλους που ορθώνονται μπροστά μας. Ας κοιτάξουμε όλοι τις συμπληγάδες του βίου μας χωρίς μαντήλι στα μάτια, αλλά γεμάτοι τόλμη, θάρρος και «αυθάδεια» απέναντι στο θάνατο.

Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία!

Παρή Στεφανή*

 Αν θέλετε να ενημερώνεστε μέσω facebook για όλες τις νέες δημοσιεύσεις, ακολουθήστε τη σελίδα μας επιλέγοντας τον σύνδεσμο: schooltime