Φράσεις της αρχαίας ελληνικής με δοτική πτώση που χρησιμοποιούνται στη νέα ελληνική – Μέρος 2ο (Ε)
εν κατακλείδι: συνοψίζοντας…
εν στάσει: σταματημένος…
εν συγκρίσει με/προς: σε σύγκριση με…
εν συνδυασμώ: σε συνδυασμό με…
εν συνεχεία: στη συνέχεια…
εν συνόψει: συνοπτικά…
εν συντομία: σύντομα…
εν σχέσει: σε σχέση… συγκριτικά…
εν σώματι: σύσσωμα…
εντάξει (εν τάξει): σωστά… τακτοποιημένα…
εν τάχει: γρήγορα…
εντέλει (εν τέλει): τελικά…
εν (τη) απουσία: κατά τη διάρκεια της απουσίας (του/της)…
εν τη γενέσει: κατά τη γένεση / δημιουργία…
εν τη ενώσει η ισχύς: με τη συνεργασία (συμμαχία) παρουσιαζόμαστε πιο δυνατοί / ισχυροί…
εν τη πράξει (εν τοις πράγμασι): έμπρακτα… στην πράξη…
εν τη ρύμη του λόγου: στη ροή του λόγου… πάνω στην κουβέντα…
εν τιμή: με τιμή…
εν τοιαύτη περιπτώσει: σε τέτοια περίπτωση… εφόσον έχει έτσι η κατάσταση…
εν τούτοις: όμως…
εν τω άμα και το θάμα: στη στιγμή… άμεσα…
εν (τω) μέσω: μεταξύ… ανάμεσα…
εν τω μεταξύ: στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα…
εν υπηρεσία: σε ώρα υπηρεσίας…
εν υπνώσει: υπνωτισμένα…
εν εγρηγόρσει: σε εγρήγορση…
εν χορδαίς και οργάνοις (οργάνω): θριαμβευτικά…
εν χορώ: όλοι μαζί…
εν χρήσει, εν αχρηστία: σε χρήση… σε αχρηστία…
εν ψυχρώ: ψύχραιμα… χωρίς κανένα δισταγμό…
εν θερμώ: σε έξαψη…
εν ώρα ανάγκης: σε ώρα ανάγκης…
εντέλει, εν τέλει: τελικά…
ενώπιος ενωπίω: σε αντιπαράσταση…
εξαιρέσει: με εξαίρεση…
επ’ αγαθώ: προς όφελος… για το καλό…
επ’ αμοιβή: με αμοιβή…
επ’ ανδραγαθία: για ηρωισμό…
επί τη απειλή: με την απειλή…
επ’ αυτοφώρω: τη στιγμή του αδικήματος…
επ’ ενεχύρω: με ενέχυρο…
επ’ εσχάτοις: τελευταίως…
επ’ ευκαιρία / επί τη ευκαιρία: με αφορμή…
επ’ ονόματι: στο όνομα (κάποιου)…
επ’ ουδενί (λόγω): για κανένα λόγο…
επ’ ωφελεία: προς όφελος…
επί ζημία: προς ζημιά…
επί αντικαταβολή / επ’ αντικαταβολή: με αντικαταβολή…
επί αποδείξει: με απόδειξη…
επί εξυβρίσει: για εξύβριση…
επί θύραις: πολύ κοντά…
επί ίσοις όροις: ισότιμα…
επί λέξει: κατά λέξη, αυτολεξεί…
λόγω τιμής: στο λόγο της τιμής μου…
επί ματαίω: για ασήμαντο πράγμα…
επί πιστώσει: με πίστωση…
επί πληρωμή: με πληρωμή…
επί πτυχίω: στο πτυχίο…
επί τη αναλήψει: με την ανάληψη…
βάσει:σύμφωνα με…
επί τη εμφανίσει / άμα τη εμφανίσει: με την εμφάνιση…
επί τη ευκαιρία / επ’ ευκαιρία: με την ευκαιρία…
επί τούτω / επί τούτοις (ad hoc): με (για) αυτό το σκοπό…
επί χρήμασι: έναντι χρημάτων…
επί ψευδορκία: για ψευδορκία…
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος