Οι εξόριστοι Πόντιοι βρίσκονταν στην τελευταία οθωμανική πόλη την Ούφρα, αρχαία Έδεσσα, όταν ήρθε η εντολή να εγκαταλείψουν αμέσως τα οθωμανικά εδάφη. Η Ούρφα ήταν σχεδόν κατεστραμμένη και Αρμενοκρατούμενη. Οι Αρμένιοι τους βοήθησαν προσφέροντας τους σταφύλια και σταφίδες. Είχαν διανύσει ήδη με τα πόδια τεράστιες αποστάσεις εκατοντάδων χιλιομέτρων,bμέσα σε βουνά και χαράδρες, πείνασαν, αρρώστησαν, πέθαναν οι πιο πολλοί. Οι τυχεροί, όσοι είχαν εξοικονομήσει λίγα χρήματα, ανέβηκαν στο τρένο, οι άλλοι συνέχισαν με τα πόδια.

Κατέληξαν σε κάτι σπηλιές έξω από το Χαλέπι, τα μαγαράδες, όπως τις έλεγαν οι δικοί μας. Οι σπηλιές αυτές υπήρξαν στο παρελθόν ρωμαϊκοί στρατώνες. Ήταν συνεχόμενες και είχαν στην μέση μια τρύπα φεγγίτη. Ταχτοποιηθήκαν όπως μπορούσαν, έστρωσαν τα απομεινάρια από στρωσίδια που τους απέμειναν, στήσανε τα κατσαρολικά τους και δόξαζαν τον θεό, γιατί έφτασαν ένα βήμα ακόμα πιο κοντά στην Πατρίδα, τη μάνα Ελλάδα. Στις σπηλιές κατοικούν τα άγρια θηρία και τα ζώα, εδώ κατοίκησαν και οι πόντιοι. Οι ταλαιπωρίες και τα βάσανα τους έκαναν και αυτούς θηρία, αλλά θηρία στη δύναμη και τη θέληση να ζήσουν και να φτάσουν ζωντανοί στη μητέρα Ελλάδα. Ακόμα και οι σπηλιές δεν επαρκούσαν για τους 30 χιλιάδες Έλληνες που είχαν καταφύγει εκεί.

Η ζωή σε λίγες μέρες πήρε μια κανονικότητα. Έξω από τις σπηλιές στήσανε τις εμπροστιές για το μαγείρεμα, το υπαίθριο νοικοκυριό για το πλύσιμο και την καθαριότητα. Οι ντόπιοι, φτωχοί άνθρωποι ήταν και αυτοί, έρχονταν καθημερινά με κάτι τεράστια κοφίνια για την ανέλπιστη συγκομιδή. Οι υπαίθριες τουαλέτες τους πρόσφεραν το καλύτερο λίπασμα και συναγωνίζονταν ποιος θα το αρπάξει.

Κάθε πρωί εμφανίζονταν οι αραπίνες φωνάζοντας λέπε λέπεεε (γάλα) σέρνοντας ξωπίσω τους τις γελάδες και το γάλα έρρεε από τα μαστάρια κατευθείαν μέσα στα ποντιακά παρχάτσε. Άρμεγαν τις αγελάδες επί τόπου, κάτι αγελάδες με τεράστια μαστάρια, άγνωστες στον Πόντο. Γάλα αγόραζαν όσοι είχαν κάποια χρήματα κάνοντας μεροκάματα στα κτήματα ή κάνοντας θελήματα στις πλούσιες οικογένειες.

Το Χαλέπι ήταν πολύ εύφορο μέρος. Όλοι οι άντρες άρχισαν να δουλεύουν στα χωράφια ή σαν αχθοφόροι ή ό,τι άλλο τους τύχαινε. Η αμοιβή ήταν πάνω κάτω 20-40 γρόσια. Πολλοί από αυτούς κυρίως γυναίκες και παιδιά άρχισαν να ζητιανεύουν το φαγητό. Η γιαγιά μου ζητιάνεψε και αυτή προκειμένου να επιβιώσει. Είχε ένα μικρό παρχάτσι και μέσα σε αυτό έριχναν οι διάφορα φαγητά, βαριά ανατολίτικα φαγητά, αλλά χάρις σε αυτά δεν πέθαναν από πείνα και ασιτία. Οι κίνδυνοι για τα μικρά παιδιά που ζητιάνευαν ήταν πάρα πολλοί. Πολλές φορές Εβραίοι και Άραβες τους άρπαζαν ό,τι κουβαλούσαν μαζί τους.

Ο Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός πρόσφερε μεγάλη βοήθεια στους ταλαιπωρημένους ανθρώπους. Τους μοίραζαν ψωμί μιάμιση οκά το άτομο και έξι γρόσια πάλι ανά άτομο. Ένας σκύλος τους συνόδευε από το Διαρπεκίρ και στάθηκε και αυτός στην ουρά. Κάθε μέρα έπαιρνε και ο σκύλος το μερτικό του.

Παρά τις δυσκολίες και την πείνα τους δεν έχασαν ούτε στιγμή την αγάπη τους για τη ζωή και τη διασκέδαση. Τα βράδια εκεί έξω από τις σπηλιές στηνόταν ο χορός και το γλέντι. Οι ζουρνατζήδες και οι λυράρηδες έδιναν τον τόνο και οι χοροί καλά κρατούσαν. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι άνθρωποι αυτοί ήταν στις πορείες θανάτου κοντά στα τρία χρόνια, αντιλαμβάνεται το πόσο εκτίμησαν την ίδια την ζωή και τις απλές χαρές της. Όλα τα έχασαν, όχι όμως και το γέλιο τους ούτε την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή στην Ελλάδα. Διψούσαν για Ελλάδα, γιατί όλα τα άφησαν πίσω. Τα σπίτια που είχαν γίνει στάχτη, τα σχολεία που ρήμαξαν, τις εκκλησιές που τις βεβήλωσαν οι Τούρκοι.

Οι πιο πολλοί είχαν χαθεί στις πορείες θανάτου. Οικογένεια ολόκληρη δεν έβρισκε κανείς εύκολα. Πολλές οικογένειες έσβησαν εντελώς, «ενεβήεν το τσαχ΄», έλεγε η γιαγιά μου. Χάθηκαν από την πείνα, την αρρώστια, την γύμνια, τις δολοφονίες. Όσοι έφτασαν μέχρι το Χαλέπι στον δρόμο έφαγαν ρίζες, ήπιαν ακάθαρτα νερά, έκαναν χαμαλίκια σε Κούρδους, δούλεψαν σε χωράφια μπέηδων, ακόμα και κλέφτες έγιναν.

Το κλίμα στο Χαλέπι ήταν βαρύ και οι εξαντλημένοι από την πείνα και τις αρρώστιες δεν το άντεξαν. Πέθαναν πολλοί στο Χαλέπι, κυρίως παιδιά. Οι ντόπιοι πήραν πολλά παιδιά στα σπίτια τους για να τα σώσουν από την πείνα. Κάποια από αυτά τα άφησαν εκεί για πάντα, θεωρώντας οι δικοί τους ότι θα ζήσουν καλύτερα. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και στον τελευταίο σταθμό, τη Βηρυτό. 

 Στο Χαλέπι την εποχή που υπογράφηκε η συνθήκη ανταλλαγής ήταν χιλιάδες πόντιοι, περίπου 10 χιλιάδες φερμένοι από όλον τον Πόντο. Η Συρία μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου περνάει από την Αγγλική κατοχή στη Γαλλική με το πρόσχημα να προστατεύσουν τις μειονότητες μέχρι να ανεξαρτητοποιηθεί η περιοχή, αλλά ουσιαστικά την μετέτρεψαν σε Γαλλική αποικία. Οι Άγγλοι περιορίστηκαν στην Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία. Θα περίμενε λοιπόν κανείς από τους Γάλλους να επιδείξουν κάποια ευαισθησία απέναντι στους Έλληνες πρόσφυγες, αφού αυτή ήταν η επίσημη θέση τους απέναντι στις μειονότητες. Αντίθετα, τους αρνούνται την εκεί παραμονή τους και δεν προσφέρουν καμιά βοήθεια ούτε καν τροφή, σε αντίθεση με τον απλό λαό της Συρίας.       

Μια περιγραφή της κατάστασης παραθέτει ο Βρετανός δημοσιογράφος και συγγραφέας Χάρολντ Σπένσερ, ο οποίος αυτή την περίοδο βρίσκεται στην Ελλάδα και αρθρογραφεί για την προσφυγική τραγωδία. Γράφει αρχές Μαρτίου του 1923: «Η κατάστασις εχειροτέρευσεν, ιδίως λόγω της πολιτικής της Γαλλικής Κυβερνήσεως… Μέγας αριθμός προσφύγων της Μικράς Ασίας επί των πλοίων εις τους Γαλλικούς λιμένας της Συρίας, οι δε Γάλλοι ουχί μόνον αρνούνται να επιτρέψουν εις αυτούς να παραμείνουν τουλάχιστον εις Συρίαν, αλλά αρνούνται και να τους δώσουν τροφήν… Ο εκεί Έλλην πρόξενος ζητεί εσπευσμένως χρήματα διά να σώση τους πληθυσμούς αυτούς εκ πείνης και θανάτου, παρίσταται δε ανάγκη να μεταφερθούν και οι πρόσφυγες ούτοι της Συρίας εις την Ελλάδα εφ’ όσον οι Γάλλοι τους εκδιώκουν…» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ 3/3/1923).

Από το Χαλέπι ξανά με γαλλικό τρένο ταξιδεύουν για τη Δαμασκό και τελευταίος σταθμός η Βηρυτός. Ήταν ήδη Πάσχα του μαρτυρικού 1923.

Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος

 Αν θέλετε να ενημερώνεστε μέσω facebook για όλες τις νέες δημοσιεύσεις, ακολουθήστε τη σελίδα μας επιλέγοντας τον σύνδεσμο: schooltime