“Να πίνεις ή να μην πίνεις” ιδού ένας προτεινόμενος, εναλλακτικός τίτλος, για το μυθιστόρημα του Λόουρυ – ενός εκ των κορυφαίων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Και πραγματικά, θα μπορούσαμε να το διαβάσουμε σαν μια μεθυσμένη εκδοχή του Άμλετ, μιας και ο βασικός του ήρωας, ο πρόξενος Τζόφρεϋ Φέρμιν μοιάζει διαρκώς να αναρωτιέται: «Να ζεις ή να μην ζεις» και να αποκρίνεται με τη μεθυσμένη παραλλαγή του αμλετικού ερωτήματος: «Να πίνεις, ή να μην πίνεις; Χικ!».
Για τον Τζόφρεϋ, το να ζήσει, όχι απαραίτητα μια ιδανικά ευτυχισμένη ζωή, αλλά ακόμα και την πιο κοινότοπη και συνηθισμένη εκδοχή της, μοιάζει ανέφικτο.
Αρκεί να αναλογιστούμε το γεγονός ότι προσλαμβάνει την πραγματικότητα διαθλαστικά, μέσα απ΄το γυαλί ατέλειωτων ποτηριών που γεμίζουν και αδειάζουν με ουίσκι, μεσκάλ, ή τεκίλα. Απ’ την άλλη βέβαια, κουβαλάει όλη τη σκοτεινή σαγήνη των “καταραμένων”, έκπτωτων ηρώων της μυθοπλασίας – alter ego, συνήθως, των δημιουργών τους. Ζει στοιχειωμένος απ’ τους δαίμονες και τα φαντάσματα του παρελθόντος. Έτσι, όχι μόνο η ευτυχία αλλά και η αρμονική συνύπαρξη με τους άλλους, βιώνεται μόνο ως όνειρο και ψευδαίσθηση και επομένως ως ματαίωση και αποτυχία.
Ο Λόουρυ βέβαια χαρακτήρισε το “Κάτω απ’ το ηφαίστειο” ως μια μεθυσμένη Θεία Κωμωδία. Κι αυτή η εκδοχή είναι εξίσου ενδιαφέρουσα, αφού ο Τζόφρεϋ είναι σαν να ξυπνάει, στο μέσο της ζωής του, σ’ ένα σκοτεινό δάσος. Σ’ έναν τους πιο μυθικούς και θλιμμένους τροπικούς του κόσμου δηλαδή το προπολεμικό Μεξικό, που δεν είναι παρά μια μετωνυμία του Δαντικού καθαρτηρίου. Και εκεί θα μείνει για πάντα. Αλύτρωτος.
Δεν υπάρχει σωτηρία, ούτε για τον Βρετανό πρόξενο, ούτε για τον πολιτισμό και την ανθρωπότητα. Η έκρηξη του ηφαιστείου, ήτοι του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, που θα ξεσπάσει ένα χρόνο μετά, είναι αναπόφευκτη. “There is no alternative” σαν να λέμε. Όχι σαν να λέμε, ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα. Για να γεννηθεί ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος, πρέπει να πεθάνει ο παρηκμασμένος, και άρα ξεπερασμένος παλιός.
Ολόκληρο το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται, όπως και πολλά άλλα μοντερνιστικά κείμενα (Οδυσσέας, Κυρία Νταλαγουέη κλπ) με ονειρική, και ενίοτε εφιαλτική, βραδύτητα κατά τη διάρκεια μιας και μοναδικής μέρας. Στο κάτω απ το ηφαίστειο είναι η Ημέρα της γιορτής των νεκρών. Αυτή τη μέρα η Υβόν, η πρώην σύζυγος του Τζόφρεϋ επιστρέφει με τη -μάταιη- ελπίδα επανασύνδεσης. Όμως, το παραδεισένιο πουλί του έρωτά τους έχει μεταμορφωθεί σε νυχτερίδα.
Η αφήγηση συνδυάζει την κλασικότροπη παράδοση με τον μοντερνισμό. Η εστίαση αλλάζει συνεχώς, καθώς ο συγγραφέας είναι σαν να βάζει μια κάμερα στη συνείδηση των ηρώων και να παρακολουθούμε τις σκέψεις και τις εμμονές τους, τους φόβους και τις ελπίδες τους. Αλλά ο πραγματικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι η ίδια η γραφή, η μοναδική στο είδος της, πρόζα του Λόουρυ. Η ποιητική της πυκνότητα, η διάπυρη μελαγχολία, και ο διάχυτος λυρισμός της δημιουργούν μια μαγνητική ατμόσφαιρα που τη νοσταλγείς πολύ καιρό αφού τελειώσεις την ανάγνωση. Και γι’ αυτό σίγουρα είναι ένα απ’ τα βιβλία στα οποία λαχταράς να επιστρέψεις πάλι, και πάλι.
(Κάτω απ’ το ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ, εκδόσεις Αστάρτη, μετάφραση Λώμυ Μαρίνα)