Τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα παρουσιάζει αστάθεια και το δημοκρατικό πολίτευμα κλυδωνίζεται. Τα πολιτικά πάθη είναι ιδιαίτερα οξυμμένα, ειδικά μετά το 1916, την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Έντονες διαμάχες ξεσπούν μεταξύ των βενιζελικών (υποστηρικτών του Ελ.Βενιζέλου και της πολιτικής του) και των αντιβενιζελικών (υποστηρικτών του βασιλιά Κων/νου).
Κυρίαρχος της ελληνικής πολιτικής σκηνής έχει αναδειχθεί μετά το 1917 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος επικράτησε και ανάγκασε τον βασιλιά να εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ οδήγησε την Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με το πλευρό των συμμάχων της Αντάντ. Παράλληλα, προχώρησε στο εσωτερικό σε μια σειρά ενεργειών με στόχο την ενίσχυση της εξουσίας του: εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού από αντιβενιζελικούς, αποστράτευση των αντιφρονούντων βασιλοφρόνων αξιωματικών, εξορία σημαντικών αντιβενιζελικών πολιτικών ακόμη και απόλυση του Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου Α΄ λόγω των φρονημάτων του και του «αναθέματος» κατά του ίδιου. Ακόμη προχώρησε και σε θανατώσεις στρατιωτών που εναντιωνόταν στη βενιζελική επιστράτευση (Λαμιακά, 1918).
Η χώρα έχει ήδη εμπλακεί σε ένα νέο πόλεμο, τον Μικρασιατικό και ο ελληνικός στρατός από το Μάιο του 1919 βρίσκεται στη Μικρά Ασία και προχωρά στην ενδοχώρα, αυξάνοντας την τουρκική αντίδραση. Στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920 υπογράφεται από τον Ελευθέριο Βενιζέλο ως εκπρόσωπο της ελληνικής πλευράς η συνθήκη των Σεβρών, η μεγαλύτερη διπλωματική επιτυχία της χώρας και η ενσάρκωση της Μεγάλης Ιδέας. Φαινόταν ότι η συνθήκη των Σεβρών θα έφερνε στην Ελλάδα την ημέρευση των παθών, αλλά τελικά συνέβη το ακριβώς αντίθετο όπως φάνηκε.
Ο Βενιζέλος, στις 30 Ιουλίου, κατά την επιστροφή του στην Ελλάδα πέφτει θύμα δολοφονικής επίθεσης στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών. Τη στιγμή που επιβιβαζόταν στο τρένο, δύο απότακτοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί, ο υπολοχαγός Γεώργιος Κυριάκης και ο υποπλοίαρχος Γεώργιος Τσερέπης, τον πυροβολούν πάνω από δέκα φορές. Αν και οι δύο είναι εξαιρετικά δεινοί σκοπευτές, αστοχούν και ο πρωθυπουργός τραυματίζεται ελαφρά στο αριστερό χέρι και τον ώμο. Ο Βενιζέλος νοσηλεύτηκε σε γαλλικό νοσοκομείο ενώ οι επίδοξοι δολοφόνοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν για την πράξη τους.
Η απόπειρα έγινε γνωστή στην Ελλάδα την επόμενη μέρα, παρόλο που η κυβέρνηση προσπάθησε να αποκρύψει το γεγονός. Μόλις μαθεύτηκε, οργισμένοι βενιζελικοί στην Αθήνα, κινήθηκαν εναντίον των γραφείων αντιβενιζελικών εφημερίδων ( Πολιτεία, Εσπερινή, Καθημερινή, Σκριπ, Ριζοσπάστης) στα οποία προκάλεσαν δολιοφθορές. Προχώρησαν και σε άλλες βίαιες πράξεις, εναντίον των οικογενειών των δολοφόνων, κατά του θεάτρου της Μαρίκας Κοτοπούλη, μαγαζιών που ανήκαν σε αντιβενιζελικούς ενώ λεηλάτησαν τα σπίτια των μελών της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης» (κομματικός συνασπισμός αντιβενιζελικών παρατάξεων) και το σπίτι του παλαιού πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη. Από τη πλευρά των αντιβενιζελικών δεν υπήρξαν αντίποινα ενώ η αστυνομία ήταν απλός θεατής των γεγονότων. Αποκορύφωμα αυτής της τρομοκρατικής δράσης υπήρξε η δολοφονία του πολιτικού, διπλωμάτη και συγγραφέα Ίωνα Δραγούμη, γνωστού για τις αντιβενιζελικές του πεποιθήσεις. Η εν ψυχρώ εκτέλεσή του συγκλόνισε τον ελληνικό πολιτικό κόσμο, ενώ την επομένη δεν κυκλοφόρησε καμία εφημερίδα που πρόσκειντο στην Αντιπολίτευση, ενώ στις βενιζελικές κυριαρχούσε η είδηση της δολοφονικής απόπειρας κατά του Βενιζέλου και ο θάνατος του Δραγούμη πέρασε στα ψιλά γράμματα.
Ο ίδιος ο Βενιζέλος όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, απέστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα στην οικογένεια του εκλιπόντος και προσπάθησε όταν επέστρεψε στην Ελλάδα να ανακαλύψει τους δολοφόνους. Ηθικοί αυτουργοί θεωρήθηκαν ο Παύλος Γύπαρης (δημιουργός των Δημοκρατικών Ταγμάτων Ασφαλείας) και ο Εμμανουήλ Μπενάκης (πολιτικός και εθνικός ευεργέτης), χωρίς όμως ποτέ να αποδειχθεί η ενοχή τους.
Η δολοφονία του Ίωνα Δραγούμη υπήρξε κορυφαίο επεισόδιο του Εθνικού Διχασμού και της πόλωσης μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων. Το διήμερο αυτό, (30 -31 Ιουλίου 1920) με τις αποτρόπαιες πράξεις των βενιζελικών που έμεινε γνωστό ως Ιουλιανά, δίχασε τον ελληνικό κόσμο για άλλη μια φορά και κατακερμάτισε την εθνική ομοψυχία.
Αντιγόνη Καρύτσα*
Φιλόλογος