Άμμος:
Η λέξη «άμμος» σημαίνει τους πολὺ λεπτούς κόκκους λίθων και γενικά κάθε συσσώρευμα μικρών κόκκων πετρωμάτων ή ορυκτών και προέρχεται από την αρχαία λέξη ἄμμος. Αρχικά στα αρχαία ο τύπος «ψάμμος» προέρχεται απὸ το ρήμα «ψάω» που σημαίνει «τρίβω κάτι, ώστε να το κάνω λείο, καθαρίζω, κάνω σκόνη, συντρίβω».
Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχα στη λατινική γλώσσα υπήρχαν δυο λέξεις, για να περιγράψουν την άμμο, η λέξη «sabulum» για τη χοντρή άμμο, από όπου προέκυψε η σημερινή γαλλική «sable» και η λέξη «(h)arena» για τη λεπτή άμμο, από όπου προέκυψε η σημερινή ισπανική arena, ο στίβος της ταυρομαχίας αλλά και ο τόπος, όπου αγωνίζονταν οι Ρωμαίοι μονομάχοι, επειδή ο στίβος ήταν στρωμένος με λεπτή άμμο.
Κύμα:
Η ανακίνηση υδάτινων μαζών που υψώνονται και χαμηλώνουν από τον άνεμο προέρχεται από το ρήμα «κύω» που σημαίνει «είμαι φουσκωμένος» και την παραγωγική κατάληξη «-μα». Συνεπώς κατά λέξη σημαίνει αυτό που “φουσκώνει” (από όπου και η λέξη κύηση, κύημα κλπ).
Παραλία-παραθαλάσσια:
Είναι ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου «παράλιος» που παράγεται από την πρόθεση «παρά» και το ουσιαστικό «ἅλς»( =θάλασσα).
Η φράση «παρὰ θῖν΄(α) ἁλὸς» είναι ομηρική φράση (της Ιλιάδας), η οποία χρησιμοποιείται και σήμερα, για να δηλώσει ότι κάτι γίνεται παραλιακά.
Τη λέξη «ἅλς» οι γλωσσολόγοι την ανάγουν στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sal-, που σήµαινε αρχικά «το αλάτι».
Βέβαια, σχετικά με τη λέξη αυτή υπάρχει διαχωρισμός και διαφοροποίηση ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, αφού:
«ἡ ἅλς» =η θάλασσα, ενώ στο αρσενικό «ὁ ἅλς»= το αλάτι
Η λέξη «ἅλς» χρησιµοποιήθηκε κυρίως στην ποίηση, ενώ στον πεζό λόγο κυριάρχησε η λέξη «θάλασσα» και οι λέξεις «πέλαγος» και «πόντος». Από το ίδιο θέμα παράγονται και οι λέξεις: «ἅλμη, ἁλμύρα, ἁλιεύς,», το ρήμα «ἁλίζω» που σημαίνει «συνάγω συγκεντρώνω»,(συνεπώς και ο ἁλιεύς, ο ψαράς, είναι αυτός δηλαδή που συγκεντρώνει τα ψάρια μέσα στα δίχτυα)
Η λέξη «θὶς» σημαίνει:
1) άμμος του βυθού της θάλασσας και
2) σωρὸς άμμου («θῖνες» = ἀμμώδεις λόφοι)
Συνεπώς η φράση παρὰ θῖν΄(α) ἁλὸς σημαίνει «κοντά στην αμμουδιά της θάλασσας».
Θάλασσα:
Η λέξη «θάλασσα» δηλώνει «τη µεγάλη υδάτινη επιφάνεια µε αλµυρό νερό», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Γλωσσολογίας κος Γ. Μπαμπινιώτης. Κατά τον καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη πρόκειται γλωσσολογικά για λέξη που δεν ετυμολογείται από τα Ελληνικά, µολονότι παραδίδονται πολλές ετυµολογίες που την συνδέουν και με το ουσιαστικό «ἅλς».
Αξίζει να σηµειωθεί ότι στις άλλες γλώσσες της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας οι λέξεις που σημαίνουν «θάλασσα» ανάγονται στη ρίζα *«mar-», από όπου προέρχεται το λατινικό mare, το ιταλικό mare, το γαλλικό mer, το ισπανικό mar, το γερµανικό meer με αρχική σηµασία τη «στιλπνότητα της επιφάνειας της θάλασσας που ακτινοβολεί, καθώς πέφτουν πάνω της οι ηλιακές ακτίνες»( ρίζα με την οποία φαίνεται επίσης να συνδέεται και το αρχαίο ελληνικό ρήμα «µαρµαίρω’ που σημαίνει «λάµπω, ακτινοβολώ» -απ’ όπου και η λέξη «µάρµαρο», η στιλπνή δηλαδή επιφάνεια που ακτινοβολεί).
Πέλαγος:
Η λέξη «πέλαγος» σημαίνει την επίπεδη ανοιχτή υγρή υδάτινη επιφάνεια µε αλµυρό νερό, που επιτρέπει να βλέπουμε µακριά και η οποία αποτελεί συνήθως µέρος µιας ευρύτερης υδάτινης έκτασης, µιας ευρύτερης θάλασσας. Σημαίνει λοιπόν την ανοιχτή θάλασσα και τα ανοιχτά της θάλασσας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Γ. Μπαμπινιώτη προέρχεται από µια ΙΕ ρίζα *pela- που σήµαινε «επίπεδος» (και από την ίδια ρίζα προέρχονται και οι λέξεις «πλαξ (πλακός), πλάγιος, παλάµη» οι οποίες δηλώνουν επίπεδες επιφάνειες καθώς και άλλες λέξεις των ευρωπαϊκών γλωσσών µε την ίδια βασική ή παρεμφερή σηµασία όπως το λατινικό planus που σημαίνει «επίπεδος», το plateau που σημαίνει «επίπεδο αλλά και οι λέξεις όπως flat, field «πεδίο» κ.α.
Καλοκαίρι:
Το καλοκαίρι είναι λέξη μεσαιωνική (καλοκαίριον) και προέκυψε από συγχώνευση σε μια λέξη της φράσης «καλός καιρός».
Θερινός:
Προέρχεται από το ουσιαστικό «θέρος»(τό) που σημαίνει «καλοκαίρι» Εξάλλου η αρχική σημασία του ρήματος «θερίζω» ήταν «διέρχομαι το θέρος, περνώ το καλοκαίρι»
Ταξίδι:
Η λέξη είναι εξέλιξη του μεσαιωνικού «ταξίδιον», έχει στη ρίζα του το ρήμα «τάσσω» και το ουσιαστικό «τάξις», που σημαίνει «κατάταξη, διευθέτηση, κατανομή (τάξις =ὁ φόρος), τάγμα
Η λέξη «ταξίδιον» σήμαινε «το τάγμα εκστρατείας», «η εκστρατεία, η πορεία στρατευτικού σώματος» και σιγά σιγά μετεξελίχθηκε στη σημερινή σημασία.
Ας σημειωθεί ότι η γραφή «ταξείδι» είναι εσφαλμένη, προερχόμενη από την παρανόηση ότι η λέξη «ταξίδι» προήλθε από το θέμα της γενικής ενικού «ταξε-» του ουσιαστικού «τάξε-ως», ενώ η λέξη παρήχθη από το υποκοριστικό επίθημα «-ίδιον» ( όπως πχ. οξίδιο)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ, Συγγραφέας: ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, Εκδότης: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ, Υπότιτλος – ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
2. Λεξικό βασικών ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής –Ν. Ασωνίτης-Β. Αναγνωστόπουλος, εκδ Χρυσαφη Πανεζη.
3. Λεξικό ρημάτων Αρχαίας Ελληνικής – Λ.Παπαβρανούσης-Β. Σφυρόερας
4. Suide Lexicon
5. «Η θάλασσα στη γλώσσα μας», Γ Μπαμπινιώτη, μελέτες- άρθρα
Έρη Ναθαναήλ*
Φιλόλογος