Οι μύριοι του Ξενοφώντα τον Φεβρουάριο του 400 π.χ. ήρθαν στην Τραπεζούντα, όπου έμειναν 30 μέρες. Η φιλοξενία των Τραπεζούντιων ήταν θερμότατη, τέλεσαν προς τιμήν τους γυμνικούς αγώνες και θυσίες στους πατρώους θεούς. Ο τελικός όμως στόχος ήταν η επιστροφή στην Ελλάδα. Με πολύ μεγάλες δυσκολίες συγκέντρωσαν κάποιο πλοία, στα οποία όμως δεν χωρούσαν όλοι. Έτσι, επιβίβασαν τους άρρωστους και εκείνους που ήταν πάνω από 40 ετών. Οι υπόλοιποι πορεύονταν από την ξηρά με κατεύθυνση την Κερασούντα.
Η απόσταση από την Τραπεζούντα στην Κερασούντα είναι περίπου 120 χιλιόμετρα. Η πορεία κράτησε τρεις μέρες. Αν υποθέσουμε ότι βάδιζαν καθημερινά 7-8 ώρες έκαναν περίπου 38 χιλιόμετρα καθημερινά, επομένως οι αποστάσεις είναι αυτές που αναφέρει ο Ξενοφώντας. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Ξενοφών που τους οδηγεί είναι 30 χρονών, οι στρατιώτες του όλοι κάτω από 40, ξεκούραστοι ήδη επί ένα μήνα στην Τραπεζούντα. Αποσκευές δεν είχαν, αφού τις φόρτωσαν στα πλοία, και ο δρόμος ήταν οδοποιημένος, ενώ μέχρι τότε βάδιζαν ανάμεσα σε βουνά και λαγκάδια.
Η Κερασούντα λοιπόν ήταν η δεύτερη ελληνική πόλη, μετά την Τραπεζούντα που επισκέπτονται. Είναι Μάρτιος του 400 π.χ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχουμε πάντα από τον Ξενοφώντα έμειναν εδώ δέκα μέρες. Γίνεται επιθεώρηση του στρατού και καταμετρώνται 8.600 στρατιώτες από τις 13000 που ήταν αρχικά. Οι υπόλοιποι χάθηκαν είτε από το χιόνι είτε από τις αρρώστιες. Εδώ γίνεται και το μοίρασμα των χρημάτων μετά την πώληση των αιχμαλώτων, λαφύρων, σκευών και κτηνών. Να μην ξεχνάμε βεβαίως ότι το σώμα είναι μισθοφορικό και αυτό που πρώτιστα τους ενδιαφέρει είναι η πληρωμή των στρατιωτών.
Στη συνέχεια αναχωρούν με τον ίδιο τρόπο, άλλοι δηλαδή με τα πλοία και άλλοι με τα πόδια από την ξηρά. Περνάνε πρώτα από τη χώρα των Μοσυνοίκων, κατόπιν από την περιοχή των Τιβαρηνών και επιτέλους αντικρίζουν την επόμενη ελληνική πόλη, τα Κοτύωρα.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Ξενοφώντα η απόσταση την οποία διανύσανε από την Βαβυλώνα μέχρι τα Κωτύωρα, ήταν εξακόσιες είκοσι παρασάγγες ή δεκαοκτώ χιλιάδες εξακόσια στάδια. Οι πληροφορίες αυτές σήμερα κρίνονται επισφαλείς από πολλούς ιστορικούς. Την απόσταση αυτή την έκαναν σε οκτώ μήνες, είμαστε ήδη στον Μάιο του 400 π.χ. Ο παρασάγγης ισοδυναμούσε με 5.220 μέτρα, επομένως η διανυθείσα απόσταση ήταν κάτι περισσότερο από τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα.
Στα Κωτύωρα έμειναν σαράντα πέντε μέρες. Πρώτο τους μέλημα ήταν και εδώ, όπως και στην Τραπεζούντα, να κάνουν θυσίες στους θεούς και γυμνικούς αγώνες. Στα Κωτύωρα δεν έχουν την ίδια φιλική αντιμετώπιση. Οι Κοτυρυώτες κλείνουν τις πύλες της πόλης και δεν επιτρέπουν να μπουν μέσα ούτε οι ασθενείς. Οι στρατιώτες αναγκάζονται να κάνουν αρπαγές τροφίμων είτε από την Παφλαγονία είτε από τα περίχωρα των Κοτυωριτών.
Τα Κοτύωρα ήταν αποικία της Σινώπης και φόρου υποτελής σε αυτήν. Οι Σινωπείς πρέσβεις πληροφορημένοι για τα τεκταινόμενα καταφθάνουν φοβούμενοι για την ασφάλεια της πόλης. Διαμαρτύρονται για τις αρπαγές τροφίμων και τους απειλούν. Οι Μύριοι ζητούν την βοήθεια τους σαν Έλληνες προς Έλληνες να τους συμβουλεύσουν και να τους προμηθεύσουν με τα χρειαζούμενα. Οι συμβουλές τους είναι πολύ σημαντικές. Ο Εκατώνυμος τους τονίζει ότι η πορεία από την ξηρά ενέχει ανυπέρβλητες δυσκολίες λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους και των εχθρών που παραμονεύουν. Τους προτείνει τη δια θαλάσσης πορεία. Οι συμβουλές του θεωρήθηκαν ότι εξυπηρετούν τον φίλο του τον Κορύλα, βασιλιά της Παφλαγονίας, και τους ίδιους τους Σινωπείς. Τελικά συμφώνησαν να πάνε στην Σινώπη για να εξασφαλίσουν πλοία και να αναχωρήσουν από την θάλασσα.
Ο Ξενοφών προς στιγμήν σκέφτηκε να ιδρύσει εδώ μια ελληνική αποικία ανάμεσα στους αδελφούς ποντίους, αλλά ο μάντις Σιλανός από τον οποίο ζήτησε να διερευνήσει με θυσίες πρώτα την θέληση των θεών, είχε άλλα σχέδια ο ίδιος. Ο μάντις είχε ενθυλακώσει από τον Κύρο ένα τεράστιο ποσό τριών χιλιάδων Δαρεικών το οποίο ήθελε να φέρει στην Ελλάδα. Διέδωσε λοιπόν στο στράτευμα ότι ο Ξενοφών θέλει να ιδρύσει αποικία για να αποκτήσει όνομα και δόξα.
Μια τέτοια προοπτική αναστάτωσε τους εμπόρους της Σινώπης και της Ηράκλειας. Πληρώνουν λοιπόν τον Τιμασίωνα με αποστολή να πείσει με κάθε τρόπο το στράτευμα να αναχωρήσει. Ο Τιμασίωνας τους υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια. Μισθό για ένα μήνα ένα κυζικό στατήρα, χρυσό νόμισμα της πόλης Κυζίκου, ίσης αξίας με έναν Δαρεικό. Στη συνέχεια υπόσχεται να τους οδηγήσει στην περιοχή όπου βασιλεύει ο Φαρνάβαζος, δηλαδή στην Αιολίδα, Φρυγία και Τρωάδα από όπου θα αποκτήσουν πολλά χρήματα. Τελικά ο Ξενοφών υποχωρεί και δέχεται τις προτάσεις των Σινωπέων. Οι Σινωπείς τους έδωσαν τα πλοία που υποσχέθηκαν, αλλά ως προς τα χρήματα τους κορόιδεψαν.
Μπαίνουν στα πλοία και αναχωρούν. Απέπλευσαν έχοντας αριστερά τους την Παφλαγονία και φτάνουν στη Σινώπη μετά από μια μέρα και προσορμίζονται στο επίνειό της την Αρμήνη. Οι Σινωπείς, άποικοι των Μιλησίων, τους στέλνουν δώρα φιλοξενίας: κρίθινο αλεύρι και 1500 αμφορείς γεμάτους με κρασί. Παραμένουν πέντε μέρες ελπίζοντας να αποκομίσουν και κάποιο ρηματικό δώρο, όπως τους είχαν υποσχεθεί. Τελικά αναχωρούν για την Ηράκλεια. Οι κάτοικοι της Ηράκλειας τους γεμίζουν με πλούσια δώρα, τρεις χιλιάδες μεδίμνους κρίθινο αλεύρι, δυο χιλιάδες αμφορείς κρασιού, είκοσι βόδια και εκατό πρόβατα.
Οι προσφορές τους φάνηκαν λίγες και ζήτησαν πολύ περισσότερα. Οι Ηρακλειώτες μάζεψαν τα ζώα από τα λιβάδια και έκλεισαν τις πύλες. Ξέσπασε διαμάχη ανάμεσα στο στράτευμα και τότε χωρίστηκαν σε τρία κομμάτια με διαφορικές πορείες. Ένα κομμάτι ήταν οι Αρκάδες και οι Αχαιοί οπλίτες πάνω από 4500. Με αρχηγό τον Χειρίσοφο 1400 οπλίτες, 700 πελταστές. Τελευταίος ο Ξενοφών με 1700 οπλίτες, 400 πελταστές και 400 άλογα.
Έτσι, έφυγαν από τα παράλια του Πόντου οι μύριοι ακολουθώντας διαφορετικές πορείες και εμπλεκόμενοι σε άλλες περιπέτειες. Είναι πια Μάρτιος του 399 π.Χ.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος