Στη διάρκεια του αδελφοκτόνου Πελοποννησιακού πολέμου οι πρωταγωνιστές Αθηναίοι και Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν πολλούς μισθοφόρους, οι οποίοι προέρχονταν από τα φτωχότερα μέρη της Ελλάδας: Θεσσαλία, Βοιωτία, Αχαΐα κλπ. Τελικά τον πόλεμο κέρδισαν οι Σπαρτιάτες χάρη στα άφθονα χρήματα των Περσών και τις καθοριστικές συμβουλές του «μισθοφόρου και αρνησίπατρη Αλκιβιάδη».
Χιλιάδες Έλληνες είχαν μάθει πια να ζουν από την τέχνη του πολέμου και τους ήταν πολύ δύσκολο να μάθουν να ζουν ειρηνικά στις πόλεις τους ασχολούμενοι με τα κτήματα τους.
Την ίδια περίοδο ο Κύρος αρχίζει να οργανώνει μισθοφορικό στρατό με τη δικαιολογία ότι σκοπεύει σαν Σατράπης της Λυδίας να στραφεί εναντίον του Σατράπη της Ιωνίας Τισσαφέρνη. Στην πραγματικότητα όμως απώτερος σκοπός του ήταν ο θρόνος του αδελφού του Αρταξέρξη Β. Σύμμαχός του στα σχέδια του ήταν και η μητέρα τους Παρυσάτις.
Στα 402 πχ ο Κύρος συγκεντρώνει στις Σάρδεις ένα αρκετά μεγάλο μισθοφορικό στρατό και σύνθημα του είναι: «το σώμα ανήκει σε αυτόν που μπορεί να το πληρώσει». Με τα άφθονα χρήματα που διέθετε συγκέντρωσε τελικά 10.000 Έλληνες μισθοφόρους, γνωστοί στην ιστορία με το όνομα Μύριοι. Λέγεται «Ανάβαση», γιατί ήταν ουσιαστικά μια εκστρατεία προς τα «Άνω» δηλαδή εναντίον του Μεγάλου Βασιλέως, του Αρταξέρξη. Τελικά κατέληξε «κατάβαση», η επιστροφή στα πάτρια εδάφη μετά από πολλές περιπέτειες.
Ο Ξενοφών παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα σαν ένας απλός παρατηρητής και έκανε αυτό που θα λέγαμε σήμερα «ρεπορτάζ», πολεμικός ανταποκριτής. Αυτό φαίνεται ακόμα και από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί η οποία είναι απλή, καθημερινή. Μοιάζει με ένα συναρπαστικό πολεμικό περιπετειώδες ανάγνωσμα. Είναι ντοκουμέντο ουσιαστικά με κάθε είδους πληροφορίες: πολεμικές, εθνολογικές, ψυχολογικές, στρατιωτικές. Κρατούσε σημειώσεις καθημερινά για όσα συνέβαιναν και το ύφος του θυμίζει πολλές φορές τηλεγράφημα πολεμικού ανταποκριτή εφημερίδας. Σε πρώτο πρόσωπο μιλάει ελάχιστες φορές, ακόμα και όταν μιλεί για τον εαυτό του αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο για να δώσει στο ημερολόγιό του χαρακτήρα ιστορήματος, κατά τα πρότυπα του δασκάλου του Θουκυδίδη.
Παρόντες εκεί ο Θηβαίος ο Πρόξενος με 1500 οπλίτες και 500 πελταστές, ο Μένων ο Θεσσαλός με 1000 οπλίτες και 500 πελταστές. Από την Σπάρτη ο Χειρίσοφος με 700 οπλίτες. Από την υπόλοιπη Ελλάδα ήρθαν Κρήτες, Ρόδιοι, Θεσσαλοί και Θράκες.
Εκεί είχε σπεύσει και ο Κλέαρχος, τον οποίο οι Σπαρτιάτες είχαν καταδικάσει σε θάνατο, λόγω της κακής του συμπεριφοράς στο Βυζάντιο. Καταδικασμένος λοιπόν και μη έχοντας που να πάει ήρθε εδώ να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Υπήρχε στο μισθοφορικό αυτό σώμα κάθε καρυδιάς καρύδι, τυχωδιώκτες, πολιτικοί εξόριστοι, απείθαρχοι και πλιατσικολόγοι οι περισσότεροι από αυτούς. Είχαν όμως κάτι πολύ σημαντικό, ήταν γενναίοι πολεμιστές και νέοι στην ηλικία από 20-30 ετών οι πιο πολλοί. Το ημερομίσθιο τους αντιστοιχούσε με το μεροκάματο ενός ειδικευμένου εργάτη, δηλαδή 4 οβολοί (τα 2/3 της αττικής δραχμής. Περίμεναν όμως να βγάλουν πολύ περισσότερα από το πλιατσικολόγημα, καθώς και από τις πωλήσεις των αιχμαλώτων. Κάθε αιχμάλωτος άξιζε 200 δραχμές στα σκλαβοπάζαρα, δηλαδή ποσό αντίστοιχο με μισθούς 10 μηνών.
Ο Ξενοφώντας, ο οποίος συνέγραψε την «κάθοδο των Μυρίων», βρισκόταν ήδη στις Σάρδεις, αλλά για εντελώς διαφορικό λόγο. Τον είχε καλέσει εκεί ο φίλος του ο Πρόξενος για να γνωρίσει τον Κύρο.
Ο Ξενοφώντας ανέλαβε στρατιωτικό πόστο, όταν δολοφονήθηκαν με δόλο οι μισοί Έλληνες στρατηγοί, μετα τη δολοφονία του Κύρου. Μέσα από τις περιγραφές του έργου του αφήνει να εννοηθεί ότι ήταν ο «ιθύνων νους» της καθόδου των μυρίων.
Περπάτησαν επί ένα χρόνο και διήνυσαν 5000 χιλιόμετρα με τα πόδια μέσα σε άξενες και εχθρικές περιοχές. Βάδιζαν περίπου τριάντα χιλιόμετρα την μέρα. Μαζί τους είχαν και πολλά ζώα για τις διατροφικές ανάγκες, καθώς και πολλές παλλακίδες και παιδιά (αυτά ήταν παιδιά των αιχμαλώτων γυναικών).
Το σώμα των Μυρίων έχει το δεξιό και αριστερό κέρας, την εμπροσθοφυλακή και την οπισθοφυλακή. Μπροστά είναι μια μονάδα ιππικού. Το σώμα αποτελούν οπλίτες (με δόρατα και ασπίδες), πελταστές (ελαφριά οπλισμένοι με μικρές ασπίδες), τοξότες, σφενδονιστές, γυμνήτες (πεζικάριοι με σπαθιά). Οι στρατηγοί είναι έφιπποι. Οι σφενδονιστές καλύπτουν τις πιο επικίνδυνες θέσεις, γιατί βρίσκονται ακάλυπτοι στην πρώτη γραμμή για να μπορούν να βλέπουν τον στόχο. Αυτός ήταν και ο λόγος που απαίτησαν να παίρνουν μεγαλύτερο μεροκάματο από τους άλλους στρατιώτες. Στο τέλος ακολουθούν οι «άμαχοι» που είναι υπηρέτες δούλοι ή αιχμάλωτοι, οι οποίοι οδηγούν τα ζώα και βόσκουν τα μοσχάρια. Τελευταίες ακολουθούν οι γυναίκες. κανείς δεν ξέρει πόσες ήταν αυτές. Οι γυναίκες αυτές είναι παλλακίδες και ακολούθησαν το σώμα χωρίς τη θέλησή τους, αλλά μετά από έναν χρόνο συμβίωσης μαζί τους συμμερίζονταν τα βάσανα και τις χαρές τους. Σε αντίσκηνα κοιμούνται μόνον οι αξιωματικοί και οι γυναίκες, όλοι οι άλλοι κοιμόταν στο έδαφος στο ύπαιθρο.
Κατά την κάθοδο των μυρίων ο Ξενοφών αναφέρει μόνον δυο στρατηγούς, τον εαυτό του και τον Χειρίσοφο. Ο ίδιος ήταν αρχηγός της οπισθοφυλακής, ενώ ο Χειρίσοφος της εμπροσθοφυλακής. Μέσα από την αφήγησή του είναι φανερό πως θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο στρατηγό, ουσιαστικό αρχηγό των μυρίων και υπεύθυνο της ασφαλούς επιστροφής τους στην πατρίδα.
Μετά τη μάχη στα Κούναξα και τη δολοφονία του Κύρου, ο σκοπός τους ήταν να φτάσουν στα παράλια του Ευξείνου Πόντου και από εκεί να περάσουν στην Ελλάδα. Ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 401 από τις Σάρδεις και τον Φεβρουάριο του 400 βρέθηκαν στην ελληνική Τραπεζούντα. Μετά από περιπέτειες και περιπλανήσεις με πλοία και πεζή από πόλη σε πόλη τον Μάρτιο του 399 καταλήγουν οι 5000 εναπομείναντες (οι υπόλοιποι γύρισαν στα σπίτια τους) στην υπηρεσία του Θρίβωνα, άρχοντα της Περγάμου για να πολεμήσουν σαν μισθοφόροι ποιον; Τον Φαρνάβαζο και τον Τισσαφέρνη. Οι περισσότεροι δεν θέλουν να γυρίσουν στα σπίτια τους, αλλά αναζητούν νέο εργοδότη. Ο τρόπος ζωής που ακολουθούσαν ήταν ο μόνος που τους ευχαριστούσε πια. Οποία ήταν η έκπληξή του Τισσαφέρνη, όταν τους ξαναβρήκε μπροστά του.
Ο Ξενοφώντας στην Αθήνα δεν γύρισε ποτέ. Συντάχθηκε με τον φίλο του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο εναντίον της Αθήνας. Μετά τη μάχη της Κορώνειας το 394 εξορίστηκε από τους Αθηναίους. Τα περισσότερα χρόνια του έζησε στην Κόρινθο, όπου συνέγραψε τα έργα του.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος