Επεξηγώντας εκ προοιμίου το ποιητικόν του τίτλου, ο λόγος γίνεται για το μάθημα και συνάμα τη διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ναι, γι’ αυτά τα αρχαία ελληνικά μιλώ που φέρουν την καταγωγή τους μέσα στα βάθη των αιώνων, που αποτέλεσαν τον κανόνα διδασκαλίας στα σπουδαστήρια της κλασικής και μετέπειτα αρχαιότητος, που επιβίωσαν μέσα από το τεράστιο ως υπερ-ογκώδες έργο των Αλεξανδρινών φιλολόγων στη βιβλιοθήκη του Μουσείου, που «υπερκέρασαν» μεταφορές από τόπο σε τόπο και εμπρησμούς και που διατηρήθηκαν και διασώθηκαν μέσω της πυρετώδους αντιγραφής χειρογράφων στα μοναστήρια του Μεσαίωνα. Μιλώ γι’ αυτά που έφτασαν ως τον 21ο αιώνα στα χέρια μας και γίνανε αντικείμενο μελέτης από Έλληνες και μη που θέλησαν να τα διδαχτούν και να μελετήσουν μέσω της διαχρονικής αλυσίδας τόσων αιώνων την πάλαι ποτέ μορφή της ελληνικής γλώσσας μέσα από το πρωτότυπο παραδοθέν κείμενο.

Μιλώ για εκείνα τα αρχαία ελληνικά που ολοένα και περισσότερο παραγκωνίζεται η παρουσία τους στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, καθώς δίνεται έμφαση στο κείμενο από μετάφραση, σε αυτά τα αρχαία ελληνικά που μιθριδατικά, σταγόνα-σταγόνα, πέφτουν σε αφάνεια, ενώ τα νέα ελληνικά απορροφούν τις ώρες διδασκαλίας των αρχαίων. Ναι, δε λέω. Τα Νέα Ελληνικά είναι η γλώσσα μας στη συγχρονική της μορφή. Ναι, δε λέω, αυτή μας είναι χρήσιμη και ο καθένας θα μπορούσε να μας πει «και τι να τα κάνω τα αρχαία τώρα, τι με νοιάζει εμένα τι έγραψε ο Θουκυδίδης για τον λοιμό ή ο Πλάτωνας για τη θεωρία των Ιδεών». Όλα σωστά, όλα ορθά, όλα ωραία. Ουκ ολίγοι, όμως, από την άλλη πλευρά, οι συνάδελφοι που σπεύδουν να αποδώσουν στο επιχείρημα της διαχρονικής μελέτης της γλώσσας μας το αρνητικό πρόσημο, την ταμπέλα της αντιεπιστημονικότητας και την ταύτιση της ενασχόλησης αυτής με ιδεολογικά στερεότυπα και ιδεολογίες περί έθνους, κράτους, θρησκείας, πολιτικής κ.ο.κ. Το κουβάρι του νήματος έχει την αρχή του στη θεωρία διάκρισης ανάμεσα στη συγχρονική από τη διαχρονική μελέτη της γλώσσας, μια θεωρία-προϊόν της σύγχρονης Γλωσσολογίας. Γιατί πρέπει, όμως, η άποψη αυτή να είναι η θεόσδοτη, άπαξ ειρημένη θεώρηση για την εξέταση και τη μελέτη της γλώσσας; Υπάρχει κάποια ιδεολογική ταύτιση στη γλώσσα μου, επειδή τυχαίνει να ξέρω ότι η λέξη «άναξ» αναγράφεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β’ το 1400 π.Χ και σήμερα μιλάμε για τη ομόρριζη λέξη «ανάκτορο»; Είναι προκατάληψη και φανατισμός το ότι η σημασία πλειάδας λέξεων της αρχαίας ελληνικής διαιωνίζεται ως και σήμερα είτε έχοντας υποστεί σημασιολογική διεύρυνση είτε σημασιολογική στένωση; Είναι κακό που οι μορφοφωνολογικές δομές μεμονωμένων τύπων της αρχαίας αντιστοιχούν αρμονικότατα με αντίστοιχους της Κοινής Νέας Ελληνικής; Η μόνη σαφής συμφωνία μεταξύ της μιας και της άλλης άποψης είναι η πλήρης διαφωνία! Άποψη μπορεί να έχει ο καθένας, εφόσον την τεκμηριώνει με απτά, απλά και συνάμα επιστημονικά παραδείγματα.

Η διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Όλες σαφώς αυτές οι θεωρίες και τα παν-επιστημονικά επιχειρήματα περί συγχρονικής μελέτης της γλώσσας είχαν προφανή αντίκτυπο στη θέση των αρχαίων ελληνικών στα ελληνικά σχολεία. Όμηρος από μετάφραση και καθόλου πρωτότυπο, αλλαγή (εδώ και χρόνια) στη διδασκαλία περί Ηροδότου, αποσπασματικά και από μετάφραση –επίσης- το αρχαίο ελληνικό δράμα, για να φτάσουμε στο Λύκειο όπου έχουμε το αποκορύφωμα, την κορωνίδα του παραγκωνισμού των αρχαίων ελληνικών. Πολλά αποσπάσματα που προ διετίας διδάσκονταν από πρωτότυπο στα Ελληνικά του Ξενοφώντος, τώρα διδάσκονται σε μια διδακτική ώρα από μετάφραση. Στη Β’ Λυκείου, στη γενική παιδεία, η Αντιγόνη αρχίζει να βαδίζει τη σανίδα του πλοίου με άγκυρα δεμένη στον λαιμό της, ενώ ο μεγαλύτερος επαινετικός λόγος προς το κλέος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας είναι ήδη εκτός αιθούσης. Δεν κάνω καν εκτενή μνεία στις νέες, εσπερίηθεν ορμώμενες ώρες διδασκαλίας περί έμφυλων σπουδών, σεξουαλικών προσανατολισμών, το πατρόν των οποίων κόβεται και ράβεται σε μέτρα ακριβείας πάνω στα κείμενα της κλασικής γραμματείας και βαφτίζεται από τους αναδόχους του ως το μεγαλύτερο ανθρωπιστικό-κοινωνικό επίτευγμα του 21ου αιώνα. Εύκολη η κριτική δια ρητορισμών και επιχειρημάτων, όμως, δεν θα ήταν κακός ένας αναστοχασμός και μια συνειδητοποίηση της θέσης του κάθε επιστήμονος. Εξάλλου είναι γνωστό τοις πάσι ότι το νερό με το λάδι δε σμίγουν πάρα μόνο στο ξεμάτιασμα…

Φίλιππος Ξυράφας*
Φιλόλογος – μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών στον τομέα Κλασικής Φιλολογίας.

© schooltime.gr