O τίτλος του βιβλίου είναι απ τo Μπητλικό «Norwegian Wood». Το τραγούδι αυτό, εν είδει προυστικής μαντλέν, αναμοχλεύει τις μετεφηβικές αναμνήσεις του Τόρου Βατανάμπε. Επίκεντρο των αναμνήσεων είναι η Ναόκο. Ο πρώτος του μεγάλος έρωτας, αλλά και κοπέλα του καλύτερού του φίλου, ο οποίος αυτοκτόνησε. Στο τέλος αυτοκτονεί και η Ναόκο αφού πρώτα περάσει ένα διάστημα σε ένα ιδιότυπο θεραπευτήριο, κάπου στην εξοχή του Κιότο. Παράλληλα γνωρίζει μια άλλη κοπέλα,την «αυθόρμητη» γεμάτη ζωή και αισθησιασμό Μιντόρι η οποία βρίσκεται στον αντίποδα της Ναόκο. Έτσι, οι δύο κοπέλες αντιπροσωπεύουν τις δύο όψεις του ερωτισμού, την ιδεαλιστική και την υλιστική. Στις σελίδες παρελαύνουν όμως κι άλλοι πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με τους οποίους ο κεντρικός αφηγητής συσχετίζεται και αλληλεπιδρά.
Πρόκειται λοιπόν για ένα (bildungsroman) μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης. Μια γιαπωνέζικη «Aισθηματική αγωγή» . Ωστόσο, η ιστορία έχει έναν άπατρη και διεθνή χαρακτήρα και τα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα (ο έρωτας και η φιλία, ως στοιχειώδη αυτογνωσιακά κάτοπτρα, η απώλεια ως επώδυνο αλλά αναπόφευκτο κομμάτι της ύπαρξης και ο θάνατος ως μέρος της ζωής) είναι διαχρονικά και παγκόσμια. Οι ήρωες κινούνται με το μετρό, πάνε σε εμπορικά κέντρα, ακούνε δυτική μουσική, διαβάζουν αμερικανικά και ευρωπαϊκά μυθιστορήματα. Από την άλλη, η εμμονή με το θάνατο και την αυτοκτονία είναι πολύ γιαπωνέζικα – όπως και οι αναφορές στο φαγητό και ο τρόπος παρασκευής τους.
Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη. Όμως, οι ζωντανοί και γλαφυροί διάλογοι καθώς και οι εγκιβωτισμένες ιστορίες των προσώπων που συναντά ο πρωταγωνιστής-αφηγητής, το κάνουν ταυτόχρονα ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα. Η ιστορία είναι απλή και ρεαλιστική αλλά απογειώνεται από ποιητικές και υπερφυσικές πινελιές ή παιχνίδια του μυαλού. Επίσης, οι λεπτομεριακές αλλά σαγηνευτικές περιγραφές βοηθάνε τον αναγνώστη να νιώσει κομμάτι της ιστορίας και μετατρέπουν την ανάγνωση σε ζωντανό βίωμα.
Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται στο τέλος της δεκαετίας του εξήντα (1968-1970) στο Τόκιο, αλλά θα μπορούσε να εκτυλίσσεται σε οποιαδήποτε άλλη μητρόπολη. Αφού οι περισσότερες πολιτιστικές, λογοτεχνικές και μουσικές αναφορές είναι δυτικές. Ιστορικά γεγονότα της εποχής (οι πανεπιστημιακές εξεγέρσεις και ο αυξανόμενος εθνικισμός) υπάρχουν μόνο ως φόντο, αφού ο κεντρικός χαρακτήρας δεν εμπλέκεται άμεσα σ΄αυτά. Περνάει ξυστά απ τη μεγάλη ιστορία, όντας βυθισμένος στις δικές του μικροϊστορίες.
Στο τέλος μένει με τα χέρια άδεια και το μυαλό γεμάτο απ’ τα αβέβαια λάφυρα των αναμνήσεων. Έρμαιο των περίεργων παιχνιδιών της μνήμης. Όπως λέει και ο συγγραφέας «Η μνήμη δεν είναι παρά η περίεργη φυσική να βλέπεις τη σκιά, ενώ το αντικείμενο δεν υπάρχει πια».
Σίγουρα το «Νορβηγικό δάσος» δεν είναι το σημαντικότερο έργο του Μουρακάμι. Είναι όμως το απολαυστικότερο. Έχει τις ατέλειες αλλά και την ιδιοφυή φρεσκάδα ενός πρωτόλειου έργου. Είναι μια όμορφη σύνθεση ανάμεσα στο κοινότοπο και το ιδεατό. Ανάμεσα στο καθημερινό και το ονειρικό . Γι’ αυτό και διαβάζεται με μια πνοή, παρά τις πεντακόσιες σελίδες του.
- Σχετικό περιεχόμενο: Αρθρογραφία, Βιβλίο
- Συνεχής ενημέρωση: Facebook, Twitter, Google+