Για αρκετούς αιώνες μετά την γέννηση του Χριστού συνυπήρχαν ο χριστιανισμός και η ειδωλολατρία. Οι Εθνικοί όπως αποκαλούνταν οι ειδωλολάτρες ήταν υπό διωγμό μετά την εδραίωση του χριστιανισμού. Οι θρησκευτικές τελετές των ειδωλολατρών ήταν τόσο ισχυρές που εξακολουθούσαν να επιβιώνουν στις μεγάλες μάζες των οπαδών της νέας θρησκείας. Η εκκλησία προσπάθησε με κάθε τρόπο να εκριζώσει τις παλιές αυτές συνήθειες, αλλά αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο. Έτσι αναγκάστηκε να ενσωματώσει πολλές από τις τελετές αυτές.
Τα Χριστούγεννα μέχρι τον 4ο αιώνα δεν είχαν καθιερωθεί σαν γιορτή στο χριστιανικό εορτολόγιο. Η εκκλησία αναγκάστηκε να ενσωματώσει ειδωλολατρικές τελετές αφιερωμένες στον «ανίκητο θεό Ήλιο», μιας και δεν μπόρεσε να τις εκριζώσει. Σύμφωνα με τα αρχαία ελληνικά έθιμα 22-24 Δεκεμβρίου γίνονταν τελετές για το χειμερινό ηλιοστάσιο, οι οποίες περιείχαν και στοιχεία από αντίστοιχες τελετές του Όσιρι και του Μίθρα. Οι λατρευτικές εκδηλώσεις περιλάμβαναν λιτανείες, συμπόσια και χορούς.
Στην αρχαία Ελλάδα κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο γιόρταζαν τη γέννηση του θεού Διονύσου. Τον αποκαλούσαν «Σωτήρα», και «θείο βρέφος», οι ιερείς του ονομάζονταν ποιμένες και κρατούσαν ραβδί.
Το 274 μ.Χ. γιορτάστηκε επίσημα στη Ρώμη «Η μέρα της γέννησης του ανίκητου Ήλιου». (Dies natalis Solis Invicti). Το κείμενο που καταργεί τη γιορτή αυτή και την ονομάζει «Ο γεννηθείς Χριστός εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας », είναι το ρωμαϊκό καλεντάρι του 354μ.Χ. Ετσι η λατρεία του θεού Ήλιου παραχωρεί τη θέση της στα Χριστούγεννα. Το 529 ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογέννητος με νόμο καθιερώνει τη γιορτή σαν αργία το 529 μ.Χ. Τα πρώτα χρόνια το τελετουργικό ήταν περίπλοκο και είχε πολλά περσικά στοιχεία από τις γιορτές του Ήλιου.
Στα χρόνια του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων εξαπλώθηκε σε όλη την Ανατολή και έτσι ευοδώθηκε η προσπάθεια να μετατραπούν βαθμιαία οι ειδωλολατρικές τελετές σε χριστιανικές.
Η Ειρεσιώνη προέρχεται από τη λέξη είρος-έριον=μαλλι προβάτου. Ήταν ένα απλό κλαδί ελιάς (κότινος, αγριελιά) το οποίο στόλιζαν οι αρχαίοι πρόγονοί μας με γιρλάντες που έφτιαχναν από λευκό μαλλί προβάτου, με σύκα, καρύδια, μπουκαλάκια με κρασί και μέλι, λάδι . Το δέντρο το αφιέρωναν στη θεά Αθηνά, τον θεό Απόλλωνα και τις Ώρες , Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη. Ήταν ένα γονιμικό έθιμο, ευχαριστήριο για την γονιμότητα της γης και τους καρπούς που αυτή έδινε.
Κατά την εβδόμη μέρα του μηνός Πυανεψιώνος παιδιά περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους τραγουδώντας τα κάλαντα στα σπίτια, έλεγαν ευχές και παινέματα.
Τα κάλαντα των αρχαίων ελλήνων κινούνταν στο ίδιο πνεύμα με τα τωρινά κάλαντα. Ήταν εγκωμιαστικά και ευχετήρια άσματα της αρχαιότητας, τα οποία ονομάστηκαν κάλαντα κατά την ρωμαϊκή εποχή. Τους παρακάτω στίχους φέρεται ότι τραγούδησε στη Σάμο, κατά το έθιμο της ειρεσιώνης, ο Όμηρος και μας διασώζει ο Πλούταρχος («Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22»):
‘’ Σ’ αρχοντικό μπήκαμε μεγάλου νοικοκύρη
με λόγο που ’χει πέραση και μ’ αγαθά περίσσα.
Ανοίξτε πόρτες διάπλατα να μπουν μεγάλα πλούτη,
μαζί κι η θαλερή χαρά κι η ευλογημένη Ειρήνη.
Γιομάτοι να’ ναι οι πίθοι σας, πολλά τα ζυμωτά σας,
φέρε μας κριθαρόψωμο με το πολύ σουσάμι.
Νύφη για το μοναχογιό να κάτσει τραγουδώντας
στ’ αμάξι που το σέρνουνε τα δυνατά μουλάρια
να’ ρθει σ’ αυτό το σπιτικό να’ φαίνει τα προικιά της.
Κάθε χρονιά θε να’ ρχομαι κι εγώ σαν χελιδόνι.
Μα φέρε γρήγορα λοιπόν ότι είναι να μας δώσεις
γιατί αλλιώς θα φύγουμε δε θα ξημερωθούμε.!’’
Το τραγούδι της Ειρεσιώνης της εποχής του Ομήρου το συναντάμε στα κάλαντα της Θράκης:
Στο σπίτι ετούτο πού ‘ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη
ν’ ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα
να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη
και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι
κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι.
Στη ρωμαϊκή εποχή γιορταζόταν οι καλένδες, η αρχή κάθε σεληνιακού μήνα. Η πιο σημαντική από όλες ήταν οι καλένδες του Ιανουαρίου κατά τις οποίες αντάλλασσαν δώρα, ευχές και οι άρχοντες αναλάμβαναν τα νέα τους καθήκοντα. Έτσι πολύ νωρίς ταυτίστηκε η 1η Ιανουαρίου με τις καλένδες και τα κάλαντα κατόπιν.
Πολλά έθιμα της προχριστιανικής εποχής δεν μπόρεσαν να ξεριζωθούν, έτσι η εκκλησία αναγκάστηκε να τα ενσωματώσει. Διατήρησε τα πιο δημοφιλή από αυτά και αυτό έγινε κυρίως τον 4ο αιώνα Μ.Χ. Την πρωτοχρονιά ενσωμάτωσε τη γιορτή των δώρων με το έθιμο του Αι-Βασίλη ο οποίος πέθανε εκείνη την εποχή, το 379μ.Χ.
Ωστόσο τα κάλαντα άργησαν πολύ να γίνουν αποδεκτά από την εκκλησία. Παρόλο που ήταν πολύ δημοφιλή στο Βυζάντιο, οι πατριάρχες τα απαγόρευσαν και μάλιστα πολλές φορές αποκαλούσαν αγύρτες όσους έλεγαν τα κάλαντα. Η ΣΤ οικουμενική σύνοδος το 680 μΧ. καταδίκασε το έθιμο αποκαλώντας τους «Μηναγύρτες». Το έθιμο όμως ήταν τόσο ισχυρό που στο τέλος η επίσημη εκκλησία αναγκάστηκε να το ενσωματώσει.
Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, φανάρια, ομοιώματα πλοίων και κτηρίων. Τα κάλαντα τα συνόδευαν με τρίγωνα και τύμπανα.
Οι άνθρωποι από την αρχαιότητα, για να εξευμενίσουν τις ψυχές, ετοίμαζαν ως προσφορά «μελιτόεσσες», μικρές μελόπιτες, που πιθανότατα είναι οι πρόγονοι των «μελομακάρονων». Η μακαρωνία, ήταν ένα νεκρώσιμο δείπνο με βάση τα ζυμαρικά, ένα δείπνο με το οποίο μακάριζαν τον νεκρό, ένας νεκρόδειπνος δηλαδή. Η λέξη προέρχεται από την αρχαία «μακαρία», μια ψυχόπιτα που έμοιαζε σε σχήμα με τα σημερινά μελομακάρονα και το πρόσφεραν μετά την κηδεία. Αργότερα το περιέλουσαν με μέλι και ονομάστηκε μελομακάρονο και πολύ αργότερα στα βυζαντινά χρόνια καθιερώθηκε σαν γλυκό του δωδεκαημέρου.
Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος