Ο Σωκράτης στο κεφάλαιο ΙΘ΄ υπήρξε πολύ πιεστικός όσον αφορά τις ερωτήσεις του προς το σοφιστή και τερμάτισε πλέον την παραπομπή στο εννοιολογικό ζεύγος δικαιοσύνη-οσιότητα. Το πρωταρχικό ζητούμενο είναι η ανάλυση των μερών της αρετής η οποία είναι το θέμα του διαλόγου. Εξετάζει τα άλλα μέρη της αρετής με επαγωγική συλλογιστική διαδικασία (προχωρώντας από τις μερικές προς τις γενικές σημαίες). Η καταρχήν επισήμανση της αντιθετικής σχέσης αφροσύνης και σοφίας γίνεται έναυσμα για την κριτική της ανθρώπινης δράσης (όσοι ενεργούν λογικά, ωφέλιμα είναι συνετοί, ενώ άφρονες είναι όσοι πράττουν απερίσκεπτα). Συνακόλουθα οριοθετεί τις ερμηνείες της δύναμης και της αδυναμίας, της ταχύτητας και της αργοπορίας. Με τον τρόπο αυτό κατανοείται ότι το θεωρητικό εννοιολογικό σχήμα προέρχεται από την αντίστοιχης ποιότητας δραστηριότητα.

Αντιθετικά ζεύγη σηματοδοτούνται για επισφράγιση της θέσης αυτής το όμορφο και το άσχημο, το καλό και το κακό, το οξύ και το βαρύ. Γίνεται αντιληπτό αφενός ότι το ανθρώπινο σκεπτικό διακλαδώνεται με βάση τις αντιθετικές ιδέες και αφετέρου ότι η πρακτική εφαρμογή τους αναδεικνύει εκ νέου την αντίθεση. Έτσι η αφροσύνη είναι αντίθετη από τη σωφροσύνη. Επειδή ωστόσο η αφροσύνη αντιτίθεται της σοφίας, άρα κρίνονται ως ταυτόσημες έννοιες η σοφία και η σωφροσύνη (όπως προηγουμένως η οσιότητα και η δικαιοσύνη). Μολονότι ο Πρωταγόρας έρχεται σε δυσμενή θέση και θα μπορούσε να διακόψει τη συζήτηση, πείθεται και συνεχίζει.   

 

ἀφροσύνην τι καλεῖς[1]; ἔφη.

τούτῳ τῷ πράγματι οὐ πᾶν τοὐναντίον ἐστὶν ἡ σοφία;

ἔμοιγε δοκεῖ, ἔφη.

πότερον δὲ ὅταν πράττωσιν ἅνθρωποι ὀρθῶς τε καὶ ὠφελίμως, τότε σωφρονεῖν σοι δοκοῦσιν οὕτω πράττοντες, ἢ [εἰ] τοὐναντίον [ἔπραττον];

σωφρονεῖν, ἔφη.

οὐκοῦν

σωφροσύνῃ σωφρονοῦσιν;

ἀνάγκη.

οὐκοῦν οἱ μὴ ὀρθῶς πράττοντες ἀφρόνως πράττουσιν καὶ οὐ σωφρονοῦσιν οὕτω πράττοντες;

συνδοκεῖ μοι, ἔφη.

τοὐναντίον ἄρα ἐστὶν τὸ ἀφρόνως πράττειν τῷ σωφρόνως;

ἔφη.

οὐκοῦν τὰ μὲν ἀφρόνως πραττόμενα ἀφροσύνῃ πράττεται, τὰ δὲ σωφρόνως σωφροσύνῃ;

ὡμολόγει.

οὐκοῦν εἴ τι ἰσχύϊ πράττεται, ἰσχυρῶς πράττεται, καὶ εἴ τι ἀσθενείᾳ, ἀσθενῶς;

ἐδόκει.

καὶ εἴ τι μετὰ τάχους, ταχέως, καὶ εἴ τι μετὰ βραδυτῆτος, βραδέως;

ἔφη.

καὶ εἴ τι δὴ ὡσαύτως πράττεται, ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ πράττεται, καὶ εἴ τι ἐναντίως, ὑπὸ τοῦ ἐναντίου;

συνέφη.

φέρε δή, ἦν δ’ ἐγώ, ἔστιν τι καλόν;

συνεχώρει.

τούτῳ ἔστιν τι ἐναντίον πλὴν τὸ αἰσχρόν;

οὐκ ἔστιν.

τί δέ; ἔστιν τι ἀγαθόν;

ἔστιν.

τούτῳ ἔστιν τι ἐναντίον πλὴν τὸ κακόν;

οὐκ ἔστιν.

τί δέ; ἔστιν τι ὀξὺ ἐν φωνῇ;

ἔφη.

τούτῳ μὴ ἔστιν τι ἐναντίον ἄλλο πλὴν τὸ βαρύ;

οὐκ ἔφη.

οὐκοῦν, ἦν δ’ ἐγώ, ἑνὶ ἑκάστῳ τῶν ἐναντίων ἓν μόνον ἐστὶν ἐναντίον καὶ οὐ πολλά;

συνωμολόγει.

ἴθι δή, ἦν δ’ ἐγώ, ἀναλογισώμεθα τὰ ὡμολογημένα ἡμῖν. ὡμολογήκαμεν ἓν ἑνὶ μόνον ἐναντίον εἶναι, πλείω δὲ μή;

ὡμολογήκαμεν.

τὸ δὲ ἐναντίως πραττόμενον ὑπὸ ἐναντίων πράττεσθαι;

ἔφη.

ὡμολογήκαμεν δὲ ἐναντίως πράττεσθαι ὃ ἂν ἀφρόνως πράττηται τῷ σωφρόνως πραττομένῳ;

ἔφη.

τὸ δὲ σωφρόνως πραττόμενον ὑπὸ σωφροσύνης πράττεσθαι, τὸ δὲ ἀφρόνως ὑπὸ ἀφροσύνης;

συνεχώρει.

οὐκοῦν εἴπερ ἐναντίως πράττεται, ὑπὸ ἐναντίου πράττοιτ’ ἄν;

ναί.

πράττεται δὲ τὸ μὲν ὑπὸ σωφροσύνης, τὸ δὲ ὑπὸ ἀφροσύνης;

ναί.

ἐναντίως;

πάνυ γε.

οὐκοῦν ὑπὸ ἐναντίων ὄντων;

ναί.

ἐναντίον ἄρ’ ἐστὶν ἀφροσύνη σωφροσύνης;

φαίνεται.

μέμνησαι οὖν ὅτι ἐν τοῖς ἔμπροσθεν ὡμολόγηται ἡμῖν ἀφροσύνη σοφίᾳ ἐναντίον εἶναι;

συνωμολόγει.

ἓν δὲ ἑνὶ μόνον ἐναντίον εἶναι;

φημί.

πότερον οὖν, ὦ Πρωταγόρα, λύσωμεν τῶν λόγων; τὸ ἓν ἑνὶ μόνον ἐναντίον εἶναι, ἢ ἐκεῖνον ἐν ᾧ ἐλέγετο ἕτερον εἶναι σωφροσύνης σοφία, μόριον δὲ ἑκάτερον ἀρετῆς, καὶ πρὸς τῷ ἕτερον εἶναι καὶ ἀνόμοια καὶ αὐτὰ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτῶν, ὥσπερ τὰ τοῦ προσώπου μόρια; πότερον οὖν δὴ λύσωμεν; οὗτοι γὰρ οἱ λόγοι ἀμφότεροι οὐ πάνυ μουσικῶς λέγονται: οὐ γὰρ συνᾴδουσιν οὐδὲ συναρμόττουσιν ἀλλήλοις. πῶς γὰρ ἂν συνᾴδοιεν, εἴπερ γε ἀνάγκη ἑνὶ μὲν ἓν μόνον ἐναντίον εἶναι, πλείοσιν δὲ μή, τῇ δὲ ἀφροσύνῃ ἑνὶ ὄντι σοφία ἐναντία καὶ σωφροσύνη αὖ φαίνεται: ἦ γάρ, ὦ Πρωταγόρα, ἔφην ἐγώ, ἢ ἄλλως πως;

ὡμολόγησεν καὶ μάλ’ ἀκόντως.

οὐκοῦν ἓν ἂν εἴη ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ σοφία; τὸ δὲ πρότερον αὖ ἐφάνη ἡμῖν ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ὁσιότης σχεδόν τι ταὐτὸν ὄν.

ἴθι δή, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ Πρωταγόρα, μὴ ἀποκάμωμεν ἀλλὰ καὶ τὰ λοιπὰ διασκεψώμεθα. ἆρά τίς σοι δοκεῖ ἀδικῶν

ἄνθρωπος σωφρονεῖν, ὅτι ἀδικεῖ;

αἰσχυνοίμην ἂν ἔγωγ’, ἔφη, ὦ Σώκρατες, τοῦτο ὁμολογεῖν, ἐπεὶ πολλοί γέ φασιν τῶν ἀνθρώπων.

πότερον οὖν πρὸς ἐκείνους τὸν λόγον ποιήσομαι, ἔφην, ἢ πρὸς σέ;

εἰ βούλει, ἔφη, πρὸς τοῦτον πρῶτον τὸν λόγον διαλέχθητι τὸν τῶν πολλῶν.

ἀλλ’ οὐδέν μοι διαφέρει, ἐὰν μόνον σύ γε ἀποκρίνῃ, εἴτ’ οὖν δοκεῖ σοι ταῦτα εἴτε μή: τὸν γὰρ λόγον ἔγωγε μάλιστα ἐξετάζω, συμβαίνει μέντοι ἴσως καὶ ἐμὲ τὸν ἐρωτῶντα καὶ τὸν ἀποκρινόμενον ἐξετάζεσθαι.

τὸ μὲν οὖν πρῶτον ἐκαλλωπίζετο ἡμῖν ὁ Πρωταγόρας

τὸν γὰρ λόγον ᾐτιᾶτο δυσχερῆ εἶναι

ἔπειτα μέντοι συνεχώρησεν ἀποκρίνεσθαι.

 

 

ΣΩ. Ονομάζεις κάποιο πράγμα απερισκεψία; Είπε (ναι). Σ’ αυτό το πράγμα δεν είναι η σοφία το εντελώς το αντίθετο;

ΠΡΩ. Σε εμένα τουλάχιστον φαίνεται ότι είναι, είπε[2].

ΣΩ. Ποιο από τα δυο λοιπόν, όταν οι άνθρωποι ενεργούν και σωστά και ωφέλιμα, τότε σου δίνουν την εντύπωση ότι πράττουν με περίσκεψη, επειδή κάνουν έτσι, ή το αντίθετο;

ΠΡΩ. Ενεργούν με περίσκεψη, είπε[3].

ΣΩ. Λοιπόν χάρη στη σύνεση ενεργούν με περίσκεψη;

ΠΡΩ. Αναγκαστικά.

ΣΩ. Επομένως αυτοί που δεν ενεργούν σωστά ενεργούν απερίσκεπτα και δεν είναι συνετοί, επειδή ενεργούν έτσι;

ΠΡΩ. Συμφωνώ, είπε.

ΣΩ. Συνεπώς είναι το αντίθετο το  να ενεργεί κάποιος απερίσκεπτα από το να ενεργεί συνετά; Είπε ναι. Λοιπόν αυτά που συντελούνται βέβαια απερίσκεπτα συντελούνται από αφροσύνη, ενώ τα συνετά από σύνεση; Το παραδεχόταν.

Λοιπόν αν κάτι γίνεται με δύναμη, γίνεται ισχυρά κι αν κάτι γίνεται με αδυναμία, συντελείται αδύναμα; Είχε την ίδια γνώμη.

Και αν κάτι γίνεται με γρηγοράδα, γίνεται γρήγορα, ενώ με αργοπορία, γίνεται αργά; Είπε ναι.

Και αν κάτι λοιπόν με τον ίδιο τρόπο γίνεται, από την ίδια αιτία συντελείται κι αν κάτι αντίθετα, πραγματοποιείται από την αντίθετη αιτία[4]; Συμφώνησε. Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, υπάρχει κάτι καλό[5]; Συμφωνούσε.

Σ’ αυτό υπάρχει κάτι άλλο αντίθετο εκτός από το κακό;

ΠΡΩ. Δεν υπάρχει.

ΣΩ. Τι λοιπόν υπάρχει; Κάτι ωραίο υπάρχει;

ΠΡΩ. Υπάρχει.

ΣΩ. Σ’ αυτό υπάρχει κάτι το αντίθετο εκτός από το κακό;

ΠΡΩ. Δεν υπάρχει.

ΣΩ. Τι λοιπόν; Υπάρχει κάτι το οξύ στον ήχο[6]; Είπε ναι.

ΣΩ. Σε αυτό μήπως υπάρχει κάτι άλλο αντίθετο εκτός από το βαρύ;

ΠΡΩ. Δεν υπάρχει, είπε.

ΣΩ. Λοιπόν, είπα εγώ,  σε καθένα χωριστά από τα αντίθετα ένα μόνο είναι αντίθετο και όχι πολλά[7]; Συμφωνούσε.

Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, ας ανακεφαλαιώσουμε τα σημεία στα οποία συμφωνήσαμε. Έχουμε συμφωνήσει ότι μόνο ένα είναι αντίθετο σε ένα πράγμα, περισσότερα όμως όχι;

ΠΡΩ. Το έχουμε συμφωνήσει.

ΣΩ. Η αντίθετη ωστόσο ενέργεια από αντίθετες αιτίες προκαλείται; Είπε ναι.

Και έχουμε παραδεχτεί ότι οτιδήποτε γίνεται απερίσκεπτα συντελείται με τρόπο αντίθετο με αυτό που γίνεται συνετά; Είπε ναι.

Αυτό εξάλλου που γίνεται συνετά συντελείται εξαιτίας της σωφροσύνης, ενώ αυτό που γίνεται απερίσκεπτα εξαιτίας της απερισκεψίας; Συμφώνησε.

Λοιπόν, αν βέβαια γίνεται κάτι με αντίθετο τρόπο, συντελείται από αντίθετη αιτία;

ΠΡΩ. Ναι.

ΣΩ. Και γίνεται το ένα εξαιτίας της σωφροσύνης, το άλλο εξαιτίας της αφροσύνης;

ΠΡΩ. Ναι.

ΣΩ. Και με αντίθετο τρόπο;

ΠΡΩ. Αρκετά βέβαια.

ΣΩ. Λοιπόν από αντίθετες αιτίες;

ΠΡΩ. Ναι.

ΣΩ. Επομένως είναι αντίθετη η απερισκεψία από τη φρόνηση;

ΠΡΩ. Είναι εμφανές[8].

ΣΩ. Λοιπόν θυμάσαι ότι προηγουμένως έχει γίνει από μας παραδεκτό ότι η απερισκεψία είναι αντίθετο πράγμα από τη σοφία. Συμφωνούσε.

Και ότι μόνο το ένα είναι το αντίθετο;

ΠΡΩ. Το παραδέχομαι.

ΣΩ. Ποιο από τα δύο λοιπόν, Πρωταγόρα, θα ανακαλέσουμε τα συμπεράσματα; Και εκτός από το ότι είναι κάτι διαφορετικό ή εκείνο για το οποίο υποστηριζόταν ότι είναι διαφορετικό πράγμα η σοφία από τη σωφροσύνη και το καθένα από τα δύο τμήμα της αρετής και εκτός του ότι είναι διαφορετικό το ένα από το άλλο είναι και ανόμοια και αυτά τα ίδια και οι δυνάμεις αυτών, όπως ακριβώς είναι ανόμοια τα μέρη του προσώπου[9]; Ποιο από τα δύο λοιπόν θα ανακαλέσουμε; Γιατί και τα δύο αυτά συμπεράσματα δεν ακούγονται αρμονικά· γιατί δεν βρίσκονται σε αρμονική σχέση ούτε συμφωνούν μεταξύ τους[10]· γιατί πώς θα συμβιβάζονταν, αν βέβαια είναι ανάγκη ένα μόνο λοιπόν να είναι αντίθετο σε ένα πράγμα, περισσότερα όμως όχι, όπως στην απερισκεψία που είναι ένα πράγμα παρουσιάζονται πάλι αντίθετα η σοφία και η σωφροσύνη; Αλήθεια λοιπόν, Πρωταγόρα, είπα εγώ, είναι έτσι ή κάπως αλλιώς[11]; Συμφώνησε και πολύ πρόθυμα.

ΣΩ.   Επομένως θα μπορούσε να είναι ένα πράγμα η σύνεση και η σοφία; Και λίγο πριν πάλι μας φάνηκε ότι η δικαιοσύνη και η οσιότητα είναι σχεδόν το ίδιο πράγμα. Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, Πρωταγόρα, ας μην κουραστούμε, αλλά ας εξετάσουμε διεξοδικά και τα υπόλοιπα[12]. Άραγε κάποιος άνθρωπος που αδικεί σου φαίνεται συνετός, επειδή αδικεί;

ΠΡΩ. Θα ντρεπόμουν εγώ τουλάχιστον, είπε, Σωκράτη, να το παραδεχτώ αυτό, παρόλο που πολλοί βέβαια από τους ανθρώπους το υποστηρίζουν[13].

ΣΩ. Ποιο από τα δύο λοιπόν, σε εκείνους να απευθύνω το λόγο, είπα, ή σε εσένα;

ΠΡΩ. Αν θέλεις, είπε, συζήτησε πρώτα γι’ αυτό το συμπέρασμα των πολλών.

ΣΩ. Καθόλου δε με ενδιαφέρει ποιανού είναι η γνώμη, παρά μόνο εσύ να απατάς είτε παραδέχεσαι αυτά είτε όχι· διότι εγώ βέβαια κυρίως εξετάζω το συμπέρασμα, το αποτέλεσμα όμως είναι να εξετάζομαι και εγώ που κάνω τις ερωτήσεις και αυτός που δίνει τις απαντήσεις[14].

Στην αρχή λοιπόν ο Πρωταγόρας μας έκανε μορφασμούς· γιατί έφερνε δικαιολογία ότι το θέμα της συζήτησης ήταν ανιαρό και δυσάρεστο· έπειτα όμως συμφώνησε να απαντά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[1] ἀφροσύνη: ανοησία, απερισκεψία- (ἂφρων˂ἀ (στερ.) +φρήν)

[2] Ο Σωκράτης, στα πλαίσια της διαλεκτικής του, καταφέρνει χωρίς αντίσταση να αποσπάσει από τον Πρωταγόρα την παραδοχή ότι το αντίθετο της αφροσύνης είναι η σοφία (όχι η φρόνηση, όπως είναι πιο σαφές). Επισημαίνεται και η άποψη ότι η σοφία συνάπτεται με την ορθή φρόνηση στη σκέψη και κρίνεται αντιφατικά αντίθετη της αφροσύνης (Γουδής, Δ. Πλάτωνος Πρωταγόρας και Φαίδων). Κατόπιν θα αποδείξει την ταύτιση της σοφίας και σωφροσύνης.

[3] Η αναφορά στο «σωφρονεῖν» νοείται ως πνευματική δραστηριότητα που έχει αντίκρισμα και στη λήψη αποφάσεων, άρα στην έμπρακτη εφαρμογή της.

[4] Ο Σωκράτης χρησιμοποιεί την επαγωγική μέθοδο στη συλλογιστική διαδικασία (από τις ειδικές επισημάνσεις περί σύνεσης, δυνάμεως, ταχύτητας και των αντίθετων μεταβαίνει στις γενικές περί αιτίας των συνθηκών, με γνώμονα τη ντετερμινιστική αρχή).

[5] Έτσι ξεκινά η επόμενη συλλογιστική διαδικασία με επαγωγική μέθοδο αναφορικά με το κακό και το καλό εν γένει.

[6] «οξύ» στη φωνή (το αντίθετο είναι το «βαρύ»).

[7] Κατόπιν της δεύτερης ομολογίας του σοφιστή, παρατηρούμε τη σταδιακή του ήττα (αφομοιώνεται στο σκεπτικό του Σωκράτη).

[8] Με τις μονολεκτικές απαντήσεις ή την ιδεολογική ταύτιση στον ελεύθερο πλάγιο λόγο εξασφαλίζεται η αλληλουχία των σκέψεων που συσπειρώνονται σε μια τακτική διακλάδωση στο έλλογο επιχείρημα.

[9] Το δίλλημα που θέτει ο φιλόσοφος αφορά τη διέξοδο που θα δώσουν στην επιλογή του τι να ακυρώσουν πλέον (το πρώτο είναι η ομολογούμενη αλήθεια των πραγμάτων και το δεύτερο είναι η δυναμική του ισχυρισμού του σοφιστή).

[10] Αξιοποιείται το μεταφορικό σχήμα από τη μουσική (ενίοτε προτιμά το ποιητικό ύφος ο Πλάτων) και συνάμα προωθείται η υπόνοια για τα λεγόμενα του Πρωταγόρα προηγουμένως.

[11] Κοινή η δόμηση των προτάσεων με διαζευκτική σύνδεση για την επισφράγιση των διλημμάτων που τίθενται και συνάμα της επιβεβλημένης ξεκάθαρης απάντησης χωρίς περαιτέρω ανάλυση.

[12] Εντοπίζεται η αφετηρία της αποδεικτικής διαδικασίας σχετικά με το ότι δικαιοσύνη και σωφροσύνη είναι έννοιες ταυτόσημες. Στο προηγούμενο κεφάλαιο ήδη τεκμηριώθηκε η ταύτιση των εννοιών δικαιοσύνης και οσιότητας και εδώ σωφροσύνης και σοφίας, σωφροσύνης και δικαιοσύνης (για την αντρεία θα αναφερθεί στη συνέχεια).

[13] Ο Πρωταγόρας αν υποστηρίξει ότι ο άδικος είναι σώφρων, θα ανατρέψει την κοινή πεποίθηση περί ηθικής και αν παραδεχτεί ότι ο δίκαιος είναι σώφρων, θα συμφωνήσει με το Σωκράτη. Θα προτιμήσει το δεύτερο, εφόσον στη θεωρία του προκρίνει τη δυναμική της ιδεολογίας της πλειοψηφίας από την οποία άλλωστε επευφημείται.

[14] Ο φιλόσοφος στο σημείο αυτό ορίζει τη μεθόδευση της διαλεκτικής που συνυφαίνεται με τον έλεγχο των συνδιαλεγόμενων για εξακρίβωση της ορθότητας και της αλήθειας των προβαλλόμενων θέσεων. Η προσποίηση άγνοιας αποτελεί ένα μέσο στήριξης της αναγκαιότητας του ελέγχου του Σωκράτη από το συνομιλητή του στα πλαίσια της νομιμότητας των προθέσεων στο διάλογο.

Ελευθερία Μπέλμπα*
Φιλόλογος

© schooltime.gr