Η «κοινή ελληνική λαλιά»
Ο όρος «Κοινή» χρησιμοποιείται για να δηλωθεί η γλώσσα που διαμορφώθηκε από το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου (323 π. Χ.) ως την εποχή του Ιουστινιανού. Οι τρεις τελευταίοι προχριστιανικοί αιώνες (323-31 π. Χ.) αποτελούν την καθαυτό ελληνιστική Κοινή και οι τρεις πρώτοι μεταχριστιανικοί αιώνες (31 π. Χ,-330 μ. Χ.: μεταφορά της έδρας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη) την αυτοκρατορική Κοινή. Η περίοδος από το 300 περίπου μ. Χ. ως το 600 μ. Χ. χαρακτηρίζεται από ορισμένους ερευνητές ως μεταβατική.
Την οικουμενικότητα της ελληνικής γλώσσας μπορεί κανείς να τη συλλάβει διττά:
α) αξιολογικά, τα ανεπανάληπτα σε σύλληψη, πρωτοτυπία, βάθος και πλούτο ιδεών κείμενα των μεγάλων Ελλήνων στοχαστών είναι φυσικό να επέδρασαν και καθαρώς γλωσσικά, μια που οι ιδέες έχουν ως όχημα τις λέξεις. β) ιστορικά, η Ελληνική, στη μετακλασική περίοδο με τον Αλέξανδρο, υπήρξε η πρώτη παγκόσμια γλώσσα, γλώσσα των συναλλαγών πολλών λαών και συγχρόνως γλώσσα πολιτισμική.
Υπάρχει όμως και μια τρίτη διάσταση του οικουμενικού χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας που δεν έχει αρκούντως προσεχθεί: το γεγονός ότι υπήρξαν οι Έλληνες οι ίδιοι μελετητές της ελληνικής και γενικότερα της ανθρώπινης γλώσσας σε συνδυασμό με το ότι η ανάλυση της ελληνικής γλώσσας από τους αρχαίους γραμματικούς και φιλοσόφους αποτέλεσε μέσω της Λατινικής τη βάση της ανάλυσης όλων των μετέπειτα γλωσσών. Και είναι μεν αλήθεια ότι οι Αρχαίοι Ινδοί γραμματικοί προηγήθηκαν χρονικά στη σύνταξη της πρώτης γραμματικής. Εν ολίγοις η ελληνική γλώσσα, ως κύρια μορφή «μεταγλώσσας» (λόγου περί γλώσσας) μέσα από την παραδοσιακή-παραδοσιακή γραμματική και μέσα από την Παιδεία (ιδίως από τους χρόνους της Αναγέννησης) απέκτησε τη φήμη της κατεξοχήν καλλιεργημένης γλώσσας, γλώσσα με υψηλό επικοινωνιακό γόητρο και κύρος.
Τέλος, η οικουμενικότητα της Ελληνικής δεν είναι άσχετη προς το κύρος που απέκτησε διεθνώς η Ελληνική ως η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, η γλώσσα των Μεγάλων Πατέρων της χριστιανικής εκκλησίας και καθόλου λιγότερο, ως η κατεξοχήν γλώσσα της υμνογραφίας και της εκκλησιαστικής λατρείας.
Στο δέκατο ένατο αιώνα π. Χ. οι Ίωνες της Μικράς Ασίας δανείστηκαν από τους φοίνικες θαλασσοπόρους το αλφάβητο και το τελειοποίησαν. Στην ελληνική γλώσσα έλειπαν μερικά σύμφωνα της φοινικικής, με αποτέλεσμα τα σχετικά σύμβολα να γίνουν για τους Έλληνες περιττά. Η έλλειψη όμως φωνηεντικών συμβόλων δεν ταίριαζε στα ελληνικά. Το πρόβλημα λύθηκε δίνοντας στα φωνήεντα τα σύμβολα που περίσσευαν από τα σύμφωνα. Η προσαρμογή του φοινικικού αλφαβήτου στην ελληνική γλώσσα πήρε καιρό και δεν είχε ακόμη συμπληρωθεί την εποχή της αποικιακής εξάπλωσης. Επομένως κατά τη διάρκεια αυτής της εξάπλωσης, όπως η γλώσσα των αποίκων διαιρέθηκε σε πολλά καινούργια τοπικά ιδιώματα, έτσι και το αδιαμόρφωτο ακόμα αλφάβητο τους ανέπτυξε κι αυτό πολλές τοπικές ιδιομορφίες και σιγά σιγά διαιρέθηκε σε δυο μεγάλους κλάδους, σαν διαλέκτους, δηλαδή τον ανατολικό τύπο που περιέλαβε και τον αττικό και το δυτικό τύπο, που επικράτησε στη Μεγάλη Ελλάδα, μεταδόθηκε εκεί στους Τυρρηνούς και από εκεί στους Ρωμαίους.
Με τη λέξη «εξέλιξη» εννοείται η γενική ανάπτυξη της γλώσσας, δηλαδή το σύνολο των αλλαγών που έγιναν σε αυτή μέσα σε μια δεδομένη περίοδο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τα μεταγενέστερα στάδια της εξελικτικής πορείας είναι ανώτερα από τα προγενέστερα. Οι εσωτερικές αλλαγές καθορίζονται από δύο αντιθετικούς παράγοντες: από τη μια μεριά, την απλοποιητική τάση των γλωσσών και από την άλλη τη δύναμη της παράδοσης. Κυριαρχεί κατά τις περιστάσεις άλλοτε η μια και άλλοτε η άλλη τάση.
Κανένας λαός δεν έμεινε για πολύ καιρό απομονωμένος γι αυτό και οι γειτονικές γλώσσες επηρεάζουν αδιάκοπα η μια την άλλη. Συνεπώς δεν είναι να απορεί κανείς που αγνοούμε τις περισσότερες φορές τις αφετηρίες των γλωσσικών αλλαγών αφού μας λείπουν τα γλωσσικά και ιστορικά δεδομένα. Τέτοιες συνθήκες επικρατούν σε κάθε εποχή, προπάντων όμως στην προϊστορική που η παράδοση της γλώσσας είναι ολότελα προφορική και όχι γραπτή. Οι εξωτερικές αλλαγές έχουν συχνά ως αντίκτυπο να εισάγουν συχνά από τις γειτονικές γλώσσες στοιχεία ξενικά που προξενούν καινούργιες ανωμαλίες και θέτουν έτσι σε κίνηση περισσότερες εσωτερικές αλλαγές.
Ο «εσωτερικός δανεισμός» της Ελληνικής από λέξεις ανήκουστες στη μακρά γλωσσική της παράδοση υπήρξε η πιο αποτελεσματική και υγιής αντιμετώπιση ενός μείζονος κινδύνου, που απείλησε την ελληνική γλώσσα τους τελευταίους αιώνες του ξενικού ζυγού. Πρόκειται για το πλήθος των ξενικών λέξεων (τουρκικών και βενετσιάνικων) που εισχώρησαν- ελλείψει οργανωμένης παιδείας ή άλλης μορφωτικής αντιστάσεως στο σώμα της Ελληνικής και προκάλεσαν μια κατάσταση που ανάγκασε πολλούς φωτισμένους λογίους όπως ο Αδαμάντιος Κοραής να αναλάβουν «σταυροφορία» καθαρμού της γλώσσας, προλαβαίνοντας τον κίνδυνο μιας μορφής ομαδοποίησης της Ελληνικής. Από το κίνημα του καθαρμού του Κοραή διαμορφώθηκε βαθμηδόν μια «γλωσσική ιδεολογία» που αποτέλεσε ανασταλτικό φραγμό στην εισβολή των ξένων λέξεων οδήγησε σε ευρεία υποκατάσταση των ξενικών με ελληνικές και ετοίμασε το έδαφος της αναζήτησης νέων όρων και λέξεων μέσα από την παρακαταθήκη της ίδιας της ελληνικής γλώσσας.
Η υπηρεσία που πρόσφεραν στην ελληνική γλώσσα οι λόγιοι της εποχής με την εδραίωση αυτής της «γλωσσικής ιδεολογίας» δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη στις πραγματικές του διαστάσεις. Ένα είναι πάντως βέβαιο ότι χωρίς αυτή την εκστρατεία και χωρίς των «αγώνα» αυτής της γλωσσικής πρόληψης, η λεξιλογική δομή αυτής της σύγχρονής Ελληνικής δεν θα διέθετε τη σημερινή λεξιλογική συνοχή της.
Από όλα αυτά προκύπτει ότι η καλλιέργεια της ελληνικής γλώσσας γραπτής και προφορικής συνεχίστηκε σε κυμαινόμενο επίπεδο, από την αρχαιότητα μέχρι της ημέρες μας, γεγονός που και στην ποιότητα της γλώσσας μας ωφέλησε, (όσο και αν ο γλωσσικός μας εμφύλιος γέννησε φανατισμούς και ακρότητες και από τα δύο μέρη) και σε μεταβολές της Ελληνικής κατά φυσικό τρόπο οδήγησε.
Βιβλιογραφία
-Γεωργίου Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας ελληνικής γλώσσας, με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων, Κέντρο Λεξικογραφίας, Αθήνα 1998
-George Thomson, Η ελληνική γλώσσα αρχαία και νέα, εκδ. Κέδρος
______________________
Κατερίνα Φωτιάδου*
Φιλόλογος-Iστορικός