«θρησκευτικά ιδεώδη»
Το θεολογικό πλαίσιο στην ποιητική ουσιαστικά θεμελιώνει την εσωτερική αγωνία του ανθρώπου που πασχίζει να επιτύχει την προσέγγιση του θείου και συνάμα την ενδοσκόπηση με στόχο την εσωτερική πληρότητα και την τελείωση. Οι ιδέες εμπλέκονται με συναισθήματα και πέραν του εξομολογητικού τόνου, εδράζει ο πνευματικός αγώνας για ευδοκίμηση της πορείας της ηθικής ολοκλήρωσης, του υψηλού προορισμού του ανθρώπου απεγκλωβισμένου από ατομικιστικές βλέψεις.
Θρησκευτικά θέματα εντοπίζονται στο ποίημα «Άγραφον» (ενν. ευαγγέλιον) του Άγγελου Σικελιανού που συγκαταλέγεται στη συλλογή «Επίνικοι Β΄» με αφόρμηση τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940-41 και την κατοχή. Στο κείμενο, δημοσιευμένο το φθινόπωρο του 1941, ανιχνεύονται στοχασμοί όσον αφορά την ανεξαρτησία που θα επέλθει μετά την ερείπωση της χώρας των Ελλήνων και τα δεινά που υπέστησαν. Ο προφητικός τόνος, σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο ανομοιοκατάληκτο, εκπορεύεται από μια «άγραφη» παράδοση σχετικά με τον Ιησού και τους μαθητές.
Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγεία, απορρίμματα, ξεσκλίδια…
Κ’ εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που –ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν–
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν…
Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»
Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε… Μα τώρα
αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη… Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!»
Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κ’ είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο…
Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!… δώσε,
δος και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλην άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δος μου,
μες στην φριχτήν οσμή όπου διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!
Η παραπομπή σε κάποιο επεισόδιο της επίγειας παρουσίας του Χριστού από τα απόκρυφα ευαγγέλια προωθεί την αντίληψη ότι ο κόσμος ενοποιείται πάνω στη βάση των οδυνηρών εμπειριών. Η έμφαση στις ιδέες επιτυγχάνεται χάριν της ποιητικής φωνής που ισχυροποιείται αποσκοπώντας στη διαχρονική χροιά και στην επέκταση του ποιητικού χώρου της ρωμαλεότητας.
Έξω από τα τείχη της Σιών ανευρίσκονται τα απορρίμματα της πόλης και το κεφάλι ενός σκύλου. Η δυσωδία απωθεί τους μαθητές, αλλά ο Χριστός τους διδάσκει να απορροφήσουν στοιχεία αυτής της εικόνας. Ο σκουπιδότοπος σμιλεύει τη σύσταση του κόσμου της διάλυσης εξαιτίας του πολέμου μέσα από την αναλογία του καταγραφόμενου περιστατικού στο απόκρυφο κείμενο και της σύγχρονης του ποιητή πραγματικότητας («όλα είναι ερείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,/κι όλα είναι πτώματα άθαφτα») ισοπεδωτικής κάθε καταφανούς διεξόδου.
Ο λυρισμός αναβλύζει στο ασύνδετο με συσσώρευση συνεχόμενων ουσιαστικών («τα σκουπίδια,/καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,/σπασμένα αγγεία, απορρίμματα, ξεσκλίδια»), με παρηχήσεις (του «ρ», «σ», «ι») που εντείνουν τον αποτροπιασμό. Η αφηγηματική δράση εξαρχής εστιάζει στην κινητική παράσταση του Ιησού και των μαθητών του («επροχωρούσαν έξω από τα τείχη», «ζυγώσανε αναπάντεχα») με την εντύπωση της αναδρομής. Δραματικό αναπάντεχο πλέον η αποσύνθεση στο σωρό των σκουπιδιών («πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα/στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι») με μια ρεαλιστική εικόνα του σκύλου σκεπασμένου από κοράκια, ώστε αποθαρρύνεται το πλησίασμα των μαθητών σε αντίθεση με την ανεκτικότητα του Ιησού («κρατώντας/στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν», «ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας»).
Ο διάλογος αισθητοποιεί την αντίθεση όσον αφορά τα ιδεώδη της ατέλειας και της τελειότητας, την κίνηση και την ακινησία («και στέκεσ’ έτσι;»), με την ανατρεπτική ερμηνεία του κόσμου που η ανθρώπινη λογική δεν επιχειρεί, όντας ανεπαρκής και μονόπλευρη («δε νιώθεις τάχα/τη φοβερήν οσμή»), αλλά το πνεύμα καθοδηγείται από την ενόραση και συνάμα την ενσάρκωση και προσέγγιση του θείου στοιχείου («ακλούθησαν και πάλι/το σιωπηλό Του δρόμο»).
Στο λόγο του Ιησού εξάλλου η εναντίωση αναφορικά με τους χώρους εντός της πόλεως και εκτός συνθέτει την εξίσωση των οσμών που συμβολίζουν κάθε ιδιάζον στοιχείο της ατομικότητας («και στη χώρα μέσα/την ανασαίνει»). Δεν είναι δηλαδή επιβεβλημένο να εξοικειωθεί κανείς με την αποσύνθεση, εφόσον ο θάνατος ανάγεται σε καθημερινή εμπειρία και η ηθική αγνότητα τον αναγνωρίζει σε κάθε περιβάλλον. Άλλωστε μέσα από τη φθορά αναδύεται κάποια ελπίδα («πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου», «υπόσκεση μεγάλη,/αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα/σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα») σχετικά με την αναγέννηση της ζωής μετά τη σήψη («πέρα απ’ τη σάψη») ως λογική αναγκαιότητα. Ουσιαστικά ισχύουν οι αξίες της θείας τάξης, με την έννοια της επαναφοράς της ακραίας δικαιοσύνης, του ηθικού μεγαλείου, της τελείωσης και της αιώνιας ζωής εντός του κύκλου της επίγειας ύπαρξης˙ με σύμβολο το λευκό των δοντιών του σκύλου, το φως («ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο») στις παρομοιώσεις τεκμηριώνει τη βεβαιότητα για τη βελτίωση των συνθηκών.
Η Σιών απροσπέλαστη με τη φωνή του ποιητή, σαν προσευχή απεγνωσμένη, που κατευθύνεται ως έξω από την πόλη στο χώρο της απόλυτης φθοράς («ν’ αδράξω κάπου/και στη δική μου τη ματιάν», «κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου»). Το ποιητικό υποκείμενο εντρυφά στη διδαχή της στάσης του Ιησού («το νου μου πώς σ’ εκείνα,/Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω»), επιζητώντας τη συνειδητοποίηση της αλήθειας με απελπισία. Ο κοσμικός χώρος βρίθει από νεκρούς, φθορά, ερείπια («ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,/κι από τη μια της γης στην άλλην άκρη») σε ανομοιογένεια που εκτείνεται απειλητικά ολοένα. Πασχίζει λοιπόν να αντιληφθεί ότι υπάρχουν υποθήκες στις συνθήκες της πτώσης μέσα από την παρουσία του θείου που καθορίζει νομοτελειακά τα φαινόμενα («έν’ άσπρο/σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο»). Στο μονόλογο αυτό παρακολουθούμε κλιμακωτά την αναζήτηση διόδων στα ατελέσφορα αδιέξοδα με την ενδοσκόπηση, τον εσωτερικό προβληματισμό για την εμφάνιση του θείου παράγοντα ως θεραπεία στο άλγος («σ’ εκείνα,/Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω»).
Με μεγαλόπνοο τόνο, ύφος υψηλό, όπως συχνά διαπιστώνεται στην ποίηση του Σικελιανού, εκφέρεται η κοσμοαντίληψή του για το διαλεκτικό συσχετισμό καταστροφής και ανασυγκρότησης («Κύριε, δος μου,/μες στην φριχτήν οσμή όπου διαβαίνω,/για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη») σε κατανυκτικό ύφος. Έτσι κεντρικός πυρήνας της σύνθεσης υψώνεται η ελπίδα της αναζωογόνησης των πραγμάτων εν μέσω απόγνωσης λόγω της παρακμής. Χρησιμοποιείται δημοτική καθομιλουμένη πλησίον της προφορικής ομιλίας σε κάποια σημεία («φτορά», «θαμάζω», «υπόσκεψη») και αλλού ευρηματική πρωτότυπη γλώσσα («σάψη», «ρείπια»).
Στο ποίημα της Ευαγγελίας Παπαχρήστου Πάνου, «ἀπό τόν πόνο στήν Ἀνάσταση», η αφηγήτρια απευθύνεται στο Θεό.
Ἐδιάλεξες τήν Ἂνοιξη
τό ξύλο τῆς όδύνης ν’ ἀγκαλιάσεις.
Ἀνένδοτος πορεύτηκες πρός τόν Σταυρό.
Ὃταν τοξότες τόξευαν τήν ἃγια σου εἰκόνα
Ἐσύ, ὁ χλευαζόμενος, ὁ κραταιός,
τή δόξα σου ὣς τά ἒσχατα
τοῦ ἐμπαιγμοῦ τήν ἒφερες
ἀνακαλώντας τούς φονιάδες «εἰς τήν τάξιν».
Κύριε Ἰησοῦ, τά ἰμάτια τοῦ αἳματος
στούς ποταμούς ἐπλύναμε.
Λουστήκαμε στούς ποταμούς κι ἐπί τῶν ποταμῶν
ἐκτείναμε τά χέρια μας,
στέλνοντας τά νερά τους ὣς τήν ἒρημο
ὃπου κατώκησαν οἱ προσευχόμενοι
λευκαίνοντας τήν ὂψη τους,
«ὡς ὂψιν θυσιαστηρίου» κατανοοῦμε.
Η επισήμανση του μαρτυρίου του Χριστού πριν από το Πάσχα ενέχει την τραγικότητα της φθοράς στη διάρκεια της άνοιξης ως χρονικής αφετηρίας («τά ἰμάτια τοῦ αἳματος/στούς ποταμούς ἐπλύναμε»). Με διάφανα μηνύματα, σαν τα άτεγκτα συμβεβηκότα του θείου πάθους, σχηματοποιείται συμβολικά και αλλού με αδρά σήματα η σταύρωση ως επίτευγμα («τό ξύλο τῆς όδύνης ν’ ἀγκαλιάσεις») και ως αναπόδραστη στόχευση («πορεύτηκες πρός τόν Σταυρό»).
Η χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου προωθεί την αφήγηση που νοητά απευθύνεται προς το Θεό με την κλητική προσφώνηση που καθορίζει το κυριολεκτικό σχήμα («Κύριε Ἰησοῦ»). Η αλληγορία ενισχύει την ακρότητα των συνθηκών του βασανιστηρίου του θεανθρώπου εντός χρονικών ορίων («ὃταν τοξότες τόξευαν τήν ἃγια σου εἰκόνα») με παρήχηση του «τ» που ελευθερώνει το ηχητικό κύμα της βίας. Μέσα από μια σειρά χαρακτηριστικών επιθέτων αντιθετικής σύνδεσης (ὁ χλευαζόμενος», «ὁ κραταιός»), φαίνεται ο Θεός να εξασφαλίζει την ευθύνη για τις συμφορές του κόσμου.
Η δόξα προκύπτει από τον «εμπαιγμό», τις διώξεις, τη θανάτωση και η ισχύς από τον παραδειγματισμό των άπιστων («ἀνακαλώντας τούς φονιάδες «εἰς τήν τάξιν»). Αιφνιδίως με το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ενεργοποιούνται παράμετροι εμπλοκής στη θεϊκή θυσία, συγκεκριμένα σταδιακά σηματοδοτείται ο εξαγνισμός («τά ἰμάτια τοῦ αἳματος…ἐπλύναμε»). Μέρος στη θυσία λαμβάνει ένα ομοιογενές σύνολο με συναίσθηση του πάθους εντός του καθορισμένου χώρου που επαναφέρεται κυκλικά («στούς ποταμούς», «στούς ποταμούς», «ἐπί τῶν ποταμῶν») και της συμβολικής δράσης («λουστήκαμε», «ἐκτείναμε»).
Το μυστηριακό στοιχείο ανακύπτει από την οικοδόμηση της δράσης σε μια ευρύτερη ζώνη («στέλνοντας τά νερά τους ὣς τήν ἒρημο») που σημειολογικά στηρίζει δεδομένα της θεολογίας περί προσευχής, ερμητισμού, μοναχισμού («κατώκησαν οἱ προσευχόμενοι»), ενώ η λευκότητα παραπέμπει στο φάσμα της θυσίας του Ιησού για τον κόσμο («λευκαίνοντας τήν ὂψη τους,/«ὡς ὂψιν θυσιαστηρίου»). Με νηφάλια διάθεση συνυφαίνοντας την αρχαΐζουσα με την καθομιλουμένη σε ένα αρμονικό συνταίριασμα, ίδιον των ιερών κειμένων, επιχειρείται η αποτίμηση του ιερού πάθους («τή δόξα σου ὣς τά ἒσχατα/τοῦ ἐμπαιγμοῦ τήν ἒφερες») μετριάζοντας την τραγικότητα μέσω της κατάθεσης θεωρητικών κρίσεων («κατανοοῦμε») αυτών που συμμετείχαν στα δρώμενα.
Στην ποίηση του Κωστή Παλαμά ενδεικτικά ο ελληνισμός διαφαίνεται στη συνέχεια της παρακαταθήκης, όπως διαπιστώνεται στη «Φλογέρα του Βασιλιά». Το ελληνορθόδοξο ιδεολογικό σχήμα τελικά κυριαρχεί σε άλλο χωρίο («Ω Στρατηλάτισσα Κυρά, σ’ εσέ τα νικητήρια!»), η ενδυνάμωση των συνειδήσεων ενός λαού που υποφέρει γι’ αποθήκευση της ελπιδοφόρας μελλοντικής πορείας. Η εικόνα της Θεομήτορος σμιλεύεται μέσα από τα σταθερά φυσιογνωμικά στοιχεία της αυθεντικότητας, της ιερότητας για ευεργετική επιρροή στις πνευματικές δυνάμεις του κόσμου, όπως διαπιστώνουμε στο παρακάτω απόσπασμα.
Μοναχική, ξαρμάτωτη κι απάνω εδώ αραγμένη
μακριάθε, ανέγγιχτη, άχαρη και σαν πνιγμένη μέσα
σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντό γεράνιο
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της,
μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή σα χήρα
σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη,
μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή, μα σα να βρίσκεται όλο
σε ψήλωμα που ξετυλιέται, αγάλια, αγάλια, θάμα.
Πολλοί επιθετικοί προσδιορισμοί («μοναχική, ξαρμάτωτη», «ανέγγιχτη, άχαρη,»), μετοχές («αραγμένη»), ευρύτερα ονοματικά σύνολα («φακιόλι κόκκινο», «μαντό γεράνιο») τελικά σχηματίζουν την παράσταση της Παναγίας σε ύφος ποιητικής ευλάβειας. Η αφήγηση ετεροδιηγητική δε στερείται της προσωπικής κατάνυξης στα πλαίσια του περιγραφικού λόγου («εδώ αραγμένη»), εξαιρετικά πυκνού και σαφούς. Με ασύνδετο σχήμα («μοναχική…θάμα»), εμπρόθετα σύνολα («μ’ ένα παιδί») προσδιοριστικά της στάσης της Παρθένου, επιρρήματα («μακριάθε») ορίζουν την ζωντανή παράστασή της ενώπιον του αναγνώστη. Παρομοιώσεις προσδιορίζουν ακριβώς ηθικά πνευματικά χαρακτηριστικά της Θεοτόκου («σαν πνιγμένη μέσα/σ’ ένα φακιόλι κόκκινο», «μια ταπεινή σα χήρα/σαν κουρασμένη, σα φτωχιά, σαν έρμη, σαν κλαϋμένη»), ενδεικτικά την αθωότητα, την αμερημνησία, την αδυναμία, τη φροντίδα της επιβίωσης, την ανημποριά, τον καημό.
Στην περιγραφή της υπερτερούν τα επίθετα σε αποφατική ρήση («μηδέ κοντή, μηδέ ψηλή»), προθετικά σύνολα που ερμηνεύουν το περιβάλλον της, την κίνηση και τα συναισθήματα («χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο σκιάχτρο/μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της»). Σε ακαθόριστο εξωτερικό χώρο («σα να βρίσκεται όλο/σε ψήλωμα») η μορφή της εκτείνεται σταδιακά ολοένα ψηλότερα («απάνω εδώ»), συμβολικά αποδίδεται η θαυματοποιία. Ο μακροπερίοδος λόγος διανθίζεται από παύσεις νοηματικές («κι απάνω εδώ αραγμένη/μακριάθε»), περιγραφικές σημασίες, επαναφορές με επιθετικούς προσδιορισμούς («μια σιταράτη, μια γλυκειά, μια ταπεινή»).
Στο χωρίο από το ποίημα του Παλαμά, «Ήθελα», που περιλαμβάνεται στη «Βραδινή φωτιά», οι ευχές διατυπώνονται εξακολουθητικά σε μια κλίμακα καταγεγραμμένων συναισθημάτων του ποιητικού υποκειμένου.
Και τα γόνατά της ν’ αγκαλιάσω
και τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ
και να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω
ό,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό
ό,τι ντρέπομαι να πω κι ό,τι φοβάμαι,
κάποιες άκαρπες, άθλιες αμαρτίες,
ό,τι σκληρό με τυραννά κι ό,τι θέλω να’ μαι
τις άγριες κυνηγήτρες μου Ερινύες.
Η μητρική φιγούρα σχηματίζεται βάσει των δεδομένων που αφορούν το αγκάλιασμα του ανθρώπου που αβοήθητος βρίσκει καταφύγιο στην Παναγία με την προοπτική της ικεσίας ή της επιδίωξης λύτρωσης («τα γόνατά της ν’ αγκαλιάσω», «να της ξομολογηθώ και να της ξεσκεπάσω») σε τόνο εξομολογητικό. Η συντακτική απλοποίηση («τα χέρια της να γλυκοσκεπαστώ») συνδράμει στην ευχερή ροή της φράσης, κατά την προσφιλή τάση των δημοτικιστών.
Επιπλέον η προσωπική επικοινωνία με τη Θεοτόκο ταυτίζεται με μια αφηρημένη επισήμανση, με την χρήση της αναφορικής αντωνυμίας «ό,τι» που εκθέτει όσες επιθυμίες, φοβίες ή εσωτερικές διεργασίες της ψυχής μπορεί να εξομολογηθεί το άτομο για την πραγμάτωση της επιθυμητής λύτρωσης που αιτείται («ό,τι μέσα μου κρύβεται κλειστό/ό,τι ντρέπομαι να πω κι ό,τι φοβάμαι,», «ό,τι σκληρό με τυραννά κι ό,τι θέλω να’ μαι»). Το ουδέτερο επίθετο συνδυάζεται με την αντωνυμία υποβιβάζοντας κάθε παράπτωμα σε μεμονωμένο στίγμα της ανεπάρκειας του ανθρώπου που επιζητά καταφύγιο στην πεποίθηση της σταδιακής σωτηρίας εντός ενός περικειμένου που εστιάζει στα ρήματα ψυχικού πάθους με συνηχήσεις.
Στο πλαίσιο της ενορατικής διαδικασίας η σηματοδότηση των παραμέτρων που ορίζουν την παρέκκλιση, βάσει της θεολογίας, από το ηθικώς ορθό («αμαρτίες», «Ερινύες») λειτουργεί τρόπον τινά ως τεκμήριο αυτοελέγχου. Στη δομή του λόγου υπερτερεί το επίθετο φορτισμένο με ηθική αρνητική σημασία, σε εναλλαγή ανάμεσα στο αόριστο και το οριστικό άρθρο που αναλογούν αντίστοιχα στη σωρεία ακαθόριστων σφαλμάτων που αποτελούν αιτία της συγκεκριμένης επέμβασης της τιμωρίας γι’ αυτά («κάποιες άκαρπες, άθλιες», «τις άγριες κυνηγήτρες»).
__________________________________
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
٠ Στεργιόπουλος, Κ. 1982. «Μια ματιά στη ζωή και την ποίηση του Σικελιανού». Περιδιαβάζοντας. τ. Α΄. Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη. Αθήνα: Κέδρος
٠ Φράγκου-Κικίλια, Ρ. 2002. Άγγελος Σικελιανός. Βαθμίδες μύησης. Αθήνα: Πατάκη
٠ Σαββίδης, Γ.Π. 2003. «Για τα εκατόχρονα του Σικελιανού (1984)». Λυχνοστάτες για τον Σικελιανό, (επιμ. Βογιατζόγλου, Α.) Αθήνα: Ερμής
٠Σικελιανός, Α. 2003. Αντίδωρο. (επιμέλ. Μπουρναζάκης, K.) Αθήνα : Ίκαρος
٠ Αλισανδράτος, Γ. 1998. «Ο χριστιανικός λυρισμός του Σικελιανού και ο αντίστοιχος του Βάρναλη», στο Οι ποιητές του Γ. Π.Σαββίδη, Αθήνα: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
٠ Στυλιανός, A. 2001. «Η ποίηση και τα Γράμματα του Άγγελου Σικελιανού». περ. Νέα Εστία. T. 150. τεύχος 1740. Αθήνα: Εστία
٠ Παπαχρήστου-Πάνου, Ε. 2000. Πρός Δυσμάς ἢ ὁ πληγωμένος ἂγγελος. Αθήνα-Γιάννινα: Δωδώνη
٠ Κασίνης, Κ. 1980. Η Ελληνική λογοτεχνική παράδοση στη Φλογέρα του Βασιλιά -Συμβολή στην έρευνα των πηγών. Αθήνα
٠Παλαμάς, Κ. 2014. Η φλογέρα του βασιλιά. Αθήνα: Πελεκάνος
٠Παλαμάς, Κ. 1944. Βραδινή φωτιά. (επιμέλ. Παλαμά, Λ.) Αθήνα: Εστία
٠Παπανούτσος, Ε.Π.1949. Παλαμάς –Καβάφης -Σικελιανός. Αθήνα: Ι. Μ. Σκαζίκης
٠ Πολίτης, Λ. 1973. Μετρικά· Παλαμάς – Σικελιανός· Το σονέτο. Θεσσαλονίκη
٠Καραντώνης, Α. 1977. «Κωστής Παλαμάς», Φυσιογνωμίες· Τόμος πρώτος. Αθήνα: Παπαδήμας. σσ.275-297