Δικλίδα ονομάζουμε τη βαλβίδα που ρυθμίζει την κίνηση υγρών ή αερίων κι εμποδίζει την παλινδρόμηση. Γνωστός είναι και ο όρος ασφαλιστική δικλίδα ή δικλίδα ασφαλείας, ο οποίος αναφέρεται στη βαλβίδα που λειτουργεί αυτόματα και επιτρέπει την έξοδο του ατμού, όταν η πίεσή του υπερβεί μια ορισμένη τιμή. (Μτφ.) σημαίνει το σύστημα με το οποίο ελέγχεται μια κατάσταση και συγκρατείται στα επιθυμητά όρια:
Tο δημοκρατικό πολίτευμα διαθέτει (ασφαλιστικές) δικλίδες που εμποδίζουν την εκδήλωση ενός πραξικοπήματος. H μετανάστευση ήταν ασφαλιστική δικλίδα για την οικονομία.
[λόγ. < αρχ. δικλίς, αιτ. -ίδα `πτυσσόμενη πόρτα΄ σημδ. γαλλ. valve· κατά την αρχ. ορθογρ. δίκλεις] (Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής)
Δικλίδα (Λεξικό Μπαμπινιώτη ΛΝΕΓ)
Η λέξη “δικλίδα”, λοιπόν, ανάγεται ετυμολογικά στην αρχαία λέξη δικλίς, -ίδος, η οποία συνδέεται με το ρήμα «κλίνω» και σημαίνει τη «δίφυλλη πόρτα», την απαραβίαστη θύρα. Λόγω σύγχυσης με τη λέξη «κλειδί» προέρχεται ο τύπος «δικλείδα».
Ο Ιπποκράτης μάς έχει παραδώσει τη λέξη “δίκλεις” που σημαίνει τον «διπλοκλεισμένο». Η λέξη αυτή όμως θα μάς έδινε τον τύπο δίκλειδα, με τον τόνο δηλαδή στην προπαραλήγουσα.
Άρης Ιωαννίδης*
Φιλόλογος